Το Μιχάλη Παπακωνσταντίνου τον γνώρισα «εξ ακοής» από τον πατέρα μου και τη γιαγιά του Ρούσα το 1948, όταν ήμουνα παιδάκι 8 χρονών. Τότε που ο εμφύλιος βρισκόταν σε μεγάλη έξαρση και πολλά χωριά της πατρίδας μας δεν είχαν δάσκαλο, εξαιτίας της γενικής επιστράτευσης των ανδρών, που είχαν την κατάλληλη ηλικία για πόλεμο. Αυτό συνέβη και με το δάσκαλο του χωριού μου, την Αγία Παρασκευή Κοζάνης. Είχα τελειώσει την Α΄ Δημοτικού το καλοκαίρι του 1947 και την επόμενη σχολική χρονιά (1947-48), εξαιτίας της απουσίας του δασκάλου, έβοσκα τα προβατάκια μας ή έπαιζα με τα άλλα παιδιά στις αλάνες του χωριού. Το Σεπτέμβριο του 1948 ο πατέρας μου για να μη χάσω και άλλη χρονιά με έστειλε διαδοχικά στα Δημοτικά Σχολεία της Λευκοπηγής, λίγο μετά του Πρωτοχωρίου και στο τέλος κατέληξα στο Δημοτικό Σχολείο του Κρόκου, όπου τελείωσα τη Β΄ τάξη. Από τον Κρόκο μια πρώτη ξαδέρφη του πατέρα μου, στο σπίτι της οποίας ήμουνα φιλοξενούμενος, με έφερνε στην Κοζάνη κατά τις διακοπές και τις μεγάλες γιορτές και με άφηνε στο σπίτι της γιαγιάς του Μιχάλη, της Ρούσας Δαρδούφα.
Η γιαγιά η Ρούσα τότε είχε γίνει και για μένα γιαγιά, αφού με φρόντιζε και με περιποιούνταν σαν να ήμουνα ο δικός της εγγονός. Μ’ έβλεπε μάλιστα σαν το Μιχαλάκη, έτσι αποκαλούσε και αυτή και ο πατέρας μου το Μιχάλη, που αυτό τον καιρό υπηρετούσε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός τη στρατιωτική του θητεία. Το στόμα της γιαγιάς Ρούσας έσταζε μέλι, όταν μιλούσε για το Μιχάλη. Εδώ στη γιαγιά ερχόταν από το χωριό ο πατέρας μου και με έπαιρνε και πηγαίναμε στο σπίτι μας.
Η σχέση της οικογένειάς μου με τους γονείς του Μιχάλη είναι πολύ παλιά. Από τους παππούδες μας. Πατέρας του Μιχάλη ήταν ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος ήταν γαμπρός της Ρούσας Δαρδούφα στην κόρη της Ελένη. Ήταν γόνος παλιάς κοζανίτικης οικογένειας και μεγάλος αλευροβιομήχανος της Κοζάνης. Η καταγωγή του κρατούσε από το Διδάσκαλο της Σχολής της Κοζάνης Στέφανο Σταμκίδη, που ήρθε στην Κοζάνη στα 1808 από τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός της Κοζάνης Παν. Λιούφης. Ο Σταμκίδης είχε γιο τον Κωνσταντίνο, που έγινε παπάς και αποκαλούνταν Παπακωνσταντίνος. Απ’ αυτόν όλοι οι απόγονοι πήραν το επώνυμο Παπακωνσταντίνου. Ο παππούς του Μιχάλη, ο Μιχαήλ Κων. Παπακωνσταντίνου, εγγονός του Σταμκίδη, ασχολήθηκε με το μετακομιστικό εμπόριο και στο τέλος αποκαταστάθηκε ως έμπορος σιτηρών και όπως μας λέει ο Λιούφης «δια της ικανότητός του και περισσής ευφυΐας ευπορήσας συνέστησε τραπεζικόν γραφείον, επεξέτεινε τον κύκλον των εργασιών και νυμφευθείς την θυγατέρα Δήμου Πολυζούλη, εμόρφωσεν εξαιρέτως τα τέκνα αυτού επίζηλον θέσιν νυν κατέχοντα εν τη κοινωνία….». Αυτά γράφονται στα 1924.
Ο Μιχαήλ Κων. Παπακωνσταντίνου στο χωριό μου, την Αγία Παρασκευή, και στο διπλανό χωριό την Καρυδίτσα είχε στην κατοχή του πολλά κτήματα. Γύρω στα 1880 κατασκεύασε ένα μεγάλο νερόμυλο μέσα στα κτήματά του, που διατρέχονταν από τα πολλά νερά της «Μάνας» της Λευκοπηγής και του ρέματος του Πρωτοχωρίου και άλεθε τα σιτηρά όλων των γειτονικών χωριών, αλλά τροφοδοτούσε με άλευρα και τα τουρκικά στρατεύματα, που αυτό τον καιρό είχαν πλημμυρίσει την Κοζάνη. Ο Μιχάλης μου έλεγε συχνά, όταν κάναμε κουβέντα για τους μύλους, ότι ο παππούς του έβγαλε πολλά χρήματα απ’ αυτόν το μύλο.
