Ιωάννης Τσιαμήτρος
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας επικεντρώσαμε το ενδιαφέρον στην ετυμολογία της λέξης ‘Κο(υ)πατσαραίοι’, παραθέσαμε απόψεις για το ερώτημα της καταγωγής των ‘Κο(υ)πατσαραίων’ και αναφέραμε ονομαστικά τα χωριά, σύμφωνα με τις απόψεις ορισμένων ερευνητών. Επίσης αναφερθήκαμε στη γαιοκτησία (καθεστώς), τη διοίκηση και την οργάνωση της ζωής των κατοίκων της περιοχής στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και στον 20ο αιώνα. Στο παρόν σημείωμα συνεχίζουμε με τις μορφές οργάνωσης των κτηνοτρόφων μέχρι σήμερα, με τις ‘κλαδαριές’ και με κάποια γενικά στοιχεία για τη ‘ταυτότητα’ τους σε σχέση με τους γείτονές τους.
Όπως είπαμε, το παλιό τσελιγκάτο αντικαταστάθηκε (περίοδος αγροτικής μεταρρύθμισης – Εμφύλιος) από συνεργατικές μορφές οργάνωσης των κτηνοτρόφων, πιο δίκαια οργανωμένες. Οι ‘Κο(υ)πατσαραίοι’ ακόμα το έλεγαν ‘τσελιγκάτο’ (π.χ. Δοτσικό), όμως στην ουσία ήταν κτηνοτροφικές μονάδες (συνεταιρισμοί) συνεργασίας διευρυμένων οικογενειών. Μάλιστα στο Μέγαρο και αλλού χρησιμοποιούσαν και τον όρο φαλκάρ(ι). Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι οι Βλάχοι χρησιμοποιούσαν τη λέξη αυτή για ομάδα κτηνοτροφικών οικογενειών (άνθρωποι & βιός) [fălcare στην αρωμουνική σήμαινε ομάδα οικογενειών που συνδέονταν με μακροχρόνιες ή και συγγενικές σχέσεις και που είχε αρχηγό έναν čelnic (P.S. Nasturel)]. Επίσης, Φαλκάρι: ο αριθμός διευρυμένων κτηνοτροφικών πατριαρχικών οικογενειών με όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία (ζωικό κεφάλαιο) [διδακτορική διατριβή με τίτλο ‘Εφαρμογή γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών για την καταγραφή και μελέτη ιστορικών συγκοινωνιακών δικτύων: Η περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας’, Κωνσταντίνα Δ. Ντάσιου, διπλωματούχος Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Α.Π.Θ.].
Όμως, μεταπολεμικά το νοικοκυριό (πυρηνική ή διευρυμένη οικογένεια) ήταν πλέον η μικρότερη παραγωγική ποιμενική ομάδα και το ‘τσελιγκάτο΄ αποτέλεσε παρελθόν. Σήμερα στους μεταβατικούς (μετακινούμενα κοπάδια-διεθνής όρος transhumance) κτηνοτρόφους και στους εδραίους κτηνοτρόφους και γεωργούς έχει κυριαρχήσει η μορφή της (μονο)πυρηνικής οικογένειας σε βάρος της διευρυμένης οικογένειας (συνύπαρξη τριών γενεών), που αποτελεί τον κανόνα τώρα στα ‘Κο(υ)πατσαροχώρια’. Για να το πούμε πιο απλά, τώρα κάθε οικογένεια είναι πλέον ανεξάρτητη (πατέρας- μητέρα- παιδί- παιδιά). Πρέπει να σημειωθεί η ανθεκτικότητα της μεταβατικής κτηνοτροφίας την περίοδο 1925-1960, παρά τα προβλήματα από την αγροτική μεταρρύθμιση και τον εμφύλιο πόλεμο. Ακόμα και σήμερα η μεταβατική κτηνοτροφία αποτελεί μια οικονομική δραστηριότητα, που συμβάλλει στην αξιοποίηση των ορεινών περιοχών.
