Έναν αιώνα πριν, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με το διήγημα «Οι Χαλασοχώρηδες» (ενν. οι πολιτικοί που χαλάνε τα χωριά και διχάζουν τους ψηφοφόρους) στηλιτεύει τον πολιτικό διχασμό. Μερικά αποσπάσματα από το διήγημα είναι πολύ διδακτικά (http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/ppd_xalaso.html).
***
… Ο Λάμπρος ήρχισε να εξηγεί τον σκοπόν της επισκέψεώς του, λέγων ότι την φοράν ταύτην επί τέλους ευρέθη άνθρωπος να φροντίσει δια την φτώχεια και να έβγαζαν βουλευτήν τον Αλικιάδην, θα έκαμναν χρυσή δουλειά, διότι αυτός ο Αλικιάδης ήτο φιλότιμος και είχε να ζήσει, και δεν είχεν ανάγκην να διορίσει εις θέσεις τους ανεψιούς του και τον υιόν της κουμπάρας του, και αν έβγαινε βουλευτής, θα εφρόντιζεν αποκλειστικώς για την φτώχεια. Δεν ωμοίαζε με κάμποσους άλλους «όνομα και μη χωριό». Και ο Λάμπρος δεν είχε αμφιβολίαν ότι αυτήν την φοράν ο μπαρμπα-Διοματάρης θα έδιδεν αποκλειστικήν την ψήφον του εις τον Αλικιάδην.
……………………………………….
… Το ανδρόγυνον είχεν, ως φαίνεται, διπλές κουμπαριές και εντεύθεν ηδύνατο να εικάσει τις ότι θα επήγαζεν η διαφωνία μεταξύ των δύο συζύγων. Διότι ο Σπληνογιάννης είχεν υποσχεθεί να δώσει την ψήφον του εις τους κουμπάρους του, Λάμπρον Βατούλαν και λοιπούς. Η Σπληνογιάνναινα όμως έτρεφε φανεράν εκτίμησιν προς τους κουμπάρους της, του κόμματος Μανόλη Πολύχρονου και συντροφίας.
Είναι αληθές ότι κατ’ ιδίαν ο Σπληνογιάννης διηγείτο εις την σύζυγόν του ότι από πολιτικήν απλώς υπέσχετο εις τον Λάμπρον τον Βατούλαν. Αλλ’ η γυνή εσκύλιαζε και εδαιμονίζετο, όταν τον ήκουεν ανανεούντα την υπόσχεσιν ταύτην και απήτει να κηρύξει φανερά ο σύζυγός της εις τον Λάμπρον ότι δεν θα του έδιδε ψήφον. Την θυσίαν ταύτην εδυσκολεύετο να κάμει ο Σπληνογιάννης και από εβδομάδων ήδη το ανδρόγυνον «δεν έτρωε μερωμένο ψωμί».
… Ο δυστυχής Σπληνογιάννης δεν ενθυμείτο να ευρέθη ποτέ εις δυσχερεστέραν θέσιν. Ευρίσκετο αντιμέτωπος τριών εχθρών, ων φοβερώτερος βεβαίως ήτο αυτή η σύζυγός του. Μεμονωμένους, καθ’ ένα έκαστον αν τους είχε συναντήσει, ήτον ικανός διά της ψευτικής, του μόνου όπλου όπερ απέμεινεν εις τους χωρικούς, όπως ανταγωνίζονται κατά τόσων και τόσων πολιτικών ή κοινωνικών και βιοτικών πιέσεων και διωγμών (όπλον, το οποίον ακονίζεται δις της εβδομάδος εις τα πταισματοδικεία και ειρηνοδικεία, όπου ο χωρικός γίνεται σωστός βλαχοδικηγόρος) να τα βγάλει πέρα μαζί των, φενακίζων και τους τρεις κατά πρόσωπον, φασκελώνων και τα δύο κόμματα όπισθεν των νώτων και ορκιζόμενος καθ’ εαυτόν να μαυρίσει περιφρονητικώς όλας κατά σειράν τας κάλπας των αυτοκλήτων αντιπροσώπων του ατυχούς λαού, του τόσον δεινοπαθούντος και τυραννουμένου.