Ο Μιχάλης και εγώ στο γραφείο του στην Αθήνα (14.11.2005)
Ο πατέρας του Μιχάλη ήταν ο τρίτος γιος του πολύτεκνου Μιχαήλ Κων. Παπακωνσταντίνου (είχε επτά παιδιά, πέντε αγόρια και δυο κορίτσια) και ο μοναδικός που ασχολήθηκε με τις εργασίες του πατέρα του. Ήθελε να επεκτείνει τις ασχολίες του πατέρα του και το 1929 άρχισε την κατασκευή ενός μεγάλου νερόμυλου στην ίδια περιοχή και λίγο παρακάτω από το μύλο του πατέρα του, στα σύνορα Αγίας Παρασκευής και Μηλιάς(παλιό Μηλωτήνι). Ένα τετραώροφο κτίριο μέσα σε μια βαθιά χαράδρα, τα ερείπια του οποίου σώζονται ως σήμερα. Δυστυχώς ο μύλος αυτός δούλεψε μόνο δυο χρόνια. Σταμάτησε να δουλεύει εξαιτίας της ανομβρίας των ετών 1933 και 1934. Τα δάνεια του Γιώργου Παπακωνσταντίνου, που ήταν σε ελβετικό νόμισμα, ήταν πολλά και εξαιτίας της οικονομικής κρίσης του 1929 χρεοκόπησε.
Στους δυο μύλους της οικογένειας Παπακωνσταντίνου εργάστηκαν ως μυλεργάτες πολλοί από τους προγόνους μου. Έτσι οι σχέσεις των οικογενειών μας ήταν παλιές και πολύ φιλικές. Το σπίτι μας στο χωριό φιλοξενούσε πάντοτε τους προγόνους του Μιχάλη και οι δικοί μου πρόγονοι και γονείς έμπαιναν και έβγαιναν στα σπίτια τους στην Κοζάνη σαν καλοί και πιστοί φίλοι. Αυτή η αμοιβαία φιλία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Ας επιστρέψουμε όμως στο «Μιχαλάκη». Την άνοιξη του 1952 ήρθε στο χωριό ο πατέρας του Μιχάλη για να πουλήσει τα τελευταία 30 στρέμματα χωράφια και αμπέλια που κατείχε και βρίσκονταν γύρω από το μύλο του πατέρα του. Τότε, στα 1952, συνάντησα τον πατέρα του Μιχάλη και άκουγα τον πατέρα μου να τον ρωτάει τι κάνει ο Μιχαλάκης και πότε θα επιστρέψει από την Αγγλία, όπου έκανε τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Ο Γιώργος απάντησε στις ερωτήσεις του πατέρα μου ότι ο Μιχαλάκης όπου νάναι έρχεται από την Αγγλία και θα δικηγορήσει στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας μου τότε του ζήτησε μόλις ο Μιχαλάκης επιστρέψει να κάνει μια βόλτα στο χωριό να τον ιδούνε.
Ο πατέρας μου είχε μια ιδιαίτερη συμπάθεια και αγάπη στο Μιχάλη. Από τα μικρά του χρόνια τον έφερνε ο πατέρας του στα κτήματα και το μύλο και ο πατέρας μου του έκανε όλα τα χατίρια. Τον παρακολουθούσε και διέβλεπε ότι αυτό το παιδί θα γίνει μεγάλος άνθρωπος! Και δεν έπεσε έξω! Τώρα στα 1948 συνεχώς μού τον πρόβαλλε σαν υπόδειγμα, όπως το έκανε και η γιαγιά του η Ρούσα. Έπρεπε να του μοιάσω! Και εγώ άκουγα από τον πατέρα μου και τη γιαγιά τη Ρούσα κάποια πράγματα, που πολλές φορές δεν καταλάβαινα. Πώς να ομοιάσω έναν άνθρωπο, που δεν τον γνώριζα καθόλου;
Την πρώτη καλή γνωριμία με το Μιχάλη την είχα στα 1953. Ήταν Αύγουστος μήνας και μόλις είχα αποφοιτήσει από το Δημοτικό Σχολείο και ετοιμαζόμουνα να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Λίγο πριν από το Δεκαπενταύγουστο ο Μιχάλης έρχεται στο χωριό και με παίρνει με το αυτοκίνητό του και πηγαίνουμε στη Θεσσαλονίκη. Στους γονείς μου είπε ότι θα με πήγαινε στη Θεσσαλονίκη για διακοπές. Οι γονείς μου είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στο Μιχάλη και δεν έφεραν καμία αντίρρηση. Σ’ όλο το δρόμο μου διηγούνταν διάφορα περιστατικά από τη ζωή του σχετικά με τις γυμνασιακές του σπουδές στην Κοζάνη και τις πανεπιστημιακές στη Θεσσαλονίκη και την Αγγλία. Μου θύμιζε κάποια γεγονότα από τους μύλους του πατέρα του, που είχε ζήσει έντονα στην εφηβική του ηλικία.