Οφείλουμε να πούμε ότι μετά το 1991, η φθηνή εργατική δύναμη των αλβανών μεταναστών έχει μεγάλη σημασία για την κτηνοτροφία, όπως σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Επίσης οι γυναίκες δεν ασχολούνταν πολύ με την κτηνοτροφία (μόνο στους οικονομικά ασθενέστερους η γυναικεία εργασία ήταν συνηθισμένο φαινόμενο).
Σήμερα στα Άνω ‘Κο(υ)πατσαροχώρια’ (π.χ. Δοτσικό) δεν ασκείται σχεδόν η παραμικρή αγροτική δραστηριότητα και οι κοινοτικές γαίες είναι βοσκοτόπια. Οι απόγονοι των μεγάλων κτηνοτρόφων έχουν εδώ και αρκετό καιρό εγκαταλείψει τη κτηνοτροφία για χάρη της αστικής ζωής κι έχουν εγκατασταθεί στις πόλεις (κυρίως Λάρισα).
Δεν πρέπει να παραλείψουμε τις κλαδαριές, όσον αφορά τη διατροφή των ζώων. Ήταν ένα παραδοσιακό μέσο χειμερινής ζωοτροφής και μάλιστα βασικό για τους ‘Κο(υ)πατσαραίους’ περισσότερο με μόνιμη (εδραία) κτηνοτροφία. Κλαδαριές, εκτός των ‘Κο(υ)πατσαραίων’, χρησιμοποιούσαν και οι γειτονικές πληθυσμιακές ομάδες (Χάσια, Βέντζια κ.ά.). Πρόκειται για έναν τρόπο αποθήκευσης του φυλλώματος (κλαδιών) της βελανιδιάς σε δεμάτια. Παλιότερα υπήρχαν δύο μορφές «κλαδαριάς». Στη πρώτη μορφή τα δεμάτια με τα κλαδιά (γνωστά ως παταριές) τοποθετούνταν πάνω σε ένα διχαλωτό δέντρο (γνωστό ως σκαρί). Στη δεύτερη, αυτά στοιβάζονταν γύρω από ένα απογυμνωμένο από τα φύλλα δέντρο ή ένα μακρύ ξύλο (γνωστό ως ξύλο ή παλούκι), το οποίο στερεωνόταν στο χώμα. Για ευνόητους λόγους, δεν θα υπεισέλθουμε σε περαιτέρω ανάλυση της κατασκευής αυτών. Οι ‘Κο(υ)πατσαραίοι’ υποστήριζαν ότι τα φυλλώματα της βελανιδιάς είναι εξαιρετικά ωφέλιμα για τα ζώα. Οι κλαδαριές ως βασική διατροφή διατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1960, και εγκαταλείφθηκαν σχεδόν οριστικά με την εισαγωγή του τριφυλλιού στη δεκαετία του 1970. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα οικογένειες που χρησιμοποιούν κλαδαριές ως συμπληρωματική ζωοτροφή.
Αξίζει να αναφερθεί ένα απόσπασμα της Περίληψης της μεταπτυχιακής διατριβής της Μήτκα Αικατερίνης, δασολόγου που αναφέρθηκε προηγούμενα: «…Από τα χωρικά δεδομένα που προέκυψαν σε συνδυασμό με τις δημογραφικές και κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην περιοχή προέκυψε ότι η εγκατάλειψη των παραδοσιακών γεωργικών, κτηνοτροφικών και δασοκομικών πρακτικών, ο εκσυγχρονισμός τους και η στροφή των κατοίκων σε άλλες ασχολίες ναι μεν προκαλούν μεταβολές και τάσεις πύκνωσης στο τοπίο, δεν αλλοιώνουν, όμως, σε μεγάλο βαθμό την ποικιλομορφία του…».
Ταυτότητα. Καταρχάς, είναι παρακινδυνευμένο να μιλάμε για «εθνοτική ομάδα» (σ.σ. μερικοί το κάνουν, ιδιαίτερα για τους Βλάχους). Ο Ε. Καραμανές είναι σαφής σε αυτό το θέμα: ‘…Συμπερασματικά υποστηρίζουμε ότι η χρήση του όρου «εθνοτική ομάδα» στο μακεδονικό πλαίσιο είναι, πολύ συχνά, καταχρηστική…’ (σελ. 390).
