Ἰωάννη Βελιτσιάνου
Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ, Ἐπιστημονικοῦ Συνεργάτη Ι.Ε.Θ.Π.
Ἡ φυσικὴ ἀνάγκη γιὰ ἀνάπαυση στὸν καθημερινὸ μόχθο συνδέθηκε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα χρόνια, μὲ τὸ Σάββατο. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συντόνιζε τὸν ἑβδομαδιαῖο χρόνο του μὲ αὐτὸν τοῦ Δημιουργοῦ. Ὅπως, δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἐργάστηκε ἕξι μέρες γιὰ νὰ δημιουργήσει τὸν κόσμο καὶ τὴν ἕβδομη ἀναπαύθηκε τὸ ἴδιο ἔπρεπε νὰ κάνει καὶ ὁ ἄνθρωπος μιμούμενος τὸν Δημιουργό του. Νὰ ξεκουραστεῖ δηλαδὴ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ τὰ ζῶα, τὰ χωράφια, οἱ ἐργάτες, ἡ σύνολη ζωή του.
Μία τέτοια ἀνάπαυση ὑπηρετοῦσε τὸν ἱερὸ ρυθμὸ τῆς ζωῆς καὶ μετουσιώνονταν σὲ δοξολογία. Ὁ ἁγιασμὸς τῆς ἕβδομης μέρας ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Τὸ ρῆμα ἁγιάζω σημαίνει στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι οἱ χρονικὲς περίοδοι, τόποι, ἀντικείμενα ἢ πρόσωπα ἐξέρχονται ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ κοινοῦ καὶ τοῦ καθημερινοῦ καὶ προσάγονται σὲ μία ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὸν Θεό.
Οἱ κόλποι τοῦ Ἀβραάμ,
Ἱ. Μονή Βισόκι, Ντέτσανι,
Σερβία, 14ος αἰ.
Τὸ πρόβλημα ποὺ προκύπτει στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, ἀφορᾶ «τὸ νόημα τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς ἕβδομης μέρας, ἐφόσον στὸν χῶρο τῆς θεότητας δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ διάκριση σὲ κοινὸ καὶ ἅγιο καὶ κατὰ συνέπεια καὶ ἡ μέρα τῆς θείας ἀνάπαυσης. Ὁ ἁγιασμὸς ἑπομένως τῆς ἕβδομης μέρας ἀφορᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Θεὸ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων εἶναι πάντοτε ἀτελῆ. Θεωρώντας ὅμως ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο ὄχι ὑπηρέτη Του, ἀλλὰ συνεργάτη, ὅταν θὰ καλέσει τὸν Ἰσραὴλ μετὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο νὰ συμμετάσχει στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, θὰ τὸν καλέσει σὲ συμμετοχὴ καὶ στὴ θεία ἀνάπαυση.