Το βράδυ φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη και με οδήγησε σ’ ένα ξενοδοχείο για να κοιμηθώ με τη δικαιολογία στη μητέρα του ότι, επειδή είχε έρθει ο αδελφός του Στέλιος από την Αμερική, όπου σπούδαζε, δεν υπήρχε χώρος για μένα στο σπίτι. Το ξενοδοχείο ήταν πίσω από την Εγνατία Οδό και στο ίδιο ύψος με το δικηγορικό του γραφείο. Ένα παράθυρο του γραφείου είχε οπτική επαφή με το ξενοδοχείο. Στο ξενοδοχείο ερχόταν τις πρωινές ώρες και με έπαιρνε στο γραφείο του, ενώ συζητούσε για αρκετή ώρα με τους κοζανίτες, που διέμειναν στο ξενοδοχείο κυρίως για τα θαλασσινά τους μπάνια. Το μεσημέρι πηγαίναμε στο σπίτι, τρώγαμε και με ξαναγύριζε στο ξενοδοχείο. Το απόγευμα ξαναερχόταν και με γύριζε στα αξιοθέατα της πόλης και κάποια βράδια σε εξοχικά κέντρα κοντά στη θάλασσα, όπου υπήρχαν πολλοί κοζανίτες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Αυτές ήταν οι πρώτες μου διακοπές και έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη μου. Και τις χρωστώ στο Μιχάλη! Από τότε ο Μιχάλης έγινε ο κηδεμόνας μου!
Μετά ήρθε ο θάνατος του πατέρα του στα 1954 και η στενοχώρια του πατέρα μου διοχετεύτηκε σ’ όλη την οικογένειά μας. Ο αρραβώνας όμως του Μιχάλη με την Τάσα Γ. Στέφου, αλευροβιομήχανου της Κοζάνης, και ο γάμος του στα 1955 μας χαροποίησε όλους.
Ο μύλος, όπως ήταν το 1960. Μπροστά η Τάσα με τον πατέρα μου και τον οδηγό της
O Μιχάλης με την Τάσα ζουν στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν θέλουν να ξεκόψουν από τη γενέτειρά τους. Ο Μιχάλης επιθυμεί διακαώς να πολιτευτεί και οι επισκέψεις στο χωριό γίνονται πολύ πυκνές. Το «μικρόβιο» της πολιτικής το είχε από μικρός. Το είχε αποδείξει και στο μύλο του πατέρα του στο χωριό, όταν ήταν μόλις 13 χρονών. Τότε, όπως διηγούνταν οι παλιοί εργάτες του μύλου, ένα μεσημέρι του Σεπτεμβρίου του 1932, ενόψει των εκλογών της εποχής, επηρεασμένος από την ομιλία του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πλατεία της Κοζάνης, μάζεψε τους εργάτες και τους μίλησε για τα πολιτικά πράγματα της πατρίδας μας, δίνοντας μάλιστα την υπόσχεση ότι αυτός κάποτε θα κυβερνήσει την Ελλάδα και θα την κάνει καλύτερη!
Έρχεται με την Τάσα στην Κοζάνη για να βλέπει τα πεθερικά του και κατεβαίνει στο χωριό. Από το χωριό με τον πατέρα μου περιτρέχει όλα τα χωριά του Τσαρσιαμπά και προετοιμάζεται για τις επόμενες εκλογές. Αυτά τα χρόνια είμαι μαθητής στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο και συμμετέχω ενεργά στις περιοδείες του Μιχάλη και της Τάσας. Οι εμπειρίες μου είναι πολύ ζωντανές. Τότε κατάλαβα τη μόρφωση και την εξυπνάδα του Μιχάλη, καθώς και το μεγαλείο της Τάσας, που δεν μπορούσα να το ερμηνεύσω. Σα φοιτητής λίγα χρόνια μετά στη Θεσσαλονίκη έμαθα ότι η Τάσα είχε αποφοιτήσει από το Γαλλικό Κολλέγιο Καλαμαρί της Θεσσαλονίκης και γι’ αυτό είχε άλλη ανατροφή, πολύ διαφορετική από τα κοζανιτόπουλα.
Το Μάρτιο του 1958 προκηρύσσονται εκλογές για τις 11 Μαΐου. Ο Μιχάλης κατεβαίνει στις εκλογές με το κόμμα Φιλελευθέρων, στο οποίο παραδοσιακά ανήκαν οι οικογένειές μας, καθώς και του πεθερού του. Η Τάσα είναι μπροστάρης. Είναι μόνο 23 χρονών, έγκυος στην πρώτη τους κόρη, αλλά δεν υπολογίζει τίποτε. Η μητέρα της την παρακολουθεί συνεχώς και της λέει να μην κουράζεται, να μη σηκώνει βάρη, να μην τρέχει πίσω από το Μιχάλη και πολλά άλλα. Εκείνη όμως είναι αεικίνητη!
