Χρόνια μετά.. η δύναμη της συνήθειας… τον έφερε μπροστά στο πατρικό του, με τα γιασεμιά, τις ανθισμένες πασχαλιές και την γέρικη αμυγδαλιά που δεν έλεγε να παραδοθεί στο πέρασμα του χρόνου.
Ήταν τόσο γνώριμο αυτό το μέρος !!! Πλησίασε και έβαλε το χέρι στην σχισμή της πέτρας εκεί που έβαζαν το κλειδί..
Άνοιξε την πόρτα που έτριζε δυνατά και αγγίζοντας τις πέτρες ταξίδευε μαζί τους στον χρόνο.
Γερασμένες, έφερναν πάνω τους αγαπημένες μορφές, φωνές που μιλούσαν, γελούσαν και άλλοτε έκλαιγαν …
Ώρες μιλούσαν για τις όμορφες και της δύσκολες στιγμές που πέρασαν..
Πέτρες και άνθρωποι δεμένοι στον χρόνο συνέχιζαν να ζωντανεύουν αγαπημένες μορφές.
Κάπου στο βάθος σαν να άκουγε την τραχιά φωνή του πατέρα, ένας δουλεμένος άνθρωπος που δεν χαμογελούσε ποτέ.
– Ήρθες μωρέ … τι έγινε έχασες τον δρόμο σου;
Παρά δίπλα πάνω στον ξύλινο καναπέ άκουγε την γέρικη φωνή του παππού.
– Παιδί μου να προσέχεις και να θυμάσαι όσοι ξέχασαν την στράτα του σπιτιού τους έχασαν την ζωή τους, έχασαν τις ρίζες τους… εσείς οι γραμματιζούμενοι εύκολα ξεχνάτε.
Δεν ήθελε να φύγει, προσπαθούσε να ζωντανέψει όλα τα πράγματα που ήτανε γύρο του… το τζάκι την λάμπα που τα βράδια καθυστερημένα γιατί τον πήρε το παιχνίδι στην αλάνα έγραφε την τιμωρία που τον έβαλε η δασκάλα του.
Ένα μικρό απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Κώστα Πουτακίδη που θα κυκλοφορήσει σε λίγο
70