Στην παρουσίαση αυτή εξετάζουμε το χρονικό των Γερμανικών αποζημιώσεων μέσα από το πρίσμα διαφόρων μελετητών – ερευνητών αυτής της πολύ σοβαρής για τη χώρα μας υπόθεσης η οποία μέχρι σήμερα δεν είχε καμία κατάληξη που να αποζημιώνει έστω και κατ’ ελάχιστο τις τρομακτικές ζημίες που σώρευσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Όλα αρχίζουν με τη ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΓΙΑΛΤΑΣ 4-14.2.1945 όπου μεταξύ των θεμάτων που εξετάσθηκαν ήταν και το θέμα των επανορθώσεων από τη Γερμανία που ετέθη για πρώτη φορά από τον Στάλιν. – (Είχε προηγηθεί η διάσκεψη της Τεχεράνης28/11- 1/12/1943 η οποία απετέλεσε το προοίμιο των αποφάσεων που απλά επικυρώθηκαν στη Γιάλτα). Μάλιστα παρουσίασε και έτοιμο σχέδιο για τις επανορθώσεις όπου σύμφωνα με αυτό.
– Οι επανορθώσεις θα πρέπει να είναι σε είδος και όχι σε χρήμα.
– Η Γερμανία τις σε είδος επανορθώσεις θα πρέπει να καταβάλει με δύο τρόπους.
α) με εφάπαξ κατασχέσεις από τον εθνικό της πλούτο εντός και εκτός αυτής.
β) με ετήσιες παροχές εμπορευμάτων μετά το τέλος του πολέμου.
Η Γερμανία θα πρέπει να αφοπλισθεί μέσω των επανορθώσεων και γι’ αυτό πρέπει να κατασχεθούν:
Α) το 80% της Βαριάς Βιομηχανίας της.
Β) το 100% της Αεροναυπηγικής και των συνθετικών καυσίμων.
Γ) το 100% των επιχειρήσεων που κατασκεύαζαν πολεμικό υλικό.
Στην εν λόγω Διάσκεψη οι 3 μεγάλες δυνάμεις συμφώνησαν και υπέγραψαν μυστικό πρωτόκολλο ως κάτωθι: (το εν λόγω πρωτόκολλο το αποκάλυψε στις 18.3.1947 ο Σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών)
Η Γερμανία υποχρεούται στην καταβολή επανορθώσεων σε είδος στις χώρες που σήκωσαν το κύριο βάρος του πολέμου και θα καταβάλλονται με τρεις τρόπους:
α) εφάπαξ κατασχέσεις στη διάρκεια 2 χρόνων από την ημερομηνία συνθηκολόγησης της Γερμανίας.
β) με ετήσιες χορηγήσεις εμπορευμάτων από την τρέχουσα παραγωγή για χρονική περίοδο που θα καθορισθεί.
γ) τις λεπτομέρειες θα τις επεξεργασθεί Διασυμμαχική Επιτροπή με έδρα τη Μόσχα.
Ακολουθεί η ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΟΤΣΔΑΜ (17.7-2.8.45) στην οποία ουσιαστικά επαναβεβαιώθηκε η συμφωνία της ΓΙΑΛΤΑΣ, αλλά με τα κάτωθι ιδιαίτερα συμφωνηθέντα που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.
– Η Γερμανία θα καταβάλει τις επανορθώσεις χωρίς να καταφύγει σε εξωτερική βοήθεια.
– Η συμφωνία δεν καθόριζε το συνολικό ύψος των αποζημιώσεων αλλά τις αρχές διανομής αυτών.
– Τον καθορισμό του συνολικού ύψους το άφηναν να γίνει με την υπογραφή οριστικής συνθήκης ειρήνης.
– Ως προς τη Διανομή (ποσοστιαία) η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ έπαιρνε το 50% των επανορθώσεων.
– Οι ΗΠΑ και Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ έπαιρναν από 22%.
Δηλαδή οι 3 έπαιρναν το 94% και άφηναν για τους υπόλοιπους το 6%.
