Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, άρχισε να γράφεται μία ακόμη λαμπρή σελίδα της ένδοξης ιστορίας του ελληνικού έθνους.
Ήταν λίγο μετά τις 03:00, όταν ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα επέδωσε στα χέρια του Έλληνα Πρωθυπουργού, Ιωάννη Μεταξά, το ιταμό τελεσίγραφο ζητώντας του την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους, στο πλαίσιο των δυναμικών προσαρτήσεων νέων χωρών, για να λάβει κατάματα την απάντηση στα γαλλικά: «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο!». Οι προσπάθειες μάλιστα του Ιταλού Πρέσβη να μεταπείσει τον Έλληνα Πρωθυπουργό διεκόπησαν από τον τελευταίο με το ιστορικό και υπερήφανο «ΟΧΙ!».
Ο Ιωάννης Μεταξάς απευθυνόμενος με διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό τον καλεί να «εγερθεί σύσσωμο» και να αγωνιστεί για την Πατρίδα, τις γυναίκες και τα παιδιά του, και τις Ιερές μας Παραδόσεις. Το διάγγελμα έκλεινε με τη φράση: «Νυν υπέρ πάντων ο αγών!». Ο Έλληνας πρωθυπουργός εκείνη τη στιγμή είχε εκφράσει τα αισθήματα και τη θέληση ολόκληρου του ελληνικού λαού∙ την άρνηση της υποταγής.
Στις πεντέμισι το πρωί της ιδίας ημέρας, μισή ώρα πριν την εκπνοή του τελεσιγράφου, τα ιταλικά στρατεύματα, που είχαν ήδη καταλάβει την Αλβανία από τον Απρίλιο του 1939, αποκαλύπτοντας έτσι τα ιταλικά σχέδια στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, εκδήλωσαν μαζική επίθεση, εισβάλοντας στην Ήπειρο, την Πίνδο, τη βορειοδυτική Μακεδονία και βομβαρδίζοντας τη Σαλαμίνα, το Σκαραμαγκά, τον Πειραιά και την Πάτρα.
Η ιταλική αυτή επίθεση ήταν το αποκορύφωμα των φασιστικών προκλήσεων, που είχαν αρχίσει το καλοκαίρι του ιδίου έτους, με συστηματικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και κλιμακώθηκαν στις 15 Αυγούστου με τον τορπιλισμό της «Έλλης» στο λιμάνι της Τήνου, κατά τους εορτασμούς της Παναγίας.
Όταν, λοιπόν, το πρωί της 28η Οκτωβρίου έγινε γνωστό σ’ όλο τον ελεύθερο κόσμο ότι η Ελλάδα είχε απορρίψει με τόσο υπερήφανο τρόπο το ιταλικό τελεσίγραφο, ένας βαθύτατος σεβασμός για τη μικρή αυτή χώρα κατέκτησε όλους τους ελεύθερους ανθρώπους. Και μετά ο σεβασμός μετατράπηκε σε θαυμασμό, όταν οι πρώτες ελληνικές νίκες άρχισαν να γίνονται γνωστές. Ο ενθουσιασμός του στρατού και η ομόφωνη θέληση όλου του λαού για αντίσταση επιτρέπουν στους Έλληνες όχι μόνο να αντιμετωπίσουν την επίθεση με επιτυχία, αλλά και να περάσουν αμέσως στην αντεπίθεση!
Η μάχη της Ελλάδας κράτησε συνολικά 216 ημέρες: από την 28η Οκτωβρίου του 1940 έως την 31η Μαΐου του 1941, οπότε έληξε κάθε οργανωμένη αντίσταση στην Κρήτη. Από τις 216 αυτές ημέρες, οι 160 καλύπτουν το νικηφόρο πόλεμο της Ελλάδας εναντίον της Ιταλίας μόνης, οι 25 την ηρωική άμυνα των ελλήνων στρατιωτών, με τη συμμετοχή και μερικών αγγλικών μονάδων, απέναντι στις συνδυασμένες επιθέσεις της Ιταλίας και της Γερμανίας και οι 31 την ύστατη τακτική αντίσταση των Ελλήνων, μαζί με αγγλικές μονάδες, κατά των γερμανικών δυνάμεων στην Κρήτη.
Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος διακρίνεται σε τρεις βασικές περιόδους: Κατά την πρώτη οι ελληνικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν την επίθεση του ιταλού εισβολέα αμυνόμενοι του «επί πατρίου εδάφους». Κατά τη δεύτερη ο ελληνικός στρατός εξαπολύει μεγάλη επίθεση κατά των Ιταλών με αποτέλεσμα να διεισδύσει βαθιά στο έδαφος της Βόρειας Ηπείρου και να καταλάβει μια σειρά από σημαντικές πόλεις, όπως την Κορυτσά, τη Μοσχόπολη, το Πόργαδετς, το Αργυρόκαστρο και τους Αγίους Σαράντα. Στο τέλος του έτους οι Ιταλοί βρίσκονται απωθημένοι 60 χιλιόμετρα πέρα από τα αλβανικά σύνορα. Και, κατά την τρίτη περίοδο οι Έλληνες συνεχίζουν την προέλασή τους βαθιά στο αλβανικό έδαφος και συντρίβουν τη σφοδρή «εαρινή επίθεση» των Ιταλών, την οποία παρακολουθούσε ο ίδιος ο Μουσολίνι. Σε διάστημα έξι μηνών οι Ιταλοί υφίστανται βαριές ήττες, και μάλιστα με εξοπλισμό πολύ ανώτερο και αριθμητική δύναμη πολύ μεγαλύτερη από των Ελλήνων.
Στις 6 Απριλίου του 1941, η ισχυρότερη πολεμική μηχανή που είχε ποτέ γνωρίσει ο κόσμος, η ναζιστική Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ, η οποία νωρίτερα είχε σαρώσει μία σειρά από ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ των οποίων το Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γαλλία, συντρίβοντας ταυτόχρονα τη γιουγκοσλαβική αντίσταση, χτυπά την Ελλάδα. Την πρώτη και μόνη τότε χώρα του κόσμου που βρισκόταν σε ταυτόχρονη πολεμική αναμέτρηση και με τις δύο ευρωπαϊκές δυνάμεις του Άξονα. Ο ελληνικός στρατός, υπερασπιζόμενος τα μακεδονικά οχυρά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, περικυκλώνεται και μετά από ηρωική αντίσταση αναγκάζεται να υποκύψει. Η αντίσταση όμως στην Κρήτη κρατά ακόμη, ως τις 31 Μαΐου του 1941.
Η συμβολή της ελληνικής αντίστασης στη συμμαχική νίκη κατά της ιταλογερμανικής εισβολής αναγνωρίζεται γενικά. Οι ελληνικές επιτυχίες στην Αλβανία συνιστούν την πρώτη νίκη των συμμάχων, τη στιγμή που ο Άξονας φαινόταν πανίσχυρος, ενθαρρύνουν τους άλλους διστακτικούς λαούς, καταστρέφουν το γόητρο του Μουσολίνι και επηρεάζουν ακόμη περισσότερο τη στάση του αμερικάνικου λαού. Η αντίσταση στην Κρήτη προκαλεί την καταστροφή εκλεκτών γερμανικών δυνάμεων και ο Χίτλερ αναγκάζεται να αναβάλει για ζωτικό χρονικό διάστημα την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Έτσι, μετά τον Άγγλο Υπουργό Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν, ο οποίος δήλωσε ότι η γενναιότητα και η αποφασιστικότητα των ελληνικών στρατευμάτων κέρδισαν τον θαυμασμό των ελεύθερων λαών του κόσμου, ο ίδιος ο Χίτλερ, μιλώντας στο ¨Κοινοβούλιό¨ του, δήλωσε ότι η ιστορική δικαιοσύνη τον υποχρεώνει να αναφέρει πως, απ’ όσους αντιμετώπισε, οι Έλληνες πολέμησαν με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία. Τέτοια αναγνώριση και από τις δύο πλευρές της μεγαλύτερης σύρραξης στην Ιστορία δεν υπήρξε άλλη σε ολόκληρο τον Πόλεμο!
