Σημ: όπου Σ. = συγγραφέας Μ. Καλινδέρης. Το σημείωμα αποτελεί σκιαγράφηση βιβλίου του Μ. Α. Καλινδέρη (‘Πηγή’ στο τέλος του σημειώματος), ο οποίος αποτελεί, κατά τη ταπεινή μας γνώμη, έναν αμερόληπτο και έγκριτο συγγραφέα και επιστήμονα. Η σκιαγράφηση έγινε με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, χωρίς προσωπικές μας παρεμβάσεις.
σ.σ. = Σημείωση εκδότη (δική μου).
Η στενότητα του χώρου και η αύξηση του πληθυσμού κυρίως από τους μέτοικους δημιούργησε φυσιολογικά την αποδημία κυρίως στο εξωτερικό. Όπως το θέμα της μετοικεσίας, έτσι και αυτό της αποδημίας και εποίκησης από τη Βλάστη σε άλλα μέρη δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. Οι εισελθόντες και οι εξελθόντες από τη κοινότητα σίγουρα αποτέλεσαν τα κυριότερα γεγονότα της εξωτερικής ιστορίας της Βλάστης και το να διαγνώσει και να διευκρινίσει κανείς το βαθμό επίδρασης στα πολιτιστικά στοιχεία των (παλιών) οικητόρων της κοινότητας δεν είναι εύκολο και τυχαίο έργο. Πάντως, είναι ευνόητο ότι το υπόβαθρο της δεν έμεινε αδιατάραχτο (σελ. 59).
Είναι, βέβαια, κουραστική για τον αναγνώστη η παρακάτω παράθεση τόσο πολλών ονομάτων, ωστόσο, σκεφτήκαμε ότι οι πληροφορίες αυτές είναι χρήσιμες, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι είναι ευχάριστο για αρκετούς (αναγνώστες) να αναφέρονται τα ονόματά τους από το απώτερο ένδοξο παρελθόν του τόπου τους.
Βλατσιώτες αποδήμησαν στις Σέρρες. Κάποιοι συγγραφείς (Ν. Αθανασιάδης, Ζ. Τσίρος) αναφέρουν ότι 6 οικογένειες (Δούμπα, Λόγα, Γοργία, Δούρου, Χόνδρου και Παπαγιαννάκη) εγκαταστάθηκαν εκεί οριστικά μετά την επανάσταση του 1792. Ο Σ., παραθέτοντας στοιχεία (σελ. 60), θεωρεί αυτές τις πληροφορίες (αποικισμός των 6 οικογενειών κατά ή μετά την επανάσταση του 1792) αβάσιμες, γιατί ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα υπάρχουν γραπτές αναφορές για ύπαρξη στη Βλάστη ονομάτων αυτών των οικογενειών. Βέβαια, είναι εύλογο ότι ανάμεσα στα χρόνια 1792 και 1827 (Αλή Πασάς, τσιφλικοποίηση του χωριού κλπ) οικογένειες προτίμησαν τον εκπατρισμό, είναι όμως ανάγκη να αποδεικνύεται κατά περίπτωση.
Στις Σέρρες μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους εγκαταστάθηκαν οι οικογένειες Καπέτη και Φέσα, για τις οποίες γίνεται μνεία σε γραπτά της Βλάστης πριν το 1827. Πριν το 1818 βρέθηκε στις Σέρρες και η σύζυγος του Γιαννάκη Φαρμάκη μαζί με τη κόρη της που διέφυγε τη σύλληψή της.
Στη Καβάλα υπήρχε παροικία Βλατσιωτών, από τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και μετά, από τους: Γιάντσιου (οικογενειακώς), Καλαμπούκα, Χάτσιο, Καλιντέρη, Μπέλο, Μούρα, Σούχα, Τασίκα κι ενός άλλου.
Οι Βλατσιώτες στη Κωνσταντινούπολη ήταν πολυάριθμοι, ιδίως από τα μέσα του 19ου αιώνα. Γίνεται μάλιστα μνεία των: Αρσενιάδη, Βασδραβέλλη, Βουλγαρίδη, Γάγου, Γραμματικού, Καραγιαννόπουλου, Κλίτσιου, Λέκα, Μαλάκη, Μπράϊκα, Μπαλατσού, Μπάρκα, Νάκα, Ν. Πηγαδά, Κ. Πιπιλιάγκα, Θ & Μ. Πιπιλιαγκόπουλου, Πετσίλα, Σιαπέρα, Σιμιτσή, Τζιαχάνη, Τζιάφη, Τσίρου, Χαλκιά και Ασβεστά. Πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα μνημονεύονται οι: Δερβίσης και Μπαλατσός, Θωμαΐδης, Μάρκος κάλφας (Λάγγας), Γεώργιος Γκαδός, οι αδελφοί Τσάγκα και ο ιατρός Γ. Βασδραβέλλης. Η αποδημία αυτών σπάνια πήρε τη μορφή οριστικής εγκατάστασης και εγκατάλειψης της γενέτειρας. Οι ίδιοι επισκέπτονταν τη γενέτειρά τους στις (κύριες) γιορτές ή δέχονταν δικά τους πρόσωπα προσωρινά στο χώρο αποδημίας τους.