Να σημειωθεί ότι οι Πολωνοί θα αποζημιώνονταν από το ποσοστό των Σοβιετικών ενώ οι ΓΑΛΛΟΙ από το 44%. δλδ. από τα μερίδια των ΗΠΑ και Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ.
Το Ελληνικό ζήτημα απασχόλησε ιδιαίτερα τη διάσκεψη όπου το έθεσε με επιμονή ο Στάλιν που εμφάνιζε όμως την ΕΛΛΑΔΑ σαν μία φασιστοκρατούμενη χώρα.
Η Ελληνική Κυβέρνηση αναφέρεται για πρώτη φορά στη Διάσκεψη 21 ημέρες μετά τη λήξη της, εκδίδοντας σχετικό ανακοινωθέν, κάνοντας μεταξύ άλλων και μνεία του θέματος των επανορθώσεων όταν μάλιστα στα υποβληθέντα επανορθωτικά σχέδια υπήρχαν όλοι οι Δικαιούχοι πλην της Ελλάδος. Την παράλειψη αυτή την επισήμανε ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και συμφώνησε ο Στάλιν.
Ακολουθεί το ΣΥΝΕΔΡΙΟ των ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΕΩΝ 9.11-21.12.1945, καθώς και ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ για αυτές 14.1.1946.
Με τον όρο επανορθώσεις εννοείται το απαιτούμενο χρηματικό ποσό ή το ισοδύναμο αντίτιμό του προς αποκατάσταση του υλικού πλούτου που υπέστη ζημίες θετικές και αποθετικές δηλαδή την απωλεσθείσα υπεραξία.
Το ύψος των επανορθωτικών αξιώσεων της Χώρας μας ποτέ δεν καθορίσθηκε επακριβώς. Ο καθηγητής Αγγ. Αγγελόπουλος με κάθε επιφύλαξη έδινε κατ’ ελάχιστο 3,7 δις $ ενώ ο Πρόεδρος της ΕΛΛΑ-ΤΟΥΡΚ (1) έδινε 1.138 δις χ.λ.Α.
Η Χώρα μας ζητούσε αρχικά επανορθώσεις 14.644 δις $ του 1938 τα οποία κατένεμε
1) Υλικές δαπάνες 2.545
2) Δαπάνες κατοχής 2.781
3) Δαπάνες προϋπολογισμού 1.855
4) Λοιπά Κονδύλια 7.463
ΣΥΝΟΛΟ 14.644
Ανεξάρτητα από τον τρόπο υπολογισμού των επανορθώσεων αξίζει να καταγράψουμε λίαν περιληπτικά μερικές από τις συνέπειες της Γερμανικής εισβολής, αλλά και γενικά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Χώρα μας.
Το 1940 οι κάτοικοι της Χώρας ήταν 7.335.000. Με το τέλος του πολέμου ο πληθυσμός είχε μειωθεί κατά 550.000.
Οι υλικές καταστροφές προσεγγίζονται ως κάτωθι:
Καταστράφηκαν 3.700 πόλεις και οικισμοί 408.000 σπίτια και μέσα σε αυτά και 5.000 σχολεία.
Η ζημία έφθασε το 23% του συνολικού οικονομικού μας πλούτου.
Δημιούργησε 227.000 άστεγες οικογένειες δηλαδή το 20% περίπου του πληθυσμού, ενώ η εγκατάλειψη της υπαίθρου έπαιρνε διαστάσεις εθνικού κινδύνου ιδιαίτερα στη Β. Ελλάδα.
Το οδικό δίκτυο είχε καταστραφεί κατά 75%-80% και τα μεταφορικά μέσα κατά 75%. Από τα 17.200 προπολεμικά οχήματα (επιβατικά – λεωφορεία – φορτηγά) είχαν καταστραφεί ολικά τα 11.650 και μερικώς 2.950.
Στο Σιδηροδρομικό Δίκτυο από τα 2.679 χλμ απέμεναν 680. Από τα 7.708 βαγόνια απέμειναν 607. Στις γέφυρες και τηλεγραφικές εγκαταστάσεις η καταστροφή έφθανε το 75%.