Οι κάτοικοι των ‘Κο(υ)πατσαροχωρίων’ δεν αντιλήφθηκαν ποτέ την τοπική τους ταυτότητα ως ένα πλαίσιο που περιόριζε ή όριζε τη δράση τους. Εξάλλου, η ταυτότητα αυτή δεν διαμορφώθηκε ποτέ ιστορικά από κάποια εξουσία. Ο Ε. Καραμανές γράφει σχετικά στον επίλογο του βιβλίου (σελ. 399): «…Όπως προέκυψε από την έρευνα, οι Κοπατσαραίοι δεν διαθέτουν κάποιο «κέντρο» οικονομική ή διοικητικό. Τα κέντρα αναφοράς των κατοίκων για οικονομικούς και διοικητικούς λόγους, όπως τα Γρεβενά, η Κοζάνη, το Τσοτίλι, η Νεάπολή Βοΐου, βρίσκονται εκτός της περιοχής τους. Επίσης οι κάτοικοι όλων των χωριών δεν επισκέπτονταν, για παράδειγμα, τις ίδιες εμποροπανηγύρεις (παζάρια)…».
Αυτό που τους διαφοροποιεί από τους γείτονές τους είναι οι επιλογές τους, καθώς και οι στρατηγικές που υιοθέτησαν, κυρίως σε σχέση με την οργάνωση της παραγωγής. Αυτές οι επιλογές και οι στρατηγικές εγγράφονται στη μακρά διάρκεια του παραδοσιακού πολιτισμού και έχουν άμεση σχέση και με τους περιορισμούς που θέτει το φυσικό περιβάλλον της περιοχής.
Η τοπική ταυτότητα και η θέση κάθε πληθυσμιακής ομάδας μέσα στον χώρο είναι το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας ιστορικής διαδικασίας. Οι κάτοικοι κάθε πληθυσμιακής ομάδας αντιλαμβάνονται τη πραγματικότητα με ένα συγκεκριμένο τρόπο, στον οποίο η εμπειρία του παρελθόντος έχει αποκρυσταλλωθεί. Θα αναφερθούμε συνοπτικά – με απτές ενδείξεις και παραδείγματα – στις δυο γειτονικές ορεινές πληθυσμιακές ομάδες: Βλάχους και ‘Κο(υ)πατσαραίους’.
Οι Βλάχοι είχαν μεγάλη ημινομαδική κτηνοτροφία (αλπική ζώνη), ενώ στα ‘Κο(υ)πατσαροχώρια’ παρατηρείται συνδυασμός ημινομαδικής, εδραίας (μόνιμης) κτηνοτροφίας (ζώνη βελανιδιάς) και μικρής γεωργικής καλλιέργειας με εκτεταμένη χρήση κλαδαριών (εξηγήσαμε τι είναι αυτές προηγουμένως). Παρατηρείται, επίσης, σε αυτούς (‘Κο(υ)πατσαραίους’) και πολυαπασχόληση (και άλλα επαγγέλματα) για λόγους επιβίωσης, ιδιαίτερα μεταπολεμικά. Έχουμε, δηλαδή, μια οικονομική συμπληρωματικότητα. Η διατήρηση μάλιστα της αγροτικής δραστηριότητας έχει σήμερα μεγάλη σημασία για τους αυτούς.
Οι ‘Κο(υ)πατσαραίοι’ έχουν μια σημαντική διαφοροποίηση της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασής τους (π.χ. γενικά ‘Κο(υ)πατσαραίοι’ – περισσότερο φτωχοί, πιο ευέλικτη κοινωνία, ενώ Βλάχοι – πιο πλούσιοι, περισσότερο ιεραρχημένη και αυστηρή κοινωνία. Ακόμα οι ‘Κο(υ)πατσαραίοι’ βρίσκονται σε χαμηλότερο υψόμετρο και διασχίζονται από τις εμπορικές και κτηνοτροφικές στράτες των Βλάχων).
(συνεχίζεται)