Η αποδημία προς την πρώην Γιουγκοσλαβία προηγήθηκε κατά πολύ χρονικά (από το 1726 κιόλας) της αποδημίας προς Σέρρες-Καβάλα-Κωνσταντινούπολη. Έτσι, αναφέρονται από το συγγραφέα (πηγή: D. Popovic – βιβλίο του O Cincarima) τα ονόματα Στογιάννης και Δήμος Βέλκος που αποδήμησαν (1720-1737) στη Σεμένδρια (σ. σ. βυζαντινή πόλη της Σερβίας) και στη Καβίνη αντίστοιχα. Ο Σ. θεωρεί αξιόλογη πηγή τον Popovic για εκείνη την εποχή (πριν τα μέσα του 18ου αιώνα), που την χαρακτηρίζει ‘σκότος πηγών της προ των μέσων του ΙΗ΄ αιώνος ιστορίας της Βλάτσης’.
Επίσης, ο Σ. λέει πως μαθαίνουμε ότι στο Ζέμονα (Σεμλίνο) υπήρχαν 5 οικογένειες από τη Βλάστη το 1770, το ίδιο έτος 11 οικογένειες στο Σρεμ και στη Κροατία από άλλη καταγραφή φέρονται ότι υπήρχαν 11 οικογένειες το 1774.
Στο Βελιγράδι στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα υπήρχαν αρκετές Βλατσιώτικες οικογένειες και μεμονωμένα άτομα και μάλιστα με εξέχουσα κοινωνική θέση (Μπόντη, Κρίστιτς, Μπάϊκοι, Γερμάνοι, Ζαγλαίοι, ο Θ. Μπούδιτς, ο Δ. Γεωργίεβιτς, ο Μισιρλής, ο Ν. Παγώνης. Ακόμα οι: αυτάδελφοι Ν. Παπαδημητρίου, Φιλίδου, Χρηστίδου, Χατζηφίτσιου, Βρανάκης, Λίτος κλπ). Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι πολλοί τροποποίησαν το επώνυμο τους, αλλάζοντας τη κατάληξη σε -ιτς, μιας και αποτέλεσαν πλέον μέρος της χώρας που αποδήμησαν.
Ακόμα στη σελίδα 63 αναφέρει μετακινήσεις από το Ζέμονα σε άλλες πόλεις με χρονολογίες: Ο Μπουκουβάλας Κώστας (1792) και ο Δημητρίεβιτς Μπάγιος (1767) στο Μπάνοβιτς και τη Ρούμη, ο Δημητρίεβιτς Νικόλαος στη Ρούμη (δέχτηκε την αυστριακή υπηκοότητα το 1772), ο Κώστιτς Θεόδωρος στη Ρούμη (1766), ο Μάτιτς Γιάγκος στο Πέτροβατς (το 1770 δέχθηκε την αυστριακή υπηκοότητα).
Επίσης, σημειώνει τους παρακάτω μετακινηθέντες στο Ζέμονα: Ζήβκου Κώστας (1772), Ιγνατίου Ανδρέας, Λιώτιτς Θεόδωρος (1792), Νούνκοβατς Παύλος (1775), Παούνκοβιτς Νικόλαος (1822), Πέτροβιτς Κώστας (1804), Πούλιος, Ράντιτς Ιωάννης (1775) και Γ. Ζάγλας.
Στη Μητροβίστα πήγαν οι: Ζήβκοβιτς Γιάγκος, Πόποβιτς Δημήτριος (1762), Μπάϊκοι ή Χατζή Μπάϊκοι (1769) και Θεόδωρος και Παύλος Ζάγλα (1826).
Στο Σεμένδριο (πήγε) ο Λιώτιτς, στο Σιάμπατς ο Κώστιτς (1840), στη Μπαβανίτσα ο Πέτροβιτς, στο Πάντσεβο ο Πόποβιτς Γεώργιος (1775), στη Σιουμποτίτσα του Σρέμ ο Πόποβιτς Δημήτριος (1771) και στην Ιάρκα ο Πόποβιτς Ζήβκου Γεώργιος (1774).