Τηλεπικοινωνίες είχαν καταστραφεί ολοσχερώς και το 70% των μηχανημάτων είχαν μεταφερθεί στη Γερμανία. Οι εμπορικοί στόλοι είχε μειωθεί κατά 73%, ενώ οι ζημίες στα λιμενικά έργα υπερέβαιναν τα 13 εκατ. $.
Λεηλατήθηκαν από τους Γερμανούς 87 αρχαιολογικοί χώροι, από τους Ιταλούς 39 και από τους Βούλγαρους 3.
Διενεργήθηκαν 26 αυθαίρετες ανασκαφές και διερπάγησαν τα ευρήματα.
Παρά το υποβληθέν από τη Χώρα μας υπόμνημα, βάσει του οποίου η ΕΛΛΑΔΑ ζητούσε 14.644 δις $, που στη συνέχεια περιόρισε σε 7.181 δις $ επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις μόνο σε πλοία και βιομηχανικές εγκαταστάσεις και εργαλεία σε ποσοστά 6,8% και 4,35% αντίστοιχα από το σύνολο του διαμοιρασθησόμενου δυναμικού που σήμαινε το 1% περίπου των απαιτήσεών της.
Η Ελλάδα διαμαρτύρεται στις κυβερνήσεις των συμμάχων ως αδικούμενη και δεν υπογράφει το πόρισμα.
Ο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ΣΠΑΡΟΥΝΗΣ καταθέτει επιφύλαξη με την οποία σαφώς διαχωρίζει το ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ από τις επανορθώσεις.
Συγκεκριμένα αναφέρει «θεωρεί ως μη καλυφθείσα δια των διατάξεων της συμφωνίας την απαίτηση της Τραπέζης της Ελλάδος εξ 160 εκ $ έναντι της Γερμανικής Κυβερνήσεως την προκύπτουσα εκ των προκαταβολών προς τις Γερμανικές αρχές κατοχής και επιφυλάσσεται να επιδιώξει τον διακανονισμό της πιστώσεως περεταίρω».
Ωστόσο ένα μήνα μετά στις 24.1.1946 η Ελλάδα θα υπογράψει τη συμφωνία (14.12.1945) των Γερμανικών επανορθώσεων και θα την κυρώσει με το ν. 3478/30.12.1955.
Αξίζει να αναφερθεί ότι τελικά πήραμε συνολικά 38 πλοία εκ των οποίων τα 15 ήταν ακατάλληλα όπως έκρινε ειδικός ναυπηγός του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας έχοντας πληρώσει όμως τα έξοδα ελλιμενισμού και επισκευών.
Από τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις πήραμε ελάχιστα εργοστάσια και αρκετά μηχανήματα. Μεταξύ των εργοστασίων ήταν ένα εργοστάσιο κατασκευής λεβήτων και ένα κατασκευής μηχανημάτων ακριβείας καθώς και το εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος της ΒΡΕΜΗΣ. Από τις βιομηχανίες πήραμε μόνο μία υψικάμινο που με δυσκολία πουλήθηκε ως παλιοσίδερα.
Ακολουθεί το συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων 29.7 – 15.10.1946 το οποίο συνέρχεται για να ετοιμάσει τις συνθήκες ειρήνης με τους συμμάχους της Γερμανίας δηλαδή Ιταλία – Βουλγαρία – Ουγγαρία – Φιλανδία – Αυστρία – Ρουμανία.
Η Ελλάδα με το από 29.7.1946 υπόμνημά της ζητούσε επανορθώσεις ύψους 15,7 δις $ του 1938.
– Γερμανία το 60,9% ήτοι 8,7 δις $ 1938
– Ιταλία το 33,6% ήτοι 6,1 δις $ 1938
– Βουλγαρία το 5,5% ήτοι 1,0 δις $ 1938
Ωστόσο η Βουλγαρία είχε καταλάβει το 14,3% του Ελληνικού εδάφους, το 10% του Ελληνικού πληθυσμού με το 21% της Ελληνικής παραγωγής και 23% των εσόδων.
Παρ’ όλα αυτά η Χώρα μας δε ζήτησε συνυπευθυνότητα από τη Βουλγαρία για τις συνολικές ζημιές.
