Η Δυτική Μακεδονία και ειδικότερα ο ενεργειακός της άξονας καλείται να μεταβεί σε μια εντελώς διαφορετική οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα από αυτήν που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ως αποτέλεσμα των αποφάσεων που έχουν ληφθεί σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο λόγω των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.
Η λύση του προβλήματος γίνεται ακόμη δυσκολότερη από το γεγονός ότι αφ’ ενός η μετάβαση αυτή έρχεται ύστερα από μια πολυετή δραματική περίοδο δημοσιοοικονομικής κρίσης που συρρίκνωσε το εισόδημα και εκτίναξε την ανεργία στην περιοχή και αφ’ ετέρου ο χρόνος για την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα είναι ελάχιστος.
Πιο συγκεκριμένα, κατά την περίοδο της κρίσης ο περιφερειακός πλούτος εκφραζόμενος με τον δείκτη της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας μειώθηκε κατά 25% περίπου, ενώ η ανεργία εκτινάχθηκε στο 27%.
Οι επιπτώσεις στην απασχόληση από την απολιγνιτοποίηση θα επιβαρύνουν περαιτέρω την ήδη θλιβερή πρωτιά που κατέχει η περιοχή ως προς το ποσοστό ανεργίας.
Εάν θεωρηθεί ότι σήμερα οι εργαζόμενοι σε ορυχεία και σταθμούς παραγωγής στη Δυτική Μακεδονία ανέρχονται περίπου σε 5.000, τότε με την πλήρη απολιγνιτοποίηση που θα επέλθει με το κλείσιμο και του τελευταίου σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2028, χωρίς τη λήψη ισοδύναμων μέτρων αποκατάστασης της απασχόλησης, το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί στο 31%.
Το σοβαρότερο όμως ζήτημα που προκύπτει είναι αυτό των εμμέσων και επαγόμενων επιπτώσεων στο εισόδημα και την συνολική απασχόληση της περιοχής, δεδομένης της υψηλής εξειδίκευσής της στον ενεργειακό τομέα, ο οποίος σύμφωνα με σχετικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί και την εφαρμογή μοντέλου Εισροών – Εκροών διαμορφώνει πολλαπλασιαστή μεταξύ 3,5 και 4.
Αυτό σημαίνει ότι για κάθε μια μόνιμη θέση στα ορυχεία και τους σταθμούς παραγωγής δημιουργούνται και συντηρούνται 3,5 – 4 θέσεις στην τοπική αγορά εργασίας ή επίσης ότι για κάθε ένα ευρώ που δαπανά η ΔΕΗ σε μισθούς και εργολαβίες, προκύπτουν επαγωγικά, 3 – 4 ευρώ στον κύκλο της τοπικής οικονομίας.
Κατά συνέπεια, η συνολική επίπτωση στην τοπική αγορά εργασίας από το κλείσιμο όλων των σταθμών παραγωγής και των ορυχείων, χωρίς την έγκαιρη ανάληψη των αναγκαίων πρωτοβουλιών για την δίκαιη μετάβαση της οικονομίας, μπορεί να σημαίνει 17.500 – 20.000 νέους ανέργους, εκτινάσσοντας την ήδη πολύ υψηλή ανεργία στο 42% – 44%.
Τέλος, η απολιγνιτοποίηση πέραν των ανωτέρω περιγραφομένων επιπτώσεων στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία και την Ανεργία, δημιουργεί και ένα πλαίσιο ζητημάτων που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την περιοχή και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως:
η διασφάλιση της βιώσιμης λειτουργίας των Τηλεθερμάνσεων των πόλεων Πτολεμαΐδας, Κοζάνης, Αμυνταίου και Φλώρινας,
η πορεία των ήδη προγραμματισμένων μετεγκαταστάσεων οικισμών,
η αποκατάσταση των εξοφλημένων ορυχείων αλλά και η μέριμνα για την διαχείριση των ενεργών ορυχείων και τελικά
η συγκράτηση του πληθυσμού και ιδιαίτερα του νέου
Συνεπώς εδώ έχουμε μια πολύ δύσκολη εξίσωση για πολύ δυνατούς λύτες.
