Γειά σας πιδιά μ΄καλά. Τι γενησέστι; Είμι πουλύ γινατουμένους μι τ΄ αφνούς απ΄ λεν τον κιρό, γιατί βγαίνουν κι σκιάζουν τον κοσμάκη. Βήκαν κι είπαν: θα χιουνίσ΄ κι σκιάχκαμι! Κι μ΄ ήλιγι η μπάμπου μ΄: «Κώτσιου, τα μερομήνια δεν έχουν χιόν΄, μόνι ψόφον». Που να τ΄ν ψτέψου ιγώ! Τ΄ν γκζότ΄ζα. Τ΄ν ήλιγα: «Σιγά να μη δεν ξέρουν αυτοί μι τς μετεωρολογικοί σταθμοί κι μι τα μετεωρολογικά δεδομένα από τς δορυφόρ΄ κι ξέρς ισύ μι τα μερομήνια, απ΄ σ΄ έμαθιν η μπάμπου σ΄ η Γκιουλέκαινα». Η μπάμπου το χαβά τς!
Γινάτωσα κι μι το Μήτσιο τον πεταλωτή, απου τον άφκα υπροχτέ κι έβγαλι τα χιονοπέταλα από τον Ψαρρή κι τον πετάλωσι μι καλοκαιρ΄νά πέταλλα. Δεν έβανα τουλάϊστον όλ γουέδερ!
Πήγα από τ΄ Δευτέρα το βράδ΄ κι γιόμωσα όλα τα γκιούμια κι ότ΄ άλλο αγγειό είχαμι από το πηγάδ΄, γιατί σκάνιαζα τ΄ μπάμπου. Ήλιγα θα σκουθούμι μι κα΄να γόνα χιόν΄ κι δε θα μπουρεί να πάει ούτι στου πηγάδ΄ για νιρό. Έβαλα κι το φκιάρ΄ ουπίσ΄ από τ΄ν πόρτα, κουβάλτσα κι ξύλα για το τζιάκι για καμιά βδομάδα, για να μη αγλυστρώ στα χιόνια που θα να ρχνι, έβγαλα κι τα αρβύλια από το κτί κι τ΄ χλαίν΄ απ΄ το σεντούκι κι πλάηασα.
Ξημέρουσι η Τρίτ΄ κι άξα τ΄ μπάμπου που ανασκιρνούσι. Μι λέει, σιούκου να ξιαρίης του χιόν΄. Δεν άντεξα κι τ΄ν είπα τ΄ν κακιά τ΄ν κουβέντα: «Να βάλτς να σι ξιαρήσουν τ΄ στράτα τα μερομήνια τα μπάμπους τς Γκιουλάκαινας». Σκώνουμι κι τι να ειδώ: Χιόν΄ καν΄ π΄θενά!! Παρασκευή σήμιρα κι κόμα καητιρώ να χιουνίς΄.
Τώρα δεν ξέρω ποιος αντροπιάσκι πλειότερο: Ιγώ στ΄ μπάμπου, ή οι μετεωρολόγοι, στα μερομήνια τς μπάμπους τς Γκιουλέκαινας;
Κωνσταντίνος Τσιαμίτης