Συνηθισμένη αποδημία έγινε περισσότερο κατά οικογένειες και στη Ρουμανία, κυρίως στη Βλαχία. Ο Σ. μνημονεύει αυτούς που βρίσκονταν εκεί το 1912 ως εξής: Κουκουσιόρη, Γ. & Ι. Καραγώγο, Μ. Πιπιλιαγκόπουλο, Λέκα, Μητσιάνη, Μελέτη, Χ. Κοζάτη, Χ. Κυριαζή, Ι. Νότσιο, Α. Γεωργιάδη, Δ. Καλιντέρη, Κατσιανίκο, Θ. Χινοβίτη, Τάρη, Ι. Βούρτη, Καραδήμο, Μπίμπη, Θεμελή Νικολάου (από το 1860), Μουσίκου (από το 1870), Τοπτσή, Τσέτση, Ε. Σταμουλά και τον γιατρό Λέκα. Αναφέρει και παλιότερους όπως: αδελφοί Αδάμου Γερμάνη (Ο Μενέλαος υπουργός Οικονομικών), οικογένεια Βέλιου (ο Στέφανος μέγας λογοθέτης της δικαιοσύνης) και ο Δόσιος στη Τρανσυλβανία.
Ονομαστοί στη Βιέννη ήταν οι: οικογένεια Δούμπα, Κ. Βέλιος, και ο βαρώνος Ι. Αδ. Γερμάνης.
Αποδημία στη Βουλγαρία δεν ήταν συνήθης. Μνημονεύονται ως εργαζόμενοι εκεί στα 1890 οι: Μάγκος, Γ. Χαλιβάτος, Μπλέτσος, Σταμπαρίδης και Κ. Γαλάνος.
Μη συνηθισμένη ήταν και η παραμονή και εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη. Αναφέρεται ο Βίτης και αργότερα οι Γ. Χουλιβάτος και Σπ. Τσιγαρίδας. Στη Λάρισα μνημονεύονται οι: Μαλάκης, Ζντράλης, Παπαζήσης, Τσέτσης, Βουλγαρίδης και Τσιρούλης.
Αρκετοί αποδήμησαν στην Αίγυπτο. Από τους παλιούς ο Νταρής (με επώνυμο Βαϊνάς), ο Μισιρλής και αργότερα οι αδελφοί Τζιάτα, αδελφοί Κ. Πιπιλιάγκα, Λαζαρίδης, και οι εξάδελφοι Γαλάνου.
Τέλος στη Αμερική πρωτοπόροι ήταν οι: Στ. Γκουλέτσας, αδελφοί Σταμουλά, Τσιάντζιος, Πασπαλιάρης, Φίτσιος, Ραφτογιάννης, Τέρπας, Τουτσιάκης, Τζιαμαντάνης, Τόνιας κ.ά.
Ο Σ. θεωρεί ότι η παραπάνω παρακολούθηση των αποδήμων και αποίκων αποδίδει μέρος του όλου της ιστορίας της Βλάστης. Οι απόδημοι – φρονεί – ‘έγραψαν’ ιστορία στη νέα τους πατρίδα, εκτός αν κάποιος απόγονος αυτών μνημόνευσε με λόγους και πράξεις τη παλιά πατρίδα (Βλάστη). Από αυτή την άποψη, διατυπώνει τη γνώμη ότι, όσοι σταδιοδρόμησαν και επέδειξαν μεγάλο ζήλο στη νέα τους πατρίδα (περισσότερο εξωτερικό) δεν δικαιούνται να καταλογίζονται στην ιστορία της Βλάστης. Και καταλήγει: ‘Η διαπίστωσις προέλευσης είναι άλλο ζήτημα’ (σελ. 65).
Συνοψίζοντας ο Σ. τονίζει ότι το φαινόμενο των μετοίκων-αποδήμων και αποίκων προκάλεσε μεταλλαγές στη ζωή της κοινότητας της Βλάστης στους παρακάτω παράγοντες: 1) έγινε μεγαλύτερη καλλιέργεια της γης, 2) δημιουργήθηκε η αστική τάξη (καλύτερος τρόπος ζωής, πολυτέλεια καλύτερα σπίτια, ναοί, σχολεία κλπ) εξ αιτίας της αποδημίας και κυρίως από τους αποίκους, οι οποίοι συνέχιζαν να ενδιαφέρονται για τη γενέτειρά τους και 3) αυξήθηκε η βιοτεχνία, ιδιαίτερα η παραδοσιακή υφαντουργία, εξ αιτίας της νομαδικής κτηνοτροφίας που κατέστησε τη Βλάστη οικονομικά εύρωστη. Αυτός ο τρίτος παράγοντας (νομαδική κτηνοτροφία) ήταν που έκανε τη Βλάστη να αποτελεί το χαρακτηριστικό της και να έχει την αποκλειστικότητα σε σχέση με τους όμορους αστικούς οικισμούς στα νοτιοδυτικά (κυρίως Σέλιτσα, Βογατσικό), ως μια ενιαία και περισσότερο οργανωμένη ομάδα στους χρόνους της δουλείας.
(πηγή: ‘Ο βίος της κοινότητος Βλάτσης επί τουρκοκρατίας’, σελ. 59-66, Μιχ. Αθ. Καλινδέρη, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1982)