Τότε ο Μιχάλης δεν εκλέχτηκε βουλευτής εξαιτίας της γενικότερης πολιτικής κατάστασης. Η Τάσα είναι αισιόδοξη. Μας μάζεψε όλους, όσοι κάναμε τον αγώνα, στο αχανές πολιτικό γραφείο και μας έκανε μια μικρή ομιλία λέγοντας ότι τώρα αρχίζει ο αγώνας και σύντομα θα βλέπαμε τι «εστί Μιχάλης».
Στη Θεσσαλονίκη σα φοιτητής ζω επί μια διετία υπό τη σκιά τους, μέχρι τις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961. Πηγαίνω στο γραφείο του, που στεγάζεται στον ίδιο χώρο, όπως το γνώρισα στα 1953, και με τις ώρες παραμένω εκεί. Κάποιες μέρες που δεν έχω μάθημα πηγαίνουμε σε διπλανές πόλεις για κάποια δίκη του, όπως στις Σέρρες, τη Βέροια, την Έδεσσα. Και οι συζητήσεις είναι για τα μαθήματα, τους καθηγητές μου, το Μανόλη Ανδρόνικο, το Γιάννη Κακριδή, το Λίνο Πολίτη και τους δικούς του καθηγητές, που κάποιοι δίδασκαν ακόμη στο Πανεπιστήμιο. Μου λέει πώς να διαβάζω. Πώς να κρατώ σημειώσεις στις παραδόσεις των καθηγητών μου. Να μη χάνω τις παραδόσεις και να τους έχω τους καθηγητές από κοντά. Όλα αυτά με βοήθησαν και έγινα καλός φοιτητής. Στο σπίτι τους πηγαίνω πολύ συχνά σα στο σπίτι μου. Μου το είχαν δώσει αυτό το δικαίωμα και κάποιες φορές το έκανα και κατάχρηση. Εντύπωση μου έκανε πάντοτε ότι, όταν γυρίζαμε στο σπίτι, συνέχεια κάτι έγραφε ή κάτι διόρθωνε. Πόσα έχω ζήσει κοντά τους! Ιδιαίτερα με την Τάσα που είχε γίνει σα δεύτερη μητέρα ή αδελφή μου.
Το Σεπτέμβριο του 1961 προκηρύσσονται εκλογές. Ο Μιχάλης και η Τάσα οργώνουν όλα τα χωριά του νομού μας. Μαζί τους και εγώ και μερικοί άλλοι πιστοί φίλοι τους. Τρέχουμε παντού, όπου και όπως μας καθοδηγεί η Τάσα. Είναι δύσκολα τα πράγματα, γιατί το κράτος ελέγχεται από ακροδεξιά στοιχεία. Η Τάσα όμως δεν υπολογίζει τίποτε! Συγκρούεται με πολλούς στα χωριά μας, ακόμη και με αστυνομικούς. Στην Αιανή έγινε το μεγάλο επεισόδιο με τον σταθμάρχη του χωριού. Σε συγκέντρωση των οπαδών μας ο αστυνόμος μας έκανε παρατήρηση ότι κάναμε πολλή φασαρία. Τότε από το μικρόφωνο φωνάζω δυνατά: «Λαέ της Αιανής, ελάτε να ακούσετε τον αυριανό υπουργό, το Μιχάλη Παπακωνσταντίνου». Κάποιος ξάδερφός μου από την Αιανή έρχεται δίπλα μου και μου λέει ότι η αστυνομία θα μου κάνει φάκελο. Πράγματι ο φάκελος έγινε και αυτό αποδείχτηκε αργότερα στο διορισμό μου. Η Τάσα, που ήταν δίπλα μου, τον άκουσε και τότε ποιος είδε το Θεό και δεν φοβήθηκε! Άρχισε να φωνάζει μέσα στο πλήθος και μόνο ο Μιχάλης την καθησύχασε.