… «Χαλασοχώρηδες» εκαλούντο τέως οι του κόμματος του Λάμπρου, από δε της νυκτός ταύτης οι του άλλου κόμματος ωνομάσθησαν «οι ανδρογυνοχωρίστρες».
…………………………………………
… Ούτω, αφού ηυξήθη μεγάλως η συνάθροισις, εξεκίνησαν προηγουμένης εκατοντάδος παιδίων, εκλαρυγγιζομένων να φωνάζωσι, μετά των οργάνων και των κυματιζουσών χρωματιστών οθονών. Η διαδήλωσις εξεκίνησεν εν είδει ορχήσεως κατ’ ευθείαν γραμμήν βαινούσης. Όπως ήσαν πιασμένοι εις τον χορόν, ούτως εκίνησαν εκ του υψηλοτέρου μέρους της αγοράς, διά ν’ ανέλθωσιν εις την ενορίαν. Άμα έκαμψαν την πρώτην ανωφερή γωνίαν, επί της παραλλήλου οδού εφάνη η αντίθετος διαδήλωσις κατερχομένη της άνω συνοικίας, προς την αγοράν βαίνουσα με τας κραυγάς των γυμνοπόδων παίδων·
– Ζήτω οι καλοί πατριώτες! Ζήτω η νοικοκυροσύνη!
Οι παίδες της δευτέρας διαδηλώσεως έκραζον αφ’ ετέρου·
– Ζήτω ο Γεροντιάδης! Ζήτω το τσαρούχι! Ζήτω οι ξυπόλυτοι!
– Τ’ ακούς, βρε Μιχάλη; είπεν είς των αγυιοπαίδων της πρώτης διαδηλώσεως προς τον παραπλεύρως αυτού βαδίζοντα ομήλικόν του, εμάς το φωνάζουν το ζήτω.
– Πώς το ξέρεις;
– Δεν ακούς που φωνάζουν ζήτω οι ξυπόλητοι!
– Τότες τι να τους φωνάζουμε κι εμείς;
– Φωνάζουμε κι εμείς ζήτω οι ξυπόλητοι;
– Όχι, να φωνάζουμε καλύτερα: Ζήτω οι ξ’σκιζάνηδες!
Και διά μιας εφώναξαν όλοι με καθαράν και διάτορον φωνήν·
– Ζήτω οι ξ’σκιζάνηδες!
– Σουτ, βρε! έκραξε προς τους παίδας ο Λάμπρος ο Βατούλας· και συγχρόνως, αποταθείς προς τους άνδρας, εξηγών ως ειρωνείαν τάχα την κραυγήν, είπε·
– Καλά τους εκορόιδεψαν οι διαόλοι…
…………………………………………
– Ε! πώς τα βλέπεις τα πράματα, μπαρμπα-Στεφανή;
– Πώς θέλεις να τα βλέπω, εμορμύρισε δυσφορών ο παλαιός θαλασσινός.
– Απ’ το άλλο κόμμα σκύλιασαν… Δεν είδες τι πηλάλα την έχουν;
– Ας πα να σκυλιάσουν όλοι, έγρυξεν ο μπαρμπα-Στεφανής.
– Εγώ λέω θα τους ρίξουμε κάτω, επανέλαβε, κατά βήμα παρακολουθών αυτόν βαδίζοντα, ο Μανόλης.