Δυστυχώς ακολουθεί η κατοχή της Χώρας μας από τρεις δυνάμεις: τη γερμανική, την ιταλική και τη βουλγαρική, που χαρακτηρίζεται από τη δέσμευση όλων των αγαθών, του φυσικού πλούτου και της παραγωγής, και την εμφάνιση καλπάζοντος πληθωρισμού και μαύρης αγοράς. Η όλη αυτή κατάσταση είχε ως συνέπεια τον υποσιτισμό του ελληνικού λαού και την πείνα, επιφέροντας το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.
Ο ελληνικός λαός αντιμετωπίζει αυτήν τη ζοφερή κατάσταση χωρίς να χάσει το θάρρος και την αγωνιστική του διάθεση. Η πάλη για την επιβίωση οδήγησε στη γέννηση της Εθνικής Αντίστασης.
Τιμώντας, λοιπόν, την επέτειο της 28η Οκτωβρίου 1940, η οποία για πρώτη φορά γιορτάστηκε επίσημα στις 28 Οκτωβρίου του 1944, η Πατρίδα μας γιορτάζει την είσοδό της στον πόλεμο, ενώ οι περισσότερες άλλες χώρες γιορτάζουν την ημερομηνία λήξης του πολέμου.
Το «ΟΧΙ» του Ιωάννη Μεταξά και σύσσωμου του ελληνικού λαού συνιστά, αναμφισβήτητα, μια βαριά ιστορική κληρονομιά. Μια λέξη, μόλις τριών γραμμάτων, που όμως αποτελεί μοναδικό προνόμιο, αλλά και ιδιαίτερη ευθύνη. Προνόμιο, γιατί αποτελεί γνώμονα για το μέλλον, και ευθύνη, διότι χρέος όλων μας είναι να διαφυλάξουμε τα ιδανικά του Έθνους μας και την ακεραιότητα της Πατρίδας μας, και να την παραδώσουμε στις επόμενες γενιές ακόμη πιο ασφαλή, πιο ισχυρή, πιο ευημερούσα. Μία Πατρίδα ρυθμιστή των διεθνών εξελίξεων και όχι υποχείριο των διαφόρων συμφερόντων.
Στα ταραγμένα χρόνια που βιώνουμε η ιστορική μνήμη της Εθνικής μας Εποποιίας 1940 – 1944 είναι εξαιρετικά πολύτιμη. Ανακαλώντας την θα πρέπει να αφυπνιζόμαστε και να οπλιζόμαστε με ψυχικό σθένος, να αντιστεκόμαστε σ’ όσους αμφισβητούν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και να τούς υπενθυμίζουμε τα λόγια του Γάλλου Στρατηγού Ντε Γκωλ «…Ο Αγών της Ελλάδος, τα κατορθώματά της δημιουργούν γι’ αυτήν δικαιώματα αναμφισβήτητα» και του Άγγλου Στρατάρχη Χάρολντ Αλεξάντερ «…Πρέπει να αποτίσω φόρο τιμής στην ανδρεία των υπερασπιστών των οχυρών στη Μακεδονία και στη Θράκη. Οι οποίοι, αν και τελείως αποκομμένοι, πολέμησαν μέχρις εσχάτων. Αυτοί ήταν πραγματικοί άνδρες και… οι άθλοι τους ζουν και θα ζουν, όσο στον κόσμο μας ζουν και ανασαίνουν ελεύθεροι άνθρωποι…».
Ζήσης Πλούσκας
Πτυχιούχος του Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών (Π.Δ.Μ.)
Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στις Γλώσσες και τον Πολιτισμό των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Π.Δ.Μ.)
1 comment
Γι’ αυτό λέμε ότι χωρίς Ηγέτη, δεν μπορεί να κάνει τίποτε μόνος του ο λαός. Χρωστάμε το ΟΧΙ στον Εθνάρχη Ιωάννη Μεταξά. Και σήμερα υπάρχει πατριωτισμός, αλλά η κυβέρνηση δοσιλόγων είπε ναι στην προδοσία της Μακεδονίας, και ο λαός δεν μπορεί να την σταματήσει.