Ο Μιχάλης, υφυπουργός Εθνικής Άμυνας, με κατοίκους του χωριού μου το Μεγάλο Σάββατο 2 Μαΐου 1964
Γίνανε οι εκλογές και ο Μιχάλης εκλέγεται βουλευτής. Αυτές οι εκλογές χαρακτηρίστηκαν σαν εκλογές βίας και νοθείας και εξαιτίας αυτού άρχισε ο Ανένδοτος Αγώνας του Γέρου της Δημοκρατίας. Μετά ήρθαν οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1963 και λίγο μετά το Φεβρουάριο του 1964 η Ένωση Κέντρου παίρνει το 53%. Ο Μιχάλης ορκίζεται Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας και οι αγώνες όλων μας δικαιώνονται. Μετά ήρθαν τα Ιουλιανά με τους αποστάτες. Τελειώνω το Πανεπιστήμιο και πρέπει να πάω στρατιώτης. Τον Ιούλιο του 1966 ετοιμάζομαι για το Κέντρο της Κορίνθου. Μένω λίγες μέρες στην Αθήνα και ένα πρωινό πηγαίνω στο γραφείο του Μιχάλη και τον βρίσκω να ετοιμάζεται να επισκεφτεί τον Αρχηγό στο Καστρί. Με παίρνει μαζί του και η χαρά μου είναι απερίγραπτη, καθώς θα έβλεπα και θα συνομιλούσα με το Γέρο της Δημοκρατίας. Φτάνουμε στο Καστρί και ο Αρχηγός μας υποδέχεται. Με συστήνει και καθώς πιάνω το χέρι του Γέρου τρέμω από συγκίνηση. Ο Μιχάλης λέει ποιος είμαι και τι πρόσφερα στον Ανένδοτο Αγώνα και ο Γέρος μας απαντάει: «Σ’ αυτούς τους νέους χρωστάμε πολλά». Μεγαλύτερη ικανοποίηση στη ζωή μου δεν ένιωσα ποτέ! Και αυτό το χρωστώ στο Μιχάλη.
Το Μάρτιο του 1967 με ειδική κρυφή αποστολή έφυγα για την Κύπρο με το όνομα Δημητρίου Γεώργιος. Η Χούντα με βρήκε στο μαρτυρικό νησί, όπου αρχίζουν οι ΕΔΕ για το ποιον μου και τις φοιτητικές μου δραστηριότητες. Με κατηγορούν ότι είμαι οπαδός του Ανδρέα και του Γέρου της Δημοκρατίας. Η απάντησή μου όμως είναι μόνιμη και σταθερή. Είμαι οπαδός του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου και κανενός άλλου. Ευτυχώς δεν μου «ξηλώνουν» τα γαλόνια, αλλά μόλις το Σεπτέμβριο του 1968 απολύθηκα με κάλεσε το στρατοδικείο Αθηνών για νέα ανάκριση.
Κατεβαίνω στην Αθήνα και στο γραφείο του Μιχάλη τον συναντώ και μου διηγείται όλα, όσα υπέφερε από τη Χούντα, ενώ η Τάσα έχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας. Του λέω τα καθέκαστα με μένα και με συμβουλεύει τι να πω στον ανακριτή μου. Ποιος είμαι, ποιος ήταν ο παππούς μου και ποιος ήταν ο πατέρας μου. Η υπόθεση, ενώ στο μεταξύ είχα διοριστεί ως καθηγητής, με τα μέτρα της γενικής αμνηστίας των Χουντικών πήγε στο αρχείο.
Το 1975 με τη μεταπολίτευση και τις ενέργειες του Μιχάλη παίρνω απόσπαση για τα σχολεία του εξωτερικού και αναχωρώ για την Αδδίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας. Ο Μιχάλης με κατατοπίζει για όλα, όσα θα συναντούσα στην κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα της Αιθιοπίας. Το 1978 επιστρέφω στην Ελλάδα και πάλι με τις ενέργειες του Μιχάλη αποσπώμαι αμέσως στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Και πάλι ο Μιχάλης με κατατοπίζει για κάποια λεπτά διπλωματικά πράγματα, που πρέπει να γνωρίζουν όσοι αποσπώνται στην Τουρκία. Τότε κατάλαβα πόσο καλά γνώριζε τα διπλωματικά μας πράγματα με τη γείτονα χώρα. Είχα υπηρετήσει στην Κύπρο ως αξιωματικός και αυτό ήταν σοβαρό εμπόδιο και δεν μπορούσα να επισκεφτώ την Τουρκία. Ο Μιχάλης μου είπε αυτό να μη το αναφέρω σε κανέναν, εκτός από το Γενικό Πρόξενο στην Πόλη. Έτσι και έγινε. Και οι υπηρεσίες μου εκεί στην Πόλη επί μία τριετία δεν ήταν μόνο εκπαιδευτικές!
Μετά το 1979 ο Μιχάλης μεταπήδησε στη Ν.Δ. Από το 1981 ως το 1993 εκλέγεται βουλευτής της Ν.Δ. και με την κυβέρνηση Μητσοτάκη (1990-93) αναλαμβάνει διαδοχικά τρία βασικά υπουργεία, όπου αφήνει την προσωπική του σφραγίδα. Ιδιαίτερα ως Υπουργός των Εξωτερικών προσέφερε πάρα πολλά στο Σκοπιανό θέμα και, αν είχε εφαρμοστεί τότε η δική του θέση για διπλή ονομασία του κράτους των Σκοπίων, θέση που την ήθελαν και οι Σκοπιανοί, σήμερα θα ήμασταν ήσυχοι με τους βόρειους γείτονές μας.
