Κανείς άλλος ίσως λαός δεν έψαλε με τόσο φιλοσοφημένη μελαγχολία και παράπονο το χάρο, όσο ο ποντιακός. Χωρίς ακρότητες, με μέτρο και πλήρη συναίσθηση της ανθρώπινης μοίρας του. Τον εμφανίζει σε όλα τα τραγούδια του σκληρό και αμετάπειστο, και μη αποκλίνοντα της θλιβερής αυτής για τον άνθρωπο αποστολής του. Εκθέτω στη συνέχεια κάποια δίστιχα στον εθνικό μας στίχο, τον ιαμβικό, δηλαδή, 15σύλλαβο, παροξύτονο και ακατάληκτο. Κάθε στίχος είναι χωρισμένος σε δυο ημιστίχια, ιαμβικά, 8σύλλαβο και επτασύλλαβο, που συναποτελούν τον ως άνω εθνικό μας στίχο:
α. Ο χάρον έρθεν εμπροστά μ’ λέει με απαίρω την ψη σι,
έχω μουράτια απλέρωτα, χάρε μη αληγορείσι…
(ο χάρος ήρθε μπροστά μου και μου είπε θα σου πάρω την
ψυχή.. Έχω ανεκτέλεστες αποστολές, χάρε, μη βιάζεσαι)
β. Χάρε, γιατί αληγορείς και θέλτς να παίρτς το ψόπο μ’
σ’ αούτ’ τον κόσμον που ολ’ ζουν μη κι έχω κι εγώ τόπον..
(γιατί βιάζεσαι, χάρε, και θέλεις να μου πάρεις την ψυχή,
σ’ αυτόν τον κόσμο που ζούνε όλοι, μήπως δεν έχω κι εγώ τον δικό μου τόπο;)
γ. Πουλί μ’ ο χάρον άχαρον, τάμαν τιμήν κι σκώνει
και αν επαίρνεν τάματα, και αν επαίρνεν γρόσια,
τη γης τα βασιλόπουλα καμίαν κι επεθάναν…
( πουλάκι μου, άχαρος είναι ο χάρος και δε σηκώνει τάματα και τιμή – λεφτά. Αν δεχόταν τάματα κι αν έπαιρνε χρήματα,
τα βασιλόπουλα της γης δε θα πέθαιναν ποτέ..)
Στο πρώτο δίστιχο βλέπουμε πολλές ομοιότητες με το δημοτικό μας τραγούδι: Του λεβέντη και του χάρου. Τόσο ο λεβέντης, όσο και ο πόντιος νέος δεν αρνούνται τον θάνατο. Ξέρουν καλά την ανθρώπινη μοίρα τους και ότι αυτός αποτελεί φυσική και αναπόφευκτη κατάληξη της επί γης ζωής τους. Αρνούνται, όμως, τον πρόωρο θάνατο, που έρχεται πριν να ολοκληρώσει ο άνθρωπος τον προορισμό του..: έχω μουράτια απλέρωτα.. υποχρεώσεις στη ζωή ο πόντιος, τι έχω γυναίκα και παιδιά.. ο λεβέντης.
Στο δεύτερο δίστιχο ο πόντιος νέος δεν εξορκίζει τον θάνατο που έρχεται, προβάλλει κατά κύριο λόγο τα δικαιώματά του στη ζωή: μη κι έχω κι εγώ τόπον; δεν έχω κι εγώ μερίδιο;
Στο τρίτο τρίστιχο πλέον, όχι δίστιχο, η χαροκαμένη μάνα μάς δίνει λακωνικά και με παράπονο την ουσία της φύσης του θανάτου, ως άλλος Ισοκράτης: “ούτε γαρ τους πονηρούς υπερορά, ούτε τους αγαθούς θαυμάζει, αλλ’ ίσον εαυτόν παρέχει πάσιν” Είναι αδέκαστος και αμερόληπτος, ούτε τους πονηρούς περιφρονεί, ούτε τους καλούς θαυμάζει.
Στο ποντιακό τρίστιχο, όμως, το αδέκαστος, ταυτίζεται με το αμείλικτος, άπονος. Το οξύμωρο σχήμα ακυρώνει τον ευφημισμό της ονομασίας του χάρου. “Ο χάρον, άχαρον.. δεν κάνει χάρες, δε σηκώνει παρακάλια, δεν εξαγοράζεται, δεν τον κάμπτουν τα τάματα. Απόδειξη τρανή: πεθαίνουν και τα βασιλόπουλα.. “ίσον εαυτόν παρέχει πάσιν”.
Η όλη ατμόσφαιρα επιφορτίζεται από τον μακρόσυρτο επιτραπέζιο λυρικό μελικό τόνο που συνοδεύει την πικρή, γεμάτη μελαγχολία, μουσική της λύρας. Μια μουσική που θυμίζει κάπως τούρκικο αμανέ, με τόνο, όμως, πολύ πιο λαφρύ και συγκρατημένο, που μαρτυρεί τον ελληνοπρεπή τρόπο αντιμετώπισης του θανάτου. Κάποτε παρεμβάλλεται ,μάλιστα, και το επιφώνημα: αμάν: έλεος, τις πιο πολλές φορές, όμως, το ποντιακό επιφώνημα ώι – ώχ.