Καλημέρα πιδιά μ΄καλά!! Ταχιά τ΄ χαραή, σήντας λαλήσ΄ ου πέτνους τ΄ Γούλα (ου βράχνιαβος, γιατί έχ΄ κι άλλον αλλά δεν ακούητι πουλύ, γιατί έχ΄χαμπλά ντεσιμπέλια), θα σαμαρώσω τον Ψαρρή, θα ρίξω πανοσάμαρα κι τ΄ν κόκκιν΄τ΄ φλοκάτα κι θα κατέβου στ΄ν Άι Μαρίνα, στο Τσοτύλ΄.
Τον άλλαξα από τα ιχτέ κι το φόρτωμα κι τς αμπασκάλες. Πήρα μια κινούρια τριχιά από το Σουτήρ΄, που παρλατίζ΄ στον ήλιου. Κάρφουσα κι ένα πέταλο στο πίσω το κουτσάκι, για να τό ΄χω όπως έχους τς ρεζέρβες στα αμάξια. Αχρείαστο να νι. Δεν ξέρς΄ πότι μπουρεί να χρειαστεί. Μπορεί να τον φύ’ει καένα πέταλλο κα τ΄ν Τσιάρστα κι άιντι να βρεις βουλκανιζατέρ.
Θα αφήκου τον Ψαρρή στ΄ Παπούλια το χάν΄ κι θα τσακώσω το καλύτερο το τραπέζ΄ στ΄ Χρηστάκ΄ του Καφενείου. Θα αφήκου τον τρουβά ουπάν στ΄ν καρέκλα για να μη το τσακώσουν άλλ΄ κι θα πάω ίσια στο Διαμάντ΄. Εσπρέσσο φρέντο μέτριο, μετά καστανής σακχάρεως, απ΄ λέει κι ου φίλος μ΄ ου Κώτσιους ου Πουλιόπουλος, που καθομέστι καμμιά φορά αντάμα. Μόνι που κάθουμι από τ΄ μεριά που φ’σάει, για να μη μ΄ έρητι ου καπνός, γιατί τ΄ν τσιγάρα δεν τ΄ βγάν΄ απ΄ το στόμα τ΄. Σα σώσου κι από τ΄ ικεί κι από το Χρηστάκ΄, θα πάω να πάρω ένα γκουτζιούν. Μ΄ είπι η μπάμπου να τηρήσου να νι λοχερό κι να ΄χει τα φτιά κατά σιαπάν΄. Κι πέρσ΄ τέτοιο γύρεψα, αλλά μ΄είπι αυτός που τα π’λούσι ότι ιγώ γυρεύου ταουσιάνο κι όχ΄ γκουτζιούν΄ κι μούλουξα!
Ύστιρα θα πάω κι από το Ντάνη, να με φκιάσ΄ μια νιφτήρα γιατί αυτήν από χουμι τρύψι κι ξεπλαζίζεται η μπάμπου να κουβαλάει νερό να τ΄ γιουμών. Θα ψ’νήσου κι σαπούν΄ κι λάδ΄ κι άλας για το Χ΄μώνα κι σώθκι η δ’λειά. Θα δώσω ότ΄ παράδες πήρα από το Σίμο, απ΄ το γάλα που τον δίνου, κι μι ότ΄ απομείν΄, θα πάω στο Ζήσ΄ τον Πράππα κι θα φκιάσου ένα ζιαφέτ΄ που άλλο τέτοιου δε γίγκιν.
Θα φορτώσου τα πράματα στο Γκουμπούρα κι όταν σώσουμι, κι από τ΄ ικεί μι τ΄ν ώρα μ΄, θα κινήσου για του χωριό, για να μι μι πάρ΄ καένας το γκουτζιούν. Αφού γένουν όλα αυτά, θα καητιρούμι τ΄ χ΄νοπωριάτικ΄ τ΄ν Άι Μαρίνα, για να αφήκουμι ότ΄ παράδες θα μάσουμι από τα κάστανα κι τς κάχτες. Κι μι τ΄αυτά κι μι τ΄αυτά γκυλνιούντι τα χρόνια κι ημείς τρανεύουμι, αλλά σαν καλά περνούμι.
Κωνσταντίνος Τσιαμίτης