Τους καλοκαιρινούς μήνες όταν το σκοτάδι απλωνόταν, άρχιζε η ώρα του αναπαμού. «Η ανάπαυλα του πολεμιστή». Πολεμιστές της επιβίωσης και της ζωής ήταν οι άνθρωποι!!!
Ξεκουράζονταν και ετοιμάζονταν για τις καινούργιες μάχες, τις δύσκολες, τις άνισες, χωρίς βόλια!
Ξεκουράζονταν και σχεδιάζανε τα μέτωπα των μαχών.
Θέρος, αλώνισμα, καπνά, παρχάρια, σπορά, καυσόξυλα για το χειμώνα και τροφή για να πορευτεί η φαμίλια.
Κάπου μέσα στους σχεδιασμούς, έρχονταν στιγμές που ο πρόσφυγας χάνονταν, αποπροσανατολίζονταν.
Έβγαιναν από μέσα του οι θύμησες της πατρίδας, απλώνονταν σε όλα τα μέτωπα και άλλαζε το τοπίο.
«Εκεί σην Πατρίδα!»,
«Εμείς σην Πατρίδα!».
Σκιές και άρωμα πατρίδας.
Κι η θύμηση τα βράδια μαζί με την κούραση γίνονταν ύπνος. Ύπνος βαθύς, βαρύς, σκοτεινός.
Κι άλλοτε οι εικόνες της χαμένης μάνας και των αγαπημένων προσώπων
Και άλλοτε της σφαγής και του διωγμού έρχονταν σαν όνειρο και ξυπνούσαν ιδρωμένοι και τρομαγμένοι.
Γι’ αυτό έπρεπε να ριζώσουν για να την τιμήσουν, να την υμνήσουν και να την μνημονεύσουν στους αιώνες. Γι’ αυτό επέζησαν, γι’ αυτό ρίζωσαν και γι’ αυτό πάλευαν. Να γίνουν βαθιές οι ρίζες, γερές, στέρεες και αξερίζωτες! Και ρίζωσαν όχι μόνο στη γη, αλλά και όσοι ταξίδεψαν για το αιώνιο ταξίδι δημιούργησαν στο στερέωμα τον Αστερισμό των χαμένων Πατρίδων!
Ένας αστερισμός που βρέχει θύμησες.
Μια βροχή μνήμης για να θυμίζει στους απογόνους της προσφυγιάς το μεγάλο χρέος!
Πατρίδες και άνθρωποι που χάθηκαν από τον θάνατο και από τον τρόμο του θανάτου.
Σαν κοράκι μαύρο άπλωνε τις πένθιμες φτερούγες του ο φόβος.
Ένιωθαν ο εχθρός να τους ακολουθεί με βήμα ανατριχιαστικό.
Ο φόβος, αυτό το τεράστιο μαύρο πουλί……
Ο φόβος που δεν σκότωνε κορμιά αλλά ψυχές!
Και τα κατάφεραν. Ήταν αυτό που όλοι οι επαΐοντες της εποχής απεκάλεσαν «Θαύμα προσφυγικό». Ναι, ήταν το θαύμα της προσφυγιάς, για τη μνήμη της πιο πικρής μάνας. Χρόνια ολάκερα δίχως αναπαμό. Ο ήλιος που ανέτειλε το πρωινό, αυτό το πανέμορφο φυσικό φαινόμενο που ύμνησαν οι ποιητές, που κάποιοι το απολάμβαναν στοχαστικά κι ερωτικά…….. για τους πρόσφυγες μετρούσε μόνο σαν ρολόι, που σήμαινε πως ήρθε η ώρα για δουλειά.
Κι εκείνα τα ειδυλλιακά ηλιογέρματα, με τις παράξενες αποχρώσεις, που γαλήνευαν κι ημέρευαν την ψυχή και προκαλούσαν ύφεση του πόνου, για τους πρόσφυγες σήμαινε την λήξη της εργασίας.
Από τον ίσκιο του ήλιου, με αυτήν την πανάρχαια μέθοδο, μετρούσε κι η προσφυγιά την ώρα.
Με το καινούργιο ξημέρωμα πάλι στον κάμπο.
Το πρωί, στο χάραμα της ανατολής, όλο το χωριό στο πόδι, έτοιμοι πάλι για τον αγώνα της επιβίωσης. Στα χέρια κόσες, δρεπάνια, λαγήνια, με νερό και ο μπόγος, με το « κολατσιό ».
Ξαφνικά !!!! Να η καμπάνα!!! η καμπάνα που χτυπούσε πένθιμα.
Άφηναν όλα τα πράγματα κάτω και έκαναν το σταυρό τους.
Δεν έχει χωράφι σήμερα.
Σήμερα θα συνοδέψουν το νεκρό τους στο αιώνιο ταξίδι του.
Ήταν ένα χρέος που κληρονόμησαν από τη γενιά τους.
Θα τον πάνε στα καινούργια μνήματα.
Μακριά… Πολύ μακριά από τα χώματα που τον γέννησαν.
Μακριά από τα αγαπημένα του πρόσωπα που είναι θαμμένα στα βάθη της Ανατολής!
Εκείνη η πατρίδα…. η μάνα η νεκρή, που ερχόταν τα βράδια σιμά τους, τυλιγμένη από σκιές και αίματα και έφερνε μηνύματα και δύναμη.
«Αυτά που οι άλλοι τα παίρνουν για τυχαία περιστατικά, εμείς ξέρουμε πως είναι μηνύματα από το άγνωστο! » Έγραφε ο Ελύτης στον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Εκείνη η μάνα, εκείνη η πατρίδα έγινε ρίζα. Έγινε το σημείο αναφοράς.
Με το καινούργιο ξημέρωμα πάλι στον κάμπο.
Στην πάλη με τη γη….. διηγούνταν ο γέρο- πρόσφυγας και η φωνή του ανάκατη από πίκρα , πόνο και λυγμό. Έλεγε… «Δεκαεπτά τσαπιές…. κι ο σβόλος δεν έλεγε να σπάσει»!!! Πολύς ιδρώτας… Μα τόσος ιδρώτας για να ημερέψουν και να καρπίσουν ετούτα τα χώματα!!!
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Πουτακίδη «Ένας Αιώνας Ακρινή Ατά Παζάρ’
2