Το όργανο της ακοής (αυτί) αποτελείται από δύο τμήματα. Το πρώτο είναι ο κοχλίας, που είναι το όργανο της ακοής, και το δεύτερο είναι ο λαβύρινθος, που είναι το εξειδικευμένο όργανο της ισορροπίας. Όταν υπάρχει διαταραχή στον ένα εκ των δύο λαβυρίνθων, ή και στους δύο, τότε ο εγκέφαλός μας δέχεται αντιφατικές πληροφορίες και αυτό μεταφράζεται ως ίλιγγος.
Η Ωτορινολαριγγολόγος Αγγέλου Βαλέρια μας εξηγεί όσα πρέπει να ξέρουμε.
Τι είναι ο ίλιγγος;
Η «ζάλη» αναφέρεται ως σύμπτωμα από το 25% των ασθενών, οι οποίοι επισκέπτονται τα επείγοντα περιστατικά. Στους ηλικιωμένους ασθενείς, το ποσοστό αυτό φτάνει το 40%, ενώ στις ηλικίες άνω των 75 ετών αποτελεί το συχνότερο σύμπτωμα. Η «ζάλη» μπορεί να περιλαμβάνει ένα πλήθος συμπτωμάτων, ανάλογα με το πώς γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή. Ωστόσο, ο ίλιγγος έχει συγκεκριμένα κλινικά χαρακτηριστικά:
Ίλιγγος είναι η ψευδαίσθηση της κίνησης, που βιώνει ο ασθενής, και αφορά είτε το σώμα του, είτε το περιβάλλον. Στην πρώτη περίπτωση, αισθάνεται περιστροφή του σώματος, ώθηση, τάση για πτώση ή αιώρηση προς τα πλάγια, εμπρός, πίσω, πάνω ή κάτω. Στη δεύτερη περίπτωση, έχει την ψευδαίσθηση κίνησης του περιβάλλοντος, ενώ ο ίδιος παραμένει ακίνητος. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ασθενής γνωρίζει
ότι τα συμπτώματα αυτά είναι ψευδή και, παρότι είναι ιδιαίτερα ενοχλητικά, δεν είναι επικίνδυνα.
Τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται, όταν υπάρχει διαταραχή στον ένα ή και στους δύο λαβυρίνθους. Σε αυτή την περίπτωση, οι πληροφορίες που φτάνουν στον εγκέφαλο από τα μάτια και το υπόλοιπο σώμα έρχονται σε αντίθεση με αυτές που φτάνουν από το όργανο της ισορροπίας, γι’ αυτό και δημιουργείταιτο αίσθημα του ιλίγγου.
Η διάγνωση γίνεται αρχικά με τη λήψη αναλυτικού ιστορικού και στη συνέχεια με νευροωτολογικό – ακοολογικό έλεγχο, ο οποίος μας παρέχει πληροφορίες ως προς το ποιο από τα ακόλουθα επιμέρους τμήματα της ισορροπίας έχει υποστεί βλάβη: οπτικό, αιθουσαίο, παρεγκεφαλιδικό, σωματοαισθητικό. Στον κλινικό έλεγχο εξετάζουμε τα αιθουσο-νωτιαία και τα αιθουσο-οφθαλμικά αντανακλαστικά και γίνεται η δοκιμασία αναζήτησης του ιλίγγου θέσεως, με τη καταγραφή των οφθαλμικών κινήσεων στις διάφορες δοκιμασίες.
Η θεραπεία του ιλίγγου είναι ανάλογη με την παθολογία που τον προκαλεί. Μπορεί να είναι συντηρητική, με ασκήσεις, φαρμακευτική και, σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, χειρουργική.
Σε περιπτώσεις ιλίγγου θέσεως, μέσω ειδικής συνεδρίας εκτελούνται ασκήσεις, κατά τις οποίες μετακινούνται οι ωτόλιθοι σε μια λιγότερο ευαίσθητη θέση μέσα στο εσωτερικό του αυτιού, εξαλείφοντας τα συμπτώματα του ιλίγγου.