Στα χρόνια αυτά επικοινωνούμε και βλεπόμαστε τακτικά, ιδιαίτερα όταν έρχεται στην Κοζάνη για διάφορους υπηρεσιακούς ή άλλους λόγους. Έρχεται συχνά στο σπίτι μου, όπου η γυναίκα μου του ετοιμάζει τις πίτες που επιθυμεί. Η υγεία όμως της Τάσας δεν πάει καλά και αυτό μας προβληματίζει όλους. Τελευταία φορά που ήρθε στην Κοζάνη με το Μιχάλη ήταν την Κυριακή, 8 Ιουνίου 1997, όταν ο Μιχάλης παρουσίασε το βιβλίο του: «Η ταραγμένη εξαετία (1961-67)». Τελικά η Τάσα μετά από δυο χρόνια θα εγκαταλείψει τα εγκόσμια και θα αφήσει πολλή πίκρα και μεγάλο πόνο στο Μιχάλη, τα κορίτσια, τα εγγονάκια, τους γαμπρούς και όλους τους φίλους της. Πέθανε «όρθια» σαν γενναία Μακεδόνισσα παλεύοντας την ανίατη ασθένειά της με πολλή υπομονή και ιώβεια καρτερικότητα!
Για μένα που τη γνώρισα στα 13 μου χρόνια, όταν εκείνη ήταν μόλις 18, δεν έχω λόγια ή φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω να βρω τα κατάλληλα επίθετα για να την αποδώσω, όπως θα ήθελα! Ό,τι και να γράψω θα είναι πολύ λίγο. Με την έννοια της αδυναμίας μου αυτής εννοώ ότι δεν γνώρισα άλλη γυναίκα στη ζωή μου σαν την Τάσα. Σίγουρα υπάρχουν και άλλες πολλές. Αλλά για μένα η Τάσα ήταν το απόλυτο της γυναίκας! Τη γνώρισα στις σκάλες ενός ξενοδοχείου που έτρεχε σαν την παιδούλα που περιγράφει στο σονέτο του ο Λορέντζος Μαβίλης: «Τι μου λείπει». Δυο χρόνια μετά την ξαναγνώριζα μ’ ένα θεσπέσιο χαμόγελο και πολύ σοβαρή δεσποινίδα. Συνδυάζοντας την πρώτη συνάντηση – γνωριμία στη Θεσσαλονίκη με τη δεύτερη επίσκεψη – γνωριμία στο σπίτι της στην Κοζάνη, κατάλαβα ότι εκείνο που της έλειπε αυτής της ζωντανής κοπελιάς ήταν ένας τύπος άνδρα σαν αυτόν του Μιχάλη.
Για το Μιχάλη θα έλεγα μόνο αυτό το ομηρικό, που τα λέει όλα: «μικρός μεν το δέμας, αλλά μαχητής». Για την Τάσα όμως θα έλεγα πόσο αληθινή και ανθρώπινη ήταν! Πόσο γλυκά και ζεστά πλησίαζε τους ανθρώπους. Πόσο καλή γνώμη σχημάτιζαν όσοι συνομιλούσαν μαζί της. Θέλω μόνο να αναφέρω τη γνώμη που σχημάτιζαν οι απλοί άνθρωποι των χωριών μας, όταν τους συναντούσε στα χωριά τους ή ακόμη και στα χωράφια, όπου εργάζονταν. Στο χωριό κατέβαινε συχνά με το Μιχάλη, αλλά και πολλές φορές μόνη της. Τότε με τον πατέρα μου κατέβαιναν στους μύλους με τα πόδια και συναντούσαν στο δρόμο ξωμάχους γεωργούς να δουλεύουν με τα ζώα τους στα χωράφια και τσοπάνους, που έβοσκαν τα ζωντανά τους. Σταματούσε, τους καλημέριζε και τους ρωτούσε τι κάνουν, τι σπέρνουν και τι σοδειά περιμένουν να πάρουν. Αν είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή τους, από τους κοινοτικούς άρχοντες, από το κράτος, από τους βουλευτές. Αν έχουν οικογένεια και πόσα παιδιά έχουν, αν δουλεύουν τα παιδιά τους και πού. Πως τα βγάζουν πέρα και τι περιμένουν από το κράτος. Οι απλοί άνθρωποι των χωριών μας δεν πίστευαν τα μάτια τους. Ένα κοριτσάκι να τους επισκέπτεται στο χωράφι και να τους μιλάει με τόση καλοσύνη και τέτοια απλότητα. Να ενδιαφέρεται για τη δούλεψή τους και τις οικογένειές τους.