Τηρώντας ὁ Ἰσραὴλ τὸ Σάββατο θὰ θυμᾶται τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία του ἀλλὰ καὶ τὴν αἰώνια ἰσχὺ τῆς θείας ὑπόσχεσης, ὅτι τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας θὰ ὁλοκληρωθεῖ». Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ποὺ ἐμπλούτιζε νοηματικὰ τὴν ἀνάπαυση ἦταν ὅτι αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάπαυση τοῦ Σαββάτου ὁ ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θυμόταν τὰ γεγονότα, δηλαδὴ τὸ πέρασμα στὴ Γῆ τῶν Πατέρων. Καθὼς δὲ περνοῦσε ὁ καιρός, ὁ Ἰουδαῖος διαπίστωνε, μέσα ἀπὸ ὀδυνηρὲς ἱστορικὲς ἐμπειρίες, πὼς ἡ ἀληθινὴ ἀνάπαυση βρισκόταν στὸ Θεό. Ὅταν δηλαδὴ ὁ Ἰσραὴλ ἔμενε πιστὸς στὴ Διαθήκη καὶ στὸ θεῖο θέλημα, ἔβρισκε κοντὰ στὸν Θεὸ τὴν ἐσωτερική του εἰρήνη καὶ ἀνάπαυση.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸν τὸν λαὸ ρίζωνε καὶ ἀναπαυόταν. Ὅλα τὰ παραπάνω ἀποτελοῦσαν σύμβολα καὶ προτυπώσεις αὐτῶν ποὺ θ’ ἀποκαλύπτονταν στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι ὁ Ἰησοῦς προσπαθοῦσε νὰ βοηθήσει τοὺς ἀκροατές Του νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ βαθύτερη σημασία τῆς ἀνάπαυσης τοῦ Σαββάτου φανερώθηκε στὸ Πρόσωπό Του. Γιατί, ὅπως ὁ Θεὸς Πατέρας δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ ἀναπαύτηκε τὴν ἕβδομη ἡμέρα, ἔτσι καὶ Αὐτός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος, θὰ κάνει τὸ δικό Του ἔργο ὡς Σωτῆρας τοῦ κόσμου καὶ μετὰ θὰ ἀναπαυθεῖ. Γιατί καὶ τὸ ἔργο τὸ δικό Του εἶναι μία ἄλλη δημιουργία καὶ ἔχει τὸν δικό της σαββατισμό. Αὐτὴ ἡ ἀνάπαυση, ἀπόλυτα ὑπερβατικὴ καὶ μυστηριακή, θὰ λάβει χώρα πάνω στὸν Σταυρό. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν πρωινὴ θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἡ Ἐκκλησία, ὄντας ἡ ἴδια μία νέα δημιουργία, ψέλνει τοῦτο τὸ δοξαστικό: «Τὴν σήμερον μυστικῶς ὁ Μέγας Μωυσῆς προδιετυποῦτο, λέγων…καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἕβδομην. Τοῦτο γὰρ ἔστι τὸ εὐλογημένον Σάββατον…αὕτη ἐστὶν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς κατὰ τὸν θάνατον οἰκονομίας τῇ σαρκὶ σαββατίσας, καὶ εἰς ὃ ἦν πάλιν ἐπανελθὼν διὰ τῆς ἀναστάσεως, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος».
Ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐμπρὸς ὁ ἁγιασμὸς τῆς ὀγδόης μέρας ἀρχίζει μὲ τὴν Κυριακή, ποὺ εἶναι ἡμέρα τοῦ Κυρίου καὶ ἑβδομαδιαῖος πανηγυρισμὸς τῆς νίκης του. Ἡ ἐργασία, στὴν ὁποία ἐπιδίδεται ὁ χριστιανὸς στὴ διάρκεια τῆς ἑβδομάδας, ἀσκεῖται ἔτσι κάτω ἀπὸ τὴν ὤθηση τοῦ Χριστοῦ λυτρωτῆ ποὺ ἐξουσιάζει τὸν χρόνο. Ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ τείνει πρὸς τὴν ὄγδοη ἡμέρα πού, πέρα ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν ἑβδομάδων, θὰ ὁδηγήσει τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ στὴ μεγάλη θεϊκὴ ἀνάπαυση ποὺ τὸν ἐρχομό της προμηνύει ἀπὸ τώρα ἡ ἀνάπαυση τῆς Κυριακῆς. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μὲ τὸν δικό του παραστατικὸ τρόπο, χρησιμοποιώντας τὴν εἰκόνα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου στοὺς ἀκροατές του, ἐξηγεῖ τὴ σημασία τῆς Κυριακῆς: «Ἐπρόσταξεν ὁ Πανάγαθος Θεὸς καὶ ἔγιναν ἑπτὰ ἡμέραι καὶ πρώτην ἡμέραν τὴν Κυριακὴν ἔκαμεν ὁ Θεὸς καὶ τὴν ἐκράτησε διὰ τοῦ λόγου του καὶ τὲς ἄλλες ἕξι τὲς ἐχάρισεν ἐμᾶς νὰ ἐργαζώμεθα διὰ ταῦτα τὰ ψεύτικα, τὰ μάταια, τὰ γήινα καὶ τὴν Κυριακήν μας νὰ σχολάζωμεν νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας, νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεόν μας, νὰ στέκωμεν μὲ εὐλάβειαν νὰ ἀκούωμεν τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τί μᾶς παραγγέλει ὁ Χριστός μας νὰ κάμωμεν».