Ανάλογα παραδείγματα περιφερειών ή χωρών με έντονη εξάρτηση από μια οικονομική δραστηριότητα και μικρό χρόνο προσαρμογής σε μια νέα οικονομική πραγματικότητα δεν υπάρχουν.
Από μακροοικονομική σκοπιά λοιπόν το ζήτημα ανάγεται στην προσπάθεια:
Ø για ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από την απολιγνιτοποίηση σε πρώτο επίπεδο και
Ø για σταδιακή αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος σε δεύτερο επίπεδο που να βελτιώνει την εξίσωση του παραγόμενου πλούτου (ΑΕΠ) της Περιφέρειας.
Κρίσιμες παράμετροι της εξίσωσης είναι οι ιδιωτικές και οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση των θέσεων εργασίας, σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και της κατανάλωσης και με τον τρόπο αυτό στην ενεργοποίηση του συνολικού κύκλου της περιφερειακής οικονομίας προς μια ανοδική τροχιά.
Η προσπάθεια θα πρέπει να γίνει προς δύο κατευθύνσεις:
Ø Πρώτον στην αναζήτηση εκείνων των εναλλακτικών οικονομικών δραστηριοτήτων, των οποίων το πολλαπλασιαστικό αποτύπωμα στο εισόδημα και την απασχόληση της περιοχής σταδιακά να αντικαταστήσει τις απώλειες.
Ø Δεύτερον στην αναζήτηση νέων ενδεχομένως καινοτόμων τεχνολογιών αξιοποίησης του λιγνίτη που να αποφέρουν προστιθέμενη αξία στην περιοχή.
Και στις δύο περιπτώσεις απαιτούνται αφ’ ενός σημαντικοί πόροι, δημόσιοι και ιδιωτικοί και αφ’ ετέρου, προκειμένου η Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας να καταστεί ελκυστική για επενδύσεις, μια σειρά από θεσμικές και χρηματοδοτικές ρυθμίσεις που να προβλέπουν μεταξύ άλλων:
· Ευνοϊκό φορολογικό πλαίσιο με μειωμένους άμεσους φορολογικούς συντελεστές καθώς και χαμηλή φορολόγηση των επενδύσεων αναφορικά με το σχηματισμό παγίου κεφαλαίου. Στο τραπέζι λοιπόν εκ νέου η ιδέα για τη δημιουργία ειδικής αναπτυξιακής ζώνης που να διασφαλίζει το φορολογικό αυτό πλαίσιο.
· Εξασφάλιση κατάλληλων υποδομών εγκατάστασης (Βιομηχανική περιοχή ή βιοτεχνικό πάρκο με έτοιμα δίκτυα κοινής ωφέλειας και τηλεπικοινωνιών, καθώς και μεταφορικών υποδομών (με έμφαση στο σιδηροδρομικό δίκτυο) και υπηρεσιών (Logistics) που να διευκολύνουν την μεταφορά των προϊόντων και των πρώτων υλών από και προς τους κύριους μεταφορικούς άξονες και τα μεγάλα καταναλωτικά κέντρα.
· Διαμόρφωση ενός ευνοϊκού – φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος με μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και επιτάχυνση των κάθε μορφής αδειοδοτήσεων με τη μορφή fast track.