Τις Κυριακές συνήθως κατέβαινε με το Μιχάλη και πήγαιναν στα καφενεία, όπου κάθονταν με τους συγχωριανούς, έτσι τους αποκαλούσε όλους, και πίνοντας κανένα τσίπουρο συζητούσαν με τις ώρες. Τι να πρωτοαναφέρω από όσα έζησα σ’ αυτές τις συναντήσεις. Στο χωριό μου με τους παλιούς εργάτες των μύλων, οι οποίοι της διηγούνταν τις σκανταλιές του Μιχάλη, όταν ήταν μικρός. Τις «πολιτικές ομιλίες» που τους έκανε, τις ιππασίες του στα άλογα των Μυλωνάδων, τις αναβάσεις στα βράχια της περιοχής, το ψάρεμα και το μπάνιο στο λάκκο. Ακόμη και τον προξενητή έκανε σ’ έναν χήρο εργάτη σε κάποια Λέγκω, που δούλευε στη γιαγιά του Ρούσα. Στη Ροδιανή με τους μεζέδες και τον αριστερό Γιαννούλη, στη Λευκοπηγή με τον Ντούντα και το Λυγκογιάννη, στην Αιανή με τον Αστυνόμο του Σταθμού Χωροφυλακής, στην Καρυδίτσα με το κονάκι του παππού του και τόσα άλλα.
Η Τάσα για μένα ήταν κάτι το ξεχωριστό. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Ήταν ένας θερμός συμπαραστάτης στα μαθητικά μου χρόνια στο Γυμνάσιο. Στο σπίτι της βρήκα καλοσύνη, ζεστασιά, αγάπη, φαγητό, βοήθεια, συμπαράσταση. Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας ένιωσα ότι κάποιος άνθρωπος ενδιαφέρεται για μένα. Ήταν τόσο καλοσυνάτη απέναντί μου, που όταν πήγαινα στο σπίτι της στην Κοζάνη, αλλά και στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, με περιποιούνταν η ίδια, σαν να είχε κάποια υποχρέωση. Ο πατέρας της, όσο ζούσε, μου το έλεγε συχνά ότι η Τάσα με έβλεπε σα μικρότερο αδελφό της!
Μετά το 1999 ήρθε η μοναξιά στο Μιχάλη. Δε θα το έλεγα βέβαια! Γιατί είχε τα κορίτσια του, τους γαμπρούς, τα εγγονάκια του, τους πολλούς φίλους. Του έλειπε όμως το alter ego. Αυτό που γέμιζε τη ζωή του. Για δέκα χρόνια, μετά το θάνατο της λατρευτής του Τάσας, έζησε πάντοτε με την ανάμνησή της. Όσοι τον βλέπαμε και συζητούσαμε μαζί του, πάντοτε για την Τάσα το έφερνε η κουβέντα. Στην Κοζάνη ερχόταν κάπου – κάπου και έβλεπε τους φίλους. Όλοι τον ακολουθούσαμε, φίλοι και «αντίπαλοι», γιατί ο Μιχάλης από χρόνια είχε γίνει υπερκομματικός και η γνώμη του για τα τρέχοντα πολιτικά πράγματα ήταν βαρύνουσα. Η προσωπικότητά του είχε ξεπεράσει τα όρια της πόλης μας και είχε καταξιωθεί στην κεντρική πολιτική σκηνή. Όλοι τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν για την εμπειρία, την ευγένεια και την ανωτερότητα, που τον διέκριναν.
Το Νοέμβριο του 2005 τον επισκέφτηκα στο σπίτι του στην Αθήνα. Από την προηγούμενη βραδιά η γυναίκα μου ετοίμασε μια καλή κοζανίτικη πίτα με τυρί στη Γλυφάδα στο σπίτι μιας μαθήτριάς μου, όπου μείναμε δυο μέρες, και την άλλη μέρα γύρω στις 11 το πρωί τον επισκέφτηκα στο σπίτι του στην Ηρώδου Αττικού. Το χάρηκε ιδιαίτερα και κατά τις 12 ήρθε ο Στάθης, ο φρουρός του, και ανεβήκαμε στο γραφείο του, όπου συνάντησα και τις κόρες του. Ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα ζωντανό! Τον Νοέμβριο του 2009 ξανακατέβηκα με τη γυναίκα μου στην Αθήνα για να επισκεφτούμε το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, να δούμε την οικογένεια της αδελφής μου Βούλας, που είχε επιστρέψει οριστικά από την Αμερική, αλλά να επισκεφτούμε και το Μιχάλη. Δυστυχώς όμως! Η κυρία που τον φρόντιζε μας απάντησε στο τηλέφωνο ότι ο Μιχάλης είχε κάνει το εμβόλιο κατά της γρίπης και δεν μπορούσε να μας δεχτεί, γιατί ο γιατρός του δεν το επέτρεπε.
Το Μιχάλη τον γνώρισα από την παιδική μου ηλικία. Άκουγα γι’ αυτόν από τον πατέρα μου, τη γιαγιά του τη Ρούσα, τους θείους μου. Τον ακολούθησα σε ηλικία 13 ετών στη Θεσσαλονίκη και πάντοτε τον έβλεπα «αφ’ υψηλού». Τον θεωρούσα μεγάλο άνδρα και σοφό πολιτικό. Παρακολουθούσα τις πολιτικές του ομιλίες, τις διαλέξεις στη Θεσσαλονίκη, τα άρθρα του στις εφημερίδες και σ’ άλλα έντυπα και περιοδικά. Διάβασα πολλές φορές τα βιβλία του για την Κοζάνη και την ιστορία της και τις πλούσιες ταξιδιωτικές του εντυπώσεις. Τις απόψεις του, τις θέσεις και τις προσωπικές του μαρτυρίες για τα πολιτικά θέματα και προβλήματα, που ο ίδιος διαχειρίστηκε. Και πάντοτε προσπαθούσα να εκμαιεύσω το υπόβαθρο της εξέλιξής του. Ακόμη και σήμερα με τους φίλους μου προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο «Μιχάλης». Ήταν τα γονίδια μόνο ή η μελέτη και οι σπουδές του; Νομίζω ότι ήταν και τα δυο!