Ἄξιο ἀναφορᾶς εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς θεωρεῖ τὴν ἐργασία ὡς εὐλογία, γιατί παρέχει στὸν ἄνθρωπο τὴ δυνατότητα νὰ γίνεται δημιουργὸς καὶ συνδημιουργός του Θεοῦ. Ἄλλωστε ἡ ἐργασία εἶναι ἡ πρώτη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔδωσε στὸν παράδεισο, γιὰ νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ τὸν φυλάγει. Ἄρα ὁ Κοσμᾶς ἦταν ὑπὲρ τῆς προσωπικῆς καὶ ὑπευθύνου ἐργασίας τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ὠθεῖται σὲ ὅρια ἀντικοινωνικά.
Ἡ ἐργασία εἶναι θεμέλιο τῆς οἰκονομίας, ρυθμιστὴς τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας, βιολογικὴ ἀναγκαιότητα καὶ ἠθικὴ ἀξία. Κατὰ τὸν Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ τὴ μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ, ἐὰν δὲν περάσει ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὸν μόχθο τῆς γῆς: «Δία τοῦτο ἀδελφοί μου νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε χιλιάδες φορὲς ὅσοι ζῆτε καὶ βγάνετε τὸ ψωμί σας μὲ τὸν κόπον σας, διατὶ ἐκεῖνο τὸ ψωμὶ εἶναι εὐλογημένον, καί, ἂν θέλης, δῶσε κομμάτι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ψωμὶ τοῦ πτωχοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο ἀγοράζεις τὸν παραδεισον».
Ἀρκετὲς φορὲς γίνεται λόγος στὴν Καινὴ Διαθήκη γιὰ τὴν ἐργασία. Δοξάζεται ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ, ἐργάτη (Μκ. 6,3) καὶ γιοῦ ἐργάτη (Μκ. 13,55), καὶ ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια (Πρξ. 18,3) καὶ τὸ θεωρεῖ τιμή του (Πρξ. 20,34. Α’ Κορ. 4,12). O Ἰησοῦς, ὄχι μόνο παρουσιάζει τὴν ἀποστολικὴ δράση ὡς ἐργασία, ὅπως ὁ θερισμὸς (Μτθ. 9,37. Ἰω. 4,38) ἢ τὸ ψάρεμα (Μτθ. 4,19), ὄχι μόνο εἶναι προσεκτικὸς στὰ ἐπαγγέλματα αὐτῶν ποὺ διαλέγει νὰ τὸν ἀκολουθήσουν (Μτθ. 4,18), ἀλλὰ προϋποθέτει, μὲ ὅλη του τὴ συμπεριφορά, ἕναν κόσμο ποὺ ἐργάζεται: τὸ γεωργὸ στὸν ἀγρό του (Λκ. 9,62), τὴ νοικοκυρὰ ποὺ σκουπίζει (15,8), καὶ τὸ βρίσκει ἀφύσικο νὰ ἀφήνει κανεὶς κρυμμένο ἕνα τάλαντο χωρὶς νὰ τὸ κάνει νὰ ἀποδίδει (Μτθ. 25, 14-30).