Αναφορικά με τους διαθέσιμους πόρους από τον Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης που θέσπισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τα 294 εκ. € νέα χρήματα (τα οποία φυσικά μαζί με πόρους του ΕΤΠΑ και του ΕΚΤ θα ανέλθουν σε 1,2 δις € και σε συνδυασμό με πόρους του InvestEU και της ΕΤΕ στα 3,7 – 4,4) είναι λίγα και άνισα κατανεμημένα μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για 2 λόγους:
· Πρώτον δεν λαμβάνεται υπ’ όψη στον αλγόριθμο κατανομής των ποσών το γεγονός ότι η χώρας μας είναι η πρώτη που μπαίνει σε φάση απολιγνιτοποίησης (2023-2028) και θα έπρεπε η ένταση των ενισχύσεων να είναι συγκριτικά μεγαλύτερη άλλων περιοχών (π.χ. Πολωνία ή Γερμανία).
· Δεύτερον δεν λαμβάνεται υπ’ όψη ο συντελεστής βαρύτητας του ενεργειακού τομέα, ο οποίος στη Δυτική Μακεδονία συμμετέχει με 40% περίπου στην διαμόρφωση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας, χωρίς φυσικά την ύπαρξη ισοδύναμων εναλλακτικών δραστηριοτήτων που να μπορούν να απορροφήσουν το εργατικό δυναμικό που θα χάσει την εργασία του, πράγμα που ενδεχομένως να υπάρχει σε άλλες περιφέρειες (π.χ. της Γερμανίας ή της Γαλλίας).
Συνεπώς, για την κατά το δυνατόν λιγότερο επώδυνη μετάβαση της περιφερειακής οικονομίας σε ένα νέο βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο θα πρέπει να γίνει σημαντικότατη προσπάθεια σε διάφορα επίπεδα, η οποία θα διασφαλίζει το στόχο της αποτροπής των αρνητικών επιπτώσεων από την πλήρη απολιγνιτοποίηση και τη συνολική βελτίωση της απασχόλησης μέσα από την υλοποίηση ενός Ολοκληρωμένου Αναπτυξιακού Προγράμματος.
Ενός προγράμματος με πολυεπίπεδη διάσταση, θεσμική, χρηματοδοτική και διαχειριστική που θα πρέπει να δίνει απαντήσεις σε τέσσερα ζητήματα:
· Την άμεση αντιμετώπιση των επιπτώσεων στην απασχόληση με την εφαρμογή ενός ευρέος προγράμματος κοινωνικής στήριξης των νέων ανέργων και προώθησή τους στην απασχόληση παρέχοντας υπηρεσίες αναβάθμισης δεξιοτήτων και επανακατάρτισης.
· Τον χωροταξικό σχεδιασμό για την ορθολογική παραγωγική αξιοποίηση των εξοφλημένων ορυχείων λιγνίτη και των εγκατεστημένων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με την παράλληλη αναλυτική προσέγγιση μεγάλων έργων.
· Τη διαμόρφωση και εφαρμογή ενός αποτελεσματικού μοντέλου διακυβέρνησης για τη μετάβαση.
· Τη διαμόρφωση του κατάλληλου θεσμικού και χρηματοδοτικού πλαισίου που θα υποστηρίξει την μετάβαση καθιστώντας την περιοχή ελκυστική για επενδύσεις.
Μπορεί για την χώρα η κλιματική αλλαγή να οδηγεί στην ενεργειακή μετάβαση, την Δυτική Μακεδονία όμως την οδηγεί στην μετάβαση της συνολικής της οικονομίας και κατά συνέπεια είναι ζήτημα επιβίωσής της.
Δυστυχώς το ορόσημο του 2028 δεν αφήνει πολλά περιθώρια εφησυχασμών και καθυστερήσεων λαμβάνοντας μάλιστα υπ’ όψη ότι οι αυτοματισμοί σε διοικητικό, διαχειριστικό και θεσμικό πλαίσιο δεν διασφαλίζουν ότι η μετάβαση θα είναι δίκαιη και όχι βίαιη.
Στη Δυτική Μακεδονία ο χρόνος είναι ακριβότερος από το χρήμα.
- Οικονομολόγος, Διευθυντής Προγραμμάτων Αναπτυξιακής Δυτικής Μακεδονίας Α.Ε. – ΑΝΚΟ