Ο Μιχάλης για μένα ήταν ο οδοδείκτης στη ζωή μου. Τον άκουγα πάντοτε με προσοχή και ακολουθούσα πιστά τις οδηγίες του. Ακόμη και όταν ήμουνα αρκετά μεγάλος. Δεν μπορούσα να αντισταθώ σε όσα μου έλεγε. Τα θεωρούσα θέσφατα. Έκανα αυτά που έκαναν οι μαθητές του αρχαίου φιλόσοφου Πυθαγόρα. Αυτό το είπε ο Μιχάλης και δε σήκωνε συζήτηση ή άρνηση. «Αυτός έφα» έλεγαν οι Πυθαγόρειοι. Με βοήθησε με τις συμβουλές και τις οδηγίες του σε πολλές κινήσεις στη ζωή μου. Όχι μόνο στη μαθητική και φοιτητική μου ζωή.
Για το Μιχάλη πιστεύω ότι ισχύει το ομηρικό, που ανέφερα λίγο παραπάνω. Ότι ήταν «μικρός μεν το δέμας, αλλά μαχητής». Πράγματι ήταν μικρόσωμος, αλλά μαχητής. Στη λέξη «μαχητής» θα πρέπει να συμπεριλάβουμε όλα όσα μπορεί να έχει ένας αληθινός και ολοκληρωμένος άνδρας. Και αυτά είναι: η γενναιότητα, το ήθος, η αξιοπρέπεια, η ευθύτητα, η εντιμότητα, η μόρφωση, η πολιτική οξυδέρκεια και διορατικότητα, η εσωτερική καλλιέργεια, η ευγένεια, η ανωτερότητα και όλα όσα συγκροτούν μια πλήρη προσωπικότητα.
Την Κυριακή, 17 Ιανουαρίου του 2010, αργά το απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού μου. Ήταν η αδελφή μου από την Ανάβυσσο. Με τρεμάμενη φωνή μου ανήγγειλε το θάνατο του Μιχάλη, που άκουσε από τη ΝΕΤ. Δεν μπορούσα να της απαντήσω, ούτε να αρθρώσω κάποια λέξη. Χωρίς να το καταλάβω, ψέλλισα: Ο Μιχάλης πέθανε και αμέσως φώναξα δυνατά: Ζήτω ο Μιχάλης.
Ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου του Γεωργίου και της Ελένης! Μια μοναδική πολιτική και πνευματική προσωπικότητα του νομού Κοζάνης και όχι μόνο. Παντρεύτηκε την Αναστασία Στέφου του Γεωργίου και της Μαρίνας. Μια μοναδική Ελληνίδα Μακεδόνισσα, μια γενναία δημοκράτισσα και ιδανική γυναίκα. Και οι δυο τους ήταν ένα φανταστικό ζευγάρι! Σήμερα ζουν ευτυχισμένοι στη γειτονιά των Αγγέλων. Στην αγκαλιά του Μεγάλου Θεού.
Το Σάββατο, 27 Φεβρουαρίου του 2010, με τη συμπλήρωση των σαράντα ημερών από το θάνατο του Μιχάλη, στο χωριό μου οι απόγονοι της οικογένειας των Μυλωνάδων τελέσαμε μνημόσυνο για την ανάπαυση των ψυχών του Μιχάλη και της Τάσας. Η συμμετοχή πολλών φίλων από την Κοζάνη και πολλών από τους κατοίκους του χωριού ήταν συγκινητική. Ακολούθησε η «μακαρία» στο καφενείο του χωριού, όπου μίλησαν πάρα πολλοί με τα καλύτερα λόγια για το Μιχάλη και την Τάσα. Στο ψυχοχάρτι της οικογένειάς μου κοντά στα άλλα προσφιλή πρόσωπα μπήκαν και τα ονόματα του Μιχάλη και της Τάσας και κάθε Σάββατο στα μνημόσυνα, που κάνει ο ιερέας στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου Κοζάνης, όπου διαμένω, ακούγονται και τα ονόματα των δεύτερων θετών μου γονέων.
Το χρέος μας: Να τους θυμόμαστε παντοτινά και να λέμε όσο ζούμε: Αιωνία η μνήμη! Αιωνία η μνήμη! Αιωνία αυτών η μνήμη!
Γεώργιος Δ. Μυλωνάς