ΤΕΛΙΚΑ το συμβούλιο επεδίκασε στη Χώρα μας 105 εκ $ από την ΙΤΑΛΙΑ και 45 εκ $ από τη Βουλγαρία.
Παρ’ όλα αυτά ο Υφυπουργός Εξωτερικών Φ. Δραγούμης δήλωνε ότι «Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι με κανένα τρόπο δεν εμπαιχθήκαμε από τους πραγματικούς μας φίλους, η αξιοπρεπής και συγκρατημένη στάση της αντιπροσωπείας μας προκάλεσε τη γενική εκτίμηση».
Ενώ για την Ιταλία και τη Βουλγαρία επιδικάσθηκαν έστω και αυτά τα μικρά ποσά, ακολουθείται ένας Μαραθώνιος με συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειες για τη Γερμανική συνθήκη Ειρήνης, όπως αυτή της ΜΟΣΧΑΣ 10.3 – 24.4.1947, η οποία κατέληξε σε ναυάγιο εξ’ αιτίας του ποσού των 20 δις $ που απαιτούσε η Σοβιετική Ένωση και δε δεχόταν η Αμερικανική πλευρά.
Ακολουθεί η διάσκεψη του ΛΟΝΔΙΝΟΥ 5-12.11.1947 με την ίδια κατάληξη.
Στην εν λόγω διάσκεψη η Ελλάδα φέρνει το θέμα του Κατοχικού Δανείου, αλλά το Ελληνικό διάβημα δεν είχε κανένα αποτέλεσμα λόγω τερματισμού των εργασιών της σύσκεψης.
Ακολουθεί η εξαμερής συνδιάσκεψη του Λονδίνου στην οποία συμμετέχουν ΗΠΑ – Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ – ΓΑΛΛΙΑ – ΒΕΛΓΙΟ – ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ και ΟΛΛΑΝΔΙΑ κατά τη διάρκεια της οποίας αποφασίζεται η ίδρυση της Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ αντί να ετοιμασθεί και υπογραφεί η συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία.
Με τη συμφωνία της ΒΟΝΝΗΣ 26.5.1952 συμφωνήθηκε από την Κυβέρνηση της Δ. Γερμανίας τις ΗΠΑ, Μ. Βρετανίας και Γαλλίας ότι διάδοχος του Γ’ ΡΑΙΧ είναι η ενοποιημένη Γερμανία και σύμφωνα με αυτήν η ρύθμιση των επανορθώσεων ρητά αναβάλλεται μέχρι την υπογραφή της οριστικής συνθήκης ειρήνης από τη Γερμανία.
Μέχρι τότε η Γερμανία μπορεί να υπογράφει χωριστά συμφωνίες ρύθμισης των επανορθώσεων με τους δικαιούχους αυτών.
Ακολουθεί η συμφωνία του Λονδίνου της 27.2.1953 για τα Γερμανικά εξωτερικά χρέη η οποία ορίζει ότι: Η εξέταση των επανορθωτικών απαιτήσεων που πηγάζουν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο των χωρών που διετέλεσαν σε εμπόλεμη κατάσταση ή κατελήφθησαν από τη Γερμανία… αναβάλλονται μέχρι του οριστικού διακανονισμού του προβλήματος των επανορθώσεων.
Συμπεριλαμβάνονται οι απαιτήσεις για έξοδα της Γερμανικής κατοχής, τα ενεργητικά σε συμψηφιστικούς λογαριασμούς όπως και οι απαιτήσεις κατά των Reichskreditkassen.
Η Ελλάδα διαχρονικά και συστηματικά είχε διαχωρίσει το Κατοχικό Δάνειο από τις επανορθώσεις και ούτε μέχρι το 1953 κάποια συμφωνία ή συνθήκη το είχε εντάξει σε αυτές. Η συμφωνία του 1953 δεν συμπεριλαμβάνει τις δανειακές απαιτήσεις όπως είχε κάνει με τα έξοδα κατοχής, τους συμψηφιστικούς λογαριασμούς και τις απαιτήσεις έναντι των Reichskreditkassen.
Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα δεν το διεκδίκησε και το πνεύμα της εποχής το δίνει ο τότε (1962) Υπουργός Συντονισμού Π. Παπαληγούρας, που χαρακτηρίζει «ανεδαφική την άποψιν εκείνων που προβάλλουν το περίεργο επιχείρημα συμψηφισμού του Δημόσιου Χρέους με τις δανειακές μας απαιτήσεις.»
Η Συμφωνία του Λονδίνου με το παράρτημα VIII διατηρεί σε ισχύ την ειδική συμφωνία Ελλάδας-Γερμανίας για άρση του εμπόλεμου με το ν.2023/52. Στην τελευταία ρητά αναφέρεται ότι ο διακανονισμός των οφειλόμενων επανορθώσεων από τη Γερμανία υπογράφει οριστική συνθήκη Ειρήνης».
Η Ελλάδα κύρωσε τη συμφωνία του Λονδίνου με το ν. 3480/55.
Το θέμα επανέρχεται το 1964 με άρθρο του καθηγητή Αγγελόπουλου, το οποίο δίνει ανάγλυφα τον τρόπο λειτουργίας των κατοχικών δυνάμεων και τη λεηλασία που συστηματικά απογυμνώνει τον τόπο.
Τώρα τι έγινε μετά το άρθρο του καθηγητή Αγγελόπουλου που προβλήθηκε έντονα από τον Τύπο.
Η τότε Ελληνική Κυβέρνηση ανέθεσε στον Καθηγητή Αγγελόπουλο να ανακινήσει ανεπίσημα το θέμα του Κατοχικού Δανείου στις αρμόδιες Γερμανικές αρχές. Ο Αγγελόπουλος ήρθε σε επαφή με τους Διευθυντές του Υπουργείου Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας Ντελακρουά και Ράιχαρτ.
Έτσι λοιπόν στην αναφορά του προς τον Υπουργό Εξωτερικών αναφέρει ότι ενώ οι συνομιλητές του δεν αμφισβήτησαν το δίκαιο του ελληνικού αιτήματος, ήταν της γνώμης ότι τελικά όλες οι αξιώσεις των δικαιούχων τελικά θα διαγράφονταν.
Ωστόσο η Γερμανική πλευρά, δια του Ράιχαρτ, υποστήριξε ότι σε συνομιλία με τον Καγκελάριο Κ. Αντενάουερ ο πρωθυπουργός Καραμανλής είχε παραιτηθεί του Κατοχικού Δικαίου για να λάβει πίστωση 200 εκ. Γ.Μ.
Η Γερμανική πλευρά υποστήριξε το προφορικό της παραίτησης, ενώ είναι γνωστό ότι προφορικές συμφωνίες στις διακρατικές σχέσεις είναι ανυπόστατες.
Στη συνέχεια η Γερμανική πλευρά το 1965 δια του Υπουργού Εξωτερικών ΣΡΕΝΤΕΡ ισχυρίζεται ότι και ο Γ. Παπανδρέου παραιτήθηκε της διεκδίκησης του Κατοχικού Δανείου στον Έρχαρτ προφορικά προκαλώντας την αντίδραση της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Το 1967 ο Αγγελόπουλος μεταβαίνει στη Δ. Γερμανία ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβέρνησης και θέτει εκ νέου θέμα Κατοχικού Δανείου, πράγμα που αναγνωρίζουν οι Γερμανοί, αλλά αρνούνται να εξετάσουν, λόγω της συμφωνίας του Λονδίνου 1953.
Έκτοτε, και μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε σήμερα, είναι η καταγραφή των ενεργειών εκ μέρους των Ελληνικών Κυβερνήσεων και η μόνιμη άρνηση των Γερμανικών να αναγνωρίσουν οποιαδήποτε αποζημίωση, ακολουθώντας πότε δυναμική και πότε παρελκυστική τακτική.
Δημήτρης Α. Ζακοντίνος
Οικονομολόγος
Μέλος & τ. Αντιπρόεδρος του “ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ”
(1) “ΕΛΛΑ-ΤΟΥΡΚ” Ελληνοτουρκική εταιρεία Γενικού εμπορίου και αντιπροσωπειών με έτος ίδρυσης 1938.