Καλησπέρα σας πιδιά μ΄καλά; Τι γενησέστι;
Ιγώ μι τ΄ μπάπμπου μ΄, τώρα γύρσαμι από τ΄ν Αθήνα κι όταν μι λεν να τς μολογήσω πως πέρασα, τς λέου, Ντράμστα κι πάλι Ντράμστα.
Άνθρωπο να γιλάει δε γλέψ΄. Όλ΄ καταή τηρούν κι όλ΄ είνι τσιουτουρουμέν΄. Γλέψ άνθρωπο στ΄ στράτα, τον λες καλημέρα κι δε γυρνάει να σι ειηδή. Ένας μι λέει; «Γιατί μι λες καλημέρα; μι ξέρς;». Τουν λέου ότι η καλημέρα είνι τ΄ Θεού κι τ΄ λες κι άμα τον ξέρς τον άλλον κι άμα δεν τον ξέρς. Θιαμάχκμι, μι τήρσι λοξά κι έφυγι.
Δεν κάντι σι σπίτια. Κάντι σι κάτ΄ κτιά που τα λεν διαμερίσματα κι άμα ρουπουτάει ου από πάν, όλος ο ρόποτος μαζώνητι στο σπίτ΄ σ΄ κι άμα ρουπουτάς ισύ, γιανατών αυτός που κάθητι απού κάτ΄. Άμα βάλ΄ κι καμιά γειτόντσα πλυντήριο το βράδ΄, σιούντι τα ντβάρια.
Τα πα στον αδερφό μ΄ το Μκόλα που έζσι χρόνια στ΄ν Αθήνα κι μι λέει, άμα θέλου να ιδώ καλά σπίτια στ΄ν Αθήνα να πάου στ΄ν Κηφισιά. Πήγα κι ούτι ικεί μ΄άρισιν. Είχι κάτ΄ θηρία ντβάρια, τρανήτιρα από τα σπίτια. Τι να το κάμω ιγώ το σπίτ΄, άμα δε γλέπου ποιος ρασεύ΄ απ΄ όξου κι άμα δε γλέπου στράτα; Ποιόν θα γλέπου; Τα ντβάρια; Σπίτια είνι αυτά ή φυλακές;
Πήγαμι στο σπίτ΄ τ΄ Μκόλα κι ήταν ένα κορτσούλ΄ απ΄ όξου κι έκρινι μι έναν απού ήταν μέσα κι τον ήγλιπι από ένα μηχάνημα που το λεν θυροτηλέφωνο. Τι να το κάμω ιγώ το θυροτηλέφωνο; Δε μι χρειάζ! Περνάει ο Μίχος, σουρίζ. Περνάει ο Γούλας, φουνάζ΄. Τηρώ από το παραθύρ΄ κι τς γλέπου κι δε μι χρειάζ΄το θυροτηλέφωνο. Κι το Μήτσιο τα΄Κουρκουλόζ΄ που κρύβιτι οπίσ΄ απ΄τ΄ αγκωνάρ΄ για να μι σκιάξ, πάλι τον γλέπου κι πααίνου απού πίσ΄ κι τον σκιάζω ιγώ. Αφκι που ιγώ τα γλέπου έγχρωμα κι το θυροτηλέφωνο τα δείχν΄ ασπρόμαυρα.
Για να παν από τον έναν τον τόπο στον άλλον, κατιβαίνουν σι κάτ΄ λαγούμια που τα λεν μετρό, σουρβουλιάζουντι όλ΄ μέσα σι ένα τραίνο κι μι τ΄ αυτό πααίνουν, ου ένας ουπάν΄ στον άλλον, μέσα απ΄ τα λαγούμια. Ικεί μόνι μ΄άρεσαν οι σκάλες που πααίνουν μοναχές τες, άλλες κατά σιαπάν κι άλλες κατά σιακάτ΄. Ανάφκα κι κατέφκα κάμποσες φορές κι μ΄άρεσιν. Ιγώ όπ΄ είνι να πάου, καβαλκεύου τουν Ψαρρή, λέω καλημέρα σι όποιον σταυρώνου κι χαίρουντι τα μάτια μ΄. Γλέπου δέντρα, γλέπου λούδια, γλέπου βνά, ακούω πλιά να κελαηδούν, όπ΄ θέλω σταματώ κι όπ΄ θέλω κινώ. Αυτοί τι γλέπουν μέσα απ΄το λαγούμ΄; Άφκι που ικεί πήραν κι το πορτοφόλ΄ από τ΄ μπάμπου μ΄. Καλά που δεν είχι μέσα παράδις. Για τα΄αυτό σας λέου: Ντράμστα κι πάλι Ντράμστα, στον παράδεισο ζούμι κι δεν το ξέρουμι.
Τ΄ν άλλ΄ τ΄ν Παρασκιβή, θα σας πω κι άλλα!
Κωνσταντίνος Τσιαμίτης