Το δωδεκαήμερο στον Πόντο λεγόταν «καλαντόφωτα», παραμονή Χριστουγέννων μέχρι τα φώτα. Στο διάστημα αυτό οι «κοντολόζ» ή «πίζηλα», οι καλικάντζαροι δηλαδή ανέβαιναν επάνω στην γη και έκαναν δύσκολη την ζωή των ανθρώπων. Ενοχλούν τους αδύναμους, παιδιά ,λεχώνες ,νεόνυμφες. Τους φαντάζονταν με άγρια μορφ ,μαλλιά ανακατεμένα, με λανάρια στα κεφάλια τους. Σκελετωμένοι, ντυμένοι με κουρέλια είχαν επάνω τους όλα τα κακά της μοίρας: κοντοί, κουτσοί, κουλοί, μονόφθαλμοι .κακάσχημοι όλοι, τσεβδοί και με ουρές
Είναι πολύ ευκίνητοι και σκαρφαλώνουν από παντού, κυρίως στις καμινάδες, αλλά ακόμα και τις κλειδαρότρυπες. Εμφανίζονται νύχτα και εξαφανίζονται με πρώτο λάλημα του πετεινού. Κάνουν σκανταλιές και δημιουργούν προβλήματα και ζημιές. Κατουρούνε στα μαγειρικά σκεύη και στη φωτιά για να σβήσει, σκορπίζουν το αλεύρι, χύνουν νερά παντού, κόβουν το νερό στους μύλους. Αλλά παρ όλες τις σκανταλιές τους είναι πολύ φοβητσιάρηδες, με μια βιτσιά τρέχουν να κρυφτούν.
Οι νοικοκυρές σκεπάζουν τα σκεύη και κρύβουν τα τρόφιμα μην και τα μαγαρίσουν. Φοβούνται μόνον το φως ,γι αυτό άναβαν πάντα το τζάκι με ένα μεγάλο ξύλο το «καλαντοκουρίν» που έκαιγε όλο το δωδεκαήμερο για να αποτρέπει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Αν έσβηνε η φωτιά εθεωρείτο κακό σημάδι και τότε έμπαιναν στο σπίτι τα δαιμονικά αυτά πλάσματα της φαντασίας. Για να τους αποφύγουν δεν κάνουν νυκτερινές δουλειές έξω από το σπίτι και δεν πετούσαν νερά. Εξαφανίζονται τα φώτα με τον αγιασμό των υδάτων και επιστρέφουν μετά από έναν χρόνο.