– Για να σου πω, κυρ-Μανόλη, του είπε με την ραγδαίαν και όχι πολύ καθαρεύουσαν προφοράν του· μη θαρρείς πως είμαι βολικό πράμα, για να με μπαρκάρεις εσύ στο σκολειό μέσα;… Εμένα εύκολα δε με τσουρμάρεις… οι άνθρωποι δεν είναι μπαούλα για να τους μπατάρετε σεις όπως θέλετε, μπάτει από δω, μπάτει από κει…
…………………………………………
… Μην ακούεις μερικούς φαρισαίους, οίτινες σχίζουν διά κάθε τι τα ιμάτιά των, μήτε μερικούς άλλους ψιττακούς ηθικολόγους των εφημερίδων, οίτινες ρηγνύουν υπερβολικάς φωνάς με τόσην αφέλειαν και αγαθοπιστίαν δι’ όλα τα πράγματα. Οι πρώτοι ομοιάζουσι τους ηττημένους της αύριον, οίτινες θα ζητήσουν την ακύρωσιν της παρούσης εκλογής ως διεξαχθείσης τη βοηθεία της δωροδοκίας. Οι δεύτεροι ουδόλως ενεβάθυναν εις τα πράγματα και δεν αντελήφθησαν την έννοιαν, ήτις είναι παντός ζητήματος ο πυρήν. Πετώντες από γενικότητος εις γενικότητα περιέδρεψαν συλλογήν τινα ηθικών αξιωμάτων, την οποίαν νομίζουσιν αλάνθαστον πανάκειαν προς θεραπείαν πάσης πολιτικής και κοινωνικής νόσου. Όπου γενικότης, εκεί και επιπολαιότης. Διά να είναι τις εμβριθής πρέπει να εγκύπτει εις βαθείαν των πραγμάτων μελέτην.
Διατί δε και τινές των νεαρών πολιτευομένων εν Ελλάδι, δι’ ους φαίνεται ότι πληρούται δευτέραν φοράν εις βάρος μας η κατάρα, την οποίαν ο Θεός κατηράσθη διά του προφήτου Ησαΐου τον Ισραήλ λέγων: Και οι νεανίσκοι άρξουσιν υμών –διατί, λέγω, τόσον κακοζήλως, αν όχι τόσον κακοπίστως, κραυγάζουσι κατά της πλουτοκρατίας; Τι τους κακοφαίνεται; qui veut la fin, veut les moyens. Η ηθική δεν είναι επάγγελμα και όστις ως επάγγελμα θέλει να την μετέλθει, πλανάται οικτρώς και γίνεται γελοίος. Όστις πράγματι φιλοσοφεί και αληθώς πονεί τον τόπον του και έχει την ηθικήν όχι εις την άκραν της γλώσσης ή εις την ακωκήν της γραφίδος αλλ’ εις τα ενδόμυχα αυτά της ψυχής, βλέπει πολύ καλά ότι είναι αδύνατον να πολιτευθεί. «Κυάμων απέχεσθε!»
Ο Χριστός είπεν: «Ου δύνασθε Θεώ λατρεύειν και Μαμμωνά»
… Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα. Αύτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς.
…………………………………………………
– Λέγω ότι λογίζομαι ως ευτύχημα το ότι δεν ανεφάνη τις εκ των λεγομένων επιφανών πολιτευτών εις τας νήσους ταύτας … Ο Θεός μάς ελυπήθη και δεν παρεχώρησε να γεννηθεί επιφανής τις εδώ, εσκλήρυνε δε την καρδίαν μας και δεν εδέχθημεν εισβολήν ξένου υποψηφίου. Ιλιγγιώ να φαντασθώ τι θα εγίνετο … Η ακαθαρσία παράγει φθείρα και ο φθειρ παράγει την ακαθαρσίαν. Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών, τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων, τα οποία αποζώσιν εξ αυτού, παχυνόμενα επιβλαβώς, σηπόμενα, ζωύφια βλαβερά, ύδατα λιμνάζοντα, παράγοντα αναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα την ακαθαρσίαν. Ευτυχώς δεν υπήρξεν ενταύθα έδαφος κατάλληλον, διά να γεννηθεί το θρέμμα το καλούμενον «επιφανής» και ούτως απηλλάγημεν της τοιαύτης αθλιότητος μέχρι της ώρας…