Ὅπως προανέφερα, ὁ ΠατροΚοσμᾶς δὲν παρέλειψε νὰ ἀναφερθεῖ μὲ θέρμη καὶ μὲ πάθος στὴν καθιέρωση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς. Ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς κατὰ τὸν ἴδιο, εἶναι ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἡμέρα Γεννήσεως καὶ Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου: ««πρέπει καὶ ἐμεῖς ἀδελφοί μου, νὰ χαιρώμεσθεν καὶ νὰ εὐφραινόμεθα πάντοτε, μὰ περισσότερον τὴν Κυριακὴν ὅπου εἶναι ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μας. Διατὶ Κυριακὴν ἡμέραν ἔγινεν ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, Κυριακὴν ἔγινεν ἡ Γέννησις καὶ ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μας, Κυριακὴν ἡμέραν μέλλει νὰ ἀναστήση ὁ Κύριος ὅλον τὸν κόσμον». Κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, ἡ Κυριακὴ ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς αἰωνιότητας: «Διὸ καὶ ἀρχὴ οὖσα ἡμερῶν οὐχὶ πρώτη παρὰ Μωϋσέως, ἀλλὰ μία ὠνόμασται…ὡς τῆς αὐτῆς ἀνακυκλούμενης πολλάκις». Καὶ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ὁ αἰσθητὸς χρόνος «ἀνακυκλοῦται ἐν ἐβδόμασιν», ἐνῷ ἡ ὄγδοη ἡμέρα, ποὺ ὑπερβαίνει τὸν αἰσθητὸ χρόνο, παραπέμπει στὸ μέλλοντα αἰῶνα.
Ἡ Κυριακὴ εἶναι τὸ μικρὸ ἑβδομαδιαῖο Πάσχα. Ἡ ἔννοια τῆς ἀνακυκλήσεως τοῦ χρόνου θυμίζει βέβαια τὴν πλατωνικὴ θεώρησή του, ἀλλὰ καὶ διαφέρει βασικὰ ἀπὸ αὐτήν. Σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸν Πλάτωνα, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν θεωροῦν τὴν κυκλικὴ κίνηση τοῦ χρόνου ἄναρχη καὶ ἀτελεύτητη. Ὁ χρόνος ἔχει ἀρχή, γι’ αὐτὸ θὰ ἔχει καὶ τέλος. Ἔτσι ἡ κυκλικὴ κίνηση τοῦ χρόνου συνυπάρχει καὶ συνεκτείνεται μαζὶ μὲ τὴν εὐθύγραμμη κίνησή του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη ποὺ ἀναφέρεται στὰ ἔσχατα τὸ κόσμου καὶ τὴ φανέρωση τοῦ Θεοῦ, πραγματοποιεῖται τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα ἀφιερωμένη στὴν εὐχαριστιακὴ λατρεία. Κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅπως φαίνεται στὴν πρώτη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ πρωταρχικὸς ὅρος συμμετοχῆς στὸν «κυριακὸν δείπνον» εἶναι ἡ ἀγάπη. Διδάσκει ἔτσι τὴ διπλὴ διάσταση τῶν ἱερῶν γευμάτων: πρόκειται στὴν οὐσία γιὰ γεῦμα «μυστηριακόν», γιατί ὅποιος τρώει ἀπὸ τὸν ἄρτο αὐτὸ γίνεται ἕνα μὲ τὸν Κύριο καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀκόμα τὸ ὁριστικό: ἀναγγέλλει ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἐπανέλθει γιὰ τὸ ἐσχατολογικὸ συμπόσιο.
Ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς καὶ ἡ σημασία γιὰ τὸν χριστιανὸ ἀπασχόλησε πολλοὺς πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς. Ἡ ἐπίδραση τῶν πατερικῶν κειμένων τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὴν Κυριακὴ καὶ τὴ σημασία της στὴ διδασκαλία τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ εἶναι ἄμεση. Ὁ Γρηγόριος ἀναφέρει: «Ὥσπερ ἡ πρώτη κτίσις τὴν ἀρχὴν ἀπὸ Κυριακῆς λαμβάνει, οὕτω καὶ δευτέρα πάλιν ἐκ τῆς αὐτῆς ἄρχηται». Ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς θεωρεῖται ὁ τύπος τῆς αἰωνιότητας ποὺ ἐκφράζει τὴ μεταχρονικὴ κατάσταση, τὴν αἰώνια, τὴν ἀνέσπερη, ἀδιάδοχη ἡμέρα, ὅπως γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «καὶ μίαν τοίνυν ἡ αὐτὴ καὶ ὀγδόη, ἧς καὶ ὁ ψαλμωδὸς ἔν τισιν ἐπιγραφαῖς τῶν ψαλμῶν ἐπεμνήσθη, δι’ αὐτῆς ἐμφανίζουσα, τὴν μετὰ τὸν χρόνον τοῦτον κατάστασιν, τὴν ἀπαυστον ἡμέραν, τὴν ἀνέσπερον, τὴν ἀδιάδοχον, τὸν ἄληκτον ἐκεῖνο καὶ ἀγήρω αἰῶνα».
Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς δίνοντας ἔμφαση στὴν παιδαγωγικὴ ἀξία τῆς Κυριακῆς καλλιεργεῖ ταυτόχρονα στοὺς χριστιανοὺς τὴν ἐσχατολογικὴ προσδοκία προτρέποντας νὰ ἀποφύγουν τὰ γήινα πράγματα: «πρέπει καὶ ἐμεῖς ἀδελφοί μου, νὰ χαιρώμεσθεν καὶ νὰ εὐφραινόμεσθεν πάντοτε, μὰ περισσότερον τὴν Κυριακὴν ὅπου εἶναι ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μας…Κυριακὴν μέλλει νὰ ἀναστήση ὁ Κύριος ὅλον τὸν κόσμον».
Ἰδιαίτερη ἀναφορὰ γιὰ τὸ θέμα τῆς Κυριακῆς γίνεται καὶ στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο 325 μ.Χ.. Κατὰ τοὺς ἅγιους Πατέρες ἡ Κυριακὴ θεωρεῖται ἀναστάσιμη ἡμέρα. Εἶναι ἡμέρα χαρᾶς «ἐπειδὴ τινὲς εἰσὶν ἐν τῇ Κυριακῇ γόνυ κλίνοντες, καὶ ἐν ταῖς τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέραις, ὑπὲρ τοῦ τὰ πάντα ἐν πάσῃ παροικίᾳ ὁμοίως παραφυλάττεσθαι ἐστῶτας ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ τὰς εὐχὰς ἀποδιδόναι τῷ Θεῷ». Ὁ πιστὸς οἰονεί, προγεύεται τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς τῆς «ἐν μέλλοντι αἰώνι», ὅπου καὶ θὰ βλέπει τὸν Κύριο πρόσωπο πρὸς πρόσωπο. Σκοπὸς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ εἶναι ἡ Κυριακὴ ὡς ἡμέρα ἀνάπαυσης ἀπὸ τὰ καθημερινὰ ἔργα, νὰ καθιερωθεῖ ὡς ἀργία καὶ νὰ γίνει ἡμέρα λατρείας τῶν χριστιανῶν καὶ στηλίτευε αὐτοὺς ποὺ παραβίαζαν τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς, τονίζοντας τὰ ἑξῆς: «οὔτε νὰ ἐργαζώμεσθεν καὶ νὰ πραγματευώμεσθεν καὶ νὰ κάνωμεν λισιβερίσια τὴν Κυριακή.
Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ὅπου γίνεται τὴν Κυριακὴν εἶναι ἀφωρισμένο κατηραμένον καὶ βάνετε φωτία καὶ κατάρα εἰς τὰ ὀσπίτιά σας καὶ ὄχι εὐχὴν καὶ εὐλογίαν». Κατὰ τὸν Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, ἡ Κυριακὴ ἀποτελεῖ ἡμέρα προσευχῆς καὶ περισυλλογῆς. Λαμβάνοντας ὑπ΄ ὄψιν καὶ τὰ τυχὸν προβλήματα ποὺ ἀνακύπτουν σὲ μία ἀγροτικὴ ζωὴ σπεύδει νὰ δώσει ἄμεσα λύση σ’ αὐτά, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Ἔχετε ἐδῶ πρόβατα; Τὸ γάλα τῆς Κυριακῆς τί τὸ κάμνετε; Ἄκουσε, παιδί μου, νὰ τὸ σμίγης ὅλο καὶ νὰ τὸ κάνης ἑπτὰ μερίδια κράτησέ τα διὰ λόγου νὰ κυβερνηθῆς καὶ τὸ ἄλλο μερίδιον τῆς Κυριακῆς, ἂν θέλης, δῶσε το ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς ἢ τὴν ἐκκλησίαν ἢ κατὰ τὸ παρὸν ἐγὼ σᾶς συμβουλεύω νὰ τὸ δώσης εἰς τὸ σχολεῖον, διὰ νὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τὰ πρόβατα σου». Ἐνῷ γιὰ αὐτοὺς ποὺ πωλοῦν ἐξ ἀνάγκης τρόφιμα πρὸς βρώση τὴν Κυριακὴ ἀναφέρει: «καὶ ἂν τύχη ἀνάγκη καὶ θέλεις νὰ πουλήσεις πράγματα φαγώσιμα τὴν Κυριακὴν ἐξ ἀνάγκης ἐκεῖνο τὸ κέρδος μὴ τὸ σμίγης εἰς τὴν σακκούλα σου, διατὶ τὰ μαγαρίζεις, μόνο, δῶσε το ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τὰ πράγματά σου, Ἂς εἰποῦμεν, καὶ διὰ ἐκείνους ὁπού θὲ νὰ δώσουν τὸ γάλα τῆς Κυριακῆς ἐλεημοσύνην: Ὁ Θεὸς συγχωρήσοι καὶ ἐλεήσοι αὐτούς».
Ἀπώτερος στόχος τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ εἶναι νὰ ἀποτρέψει ἢ τουλάχιστον νὰ ἐλαχιστοποιήσει κάθε ἐμπορικὴ συναλλαγὴ ποὺ ἔχει ὡς σκοπὸ τὸ κέρδος τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Ἐνῷ ἀντίστοιχα ἐπιθυμεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ ἐλεημοσύνη μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ποὺ εἶχαν ἀνάγκη καὶ νὰ ἐνισχυθεῖ ἡ ἀλληλεγγύη καὶ ἡ συλλογικὴ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων. Ὁ βιογράφος του Χριστοδουλίδης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι σημειώθηκαν καὶ θαύματα ποὺ ἐπισφράγιζαν αὐτὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Πατροκοσμᾶ. Συγκεκριμένα, ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Ὅσοι τὸν παρήκουον, ὁ Θεὸς τοὺς ἐπαίδευε μὲ διάφορα παιδευτήρια. Ὅθεν εἰς τόπον λεγόμενον Χαλκιάδες, ἕως μίαν ὥραν μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἄρταν, ἕνας πραγματευτής, ἐπειδὴ τόλμησε νὰ πραγματευτεῖ τὴν Κυριακή, εὐθὺς ἐξηράνθη ἡ χείρ του, δραμὼν δὲ πρὸς τὸν Ἅγιον καὶ ζητήσας συγχώρεσιν διὰ τὴν ἁμαρτίαν του μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἰατρεύθη…».
Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἐργατόφιλος αὐτὸς διδάσκαλος τοῦ “ἐν αἰχμαλωσίᾳ εὐρισκόμενου Γένους” εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ κήρυξε τὴν ἑβδομαδιαία ἀνάπαυση τῶν ἐργαζομένων καὶ ὁ πρῶτος ποὺ κήρυξε τὴν Κυριακὴ ὡς ἀργία. Τὰ κηρύγματά του ὅμως, ὅπως ἦταν λογικό, προκάλεσαν καὶ ἀντιδράσεις. Καὶ ἐνῷ οἱ Τοῦρκοι δὲν φαίνεται νὰ διέκειντο ἐχθρικὰ ἐναντίον του, κατὰ τὰ λεγόμενά του, οἱ Ἑβραῖοι ἐξαιτίας τῶν μεγάλων οἰκονομικῶν ἀπωλειῶν ποὺ εἶχαν ὑποστεῖ τὸν ἐπιβουλεύονταν. Ἡ ἐμμονή του στὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς προξένησε μεγάλη ζημιὰ μὲ τὴ μεταφορὰ τῶν παζαριῶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τὸ Σάββατο, ἡμέρα θρησκευτικῆς ἀργίας τῶν Ἑβραίων. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἶχε ὡς ἐπακόλουθο τὸ οἰκονομικὸ ἐμπόριο τῶν Ἑβραίων νὰ διαταραχθεῖ πρὸς ὄφελος τῶν χριστιανῶν, νὰ προκαλέσει τὴν ὀξύτατη ἀντιδικία μὲ τὸν Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ ποὺ ἔκλεισε μὲ τὸν μαρτυρικό του θάνατο στὶς 24 Αὐγούστου 1779.
Τὸ κήρυγμα τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ προσέκρουσε στοὺς Ἐνετοὺς καὶ στοὺς Φράγκους, τοὺς ὁποίους ἕνεκα τῆς προσπάθειας νὰ ἀλλοιώσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἀλλὰ καὶ νὰ προσηλυτίσουν τοῦ ὀρθοδόξους. Τὸ κήρυγμά του ἐπίσης ἦταν πολὺ αἰχμηρὸ καὶ κατὰ τῶν πλουσίων μὲ ἀποτέλεσμα ἡ μεγάλη λαϊκὴ ἀνταπόκριση, ποὺ παρατηρήθηκε καὶ ἀπὸ ξένους ἱστορικοὺς καὶ περιηγητές, νὰ ἀποτελεῖ τροχοπέδη γιὰ τὰ σχέδιά τους. Ἡ ἀπήχηση τοῦ κηρύγματος τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἦταν μεγάλη, καθὼς ὁ λόγος του ἄγγιζε τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Θέλει νὰ συνδέσει τοὺς ὑπόδουλους Ἕλληνες μὲ τὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου θὰ γνωρίσουν περισσότερο τὸν Θεό, θὰ συνδεθοῦν μαζί Του καὶ θὰ βροῦν ἀνακούφιση καὶ παρηγοριά. Γι’ αὐτὸ προτρέπει τοὺς ἱερεῖς νὰ κάνουν ἀκολουθίες γιὰ τοὺς χριστιανούς. Ὁ ἴδιος στὴν ἀρχὴ ἢ στὸ τέλος τῶν διαδαχῶν του προτρέπει τὰ ἑξῆς: «Νὰ συμμαζωχθῆτε εἰς τὲς ὀχτὼ ὧρες νὰ διαβάσωμεν τὸν ἑσπερινόν μας, νὰ εἰποῦμεν καὶ μίαν παρακλῆσιν, νὰ βάλωμεν τὴν Δέσποινά μας τὴν Θεοτόκον μεσίτριαν νὰ μεσιτεύση εἰς τὸν Χριστόν» ἢ «Ἅγιοι ἱερεῖς, μοῦ κάνετε τὴν χάριν νὰ διαβάσωμεν ἕνα εὐχέλαιον νὰ χρισθοῦν οἱ χριστιανοὶ οἱ ἀδελφοί μας;». Οἱ διδαχές του καὶ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Πατροκοσμᾶ δὲν ἔμεινε μόνο στὰ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια, ἀλλὰ ἀγκαλίασε ὅλο τὸ εὖρος τῶν γνώσεων, τῆς παιδείας καὶ τῆς καθημερινότητας τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς καὶ ἀναμφισβήτητα ἀποτέλεσε σημαντικὴ παρακαταθήκη γιὰ τὴ διατήρηση τῆς κοινῆς συνείδησης τοῦ Ρωμαίικου Ἑλληνισμοῦ.