Η Έμιλυ στην αγκαλιά του μπορούσε να διακρίνει πολύ πιο πέρα από τον ορίζοντα, κι εκεί επίμονα κάθε φορά αναζητούσε έναν άλλο τόπο κι έναν άλλο κόσμο όπου θα μπορούσαν να ζήσουν τον έρωτά τους. Καθώς έπλεκε τα δάχτυλά της ανάμεσα στα δικά του, ένιωθε τα παθιασμένα κύματα της αγάπης να περνούν από εκείνη σε κείνον και αντίστροφα. Στιγμές ατελείωτες! Σε μικρή απόσταση, λίγο πιο κάτω, στην αμμουδιά, ο Γιώργης και η Αλεξάνδρα, δυο ερωτευμένα επίσης παιδιά, προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα κύματα και να παρεμποδίσουν τον αφρό τους που βιαζόταν να σβήσει τις δύο καρδούλες που είχαν ζωγραφίσει εδώ και ώρα στην άμμο, σαν δυο κρίκους ενωμένους, με τα πολύχρωμα βοτσαλάκια και τα κοχύλια που μάζεψαν στην παραλία. Και γελούσαν με την καρδιά τους, ανταποδίδοντας το χαμόγελο σε όλη την πλάση, αφού εξαιτίας του έρωτά τους έβλεπαν παντού γύρω τους τα πάντα να τους χαμογελούν, ακόμα και οι γλάροι, αλλά και τα δέντρα και τα βράχια απέναντί τους. Δυο ερωτευμένα ζευγάρια, λοιπόν, απολάμβαναν την ευτυχία τους μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών, κάπου ανατολικά της Θεσσαλονίκης, προς την Αγία Τριάδα, το καλοκαίρι του 1939. Είναι χαρακτηριστικό το αίσθημα εκείνο που κατευθύνει και καθοδηγεί τη θέληση, σχεδόν όλων, των ερωτευμένων νέων στο να επιθυμούν ν΄απομονωθούν κάπου με το ταίρι τους, και ν΄αναζητούν κάποιο απόμακρο καταφύγιο, μακριά από τη βουή του κόσμου, εκεί όπου ακόμα και τα χτυποκάρδια τους ακούγονται πεντακάθαρα.
Ηλίας Κ Μάρκου
Από το βιβλίο Η ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