Δικαίωμα αλλά και καθήκον κάθε Έλληνα πολίτη να προσέλθει στις εκλογές και να εκλέξει τους αντιπροσώπους στο Ευρωκοινοβούλιο και τους τοπικούς «άρχοντες». Διότι όσο οι πολίτες κατανοούν τη σημασία που έχει για τη ζωή τους ο καλός δήμαρχος, ο περιφερειάρχης που κάνει συστηματική δουλειά, τόσο πιο ενεργοί και συμμετοχικοί είναι.
Παρότι η αυτοδιοίκηση είναι «ακηδεμόνευτη» και «ακομμάτιστη», παραμένει σε στενό εναγκαλισμό με το κομματικό κατεστημένο στη χώρα και το ίδιο εγκλωβισμένοι είναι και οι περισσότεροι ψηφοφόροι.
Το δικαίωμα των πολιτών να εκλέγουν ελεύθερα με το σύστημα της απλής αναλογικής, είναι η κορυφαία και η κυρίαρχη έκφραση της σύγχρονης Δημοκρατίας. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που έζησαν και τις μαύρες εποχές του πολέμου, των κατακτητών και των δικτατοριών, θυμούνται ότι το ιερό αυτό δικαίωμα δεν αποτελούσε πάντα αυτονόητη ελεύθερη έκφραση δημοκρατικής διαδικασίας, όμως υποχρέωσή μας είναι να διαφυλάξουμε την ελευθερία του.
Η ιστορία της αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα
Είναι γνωστό σε όλο τον πλανήτη ότι το δημοκρατικό πολίτευμα γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα, στο κράτος –πόλη των Αθηνών. Συναντάμε τους «δήμους» ως υποδιαιρέσεις του κράτους. Στην άμεση εκείνη δημοκρατία, οι αθηναίοι άνδρες πολίτες (με εξαίρεση κάποιες κατηγορίες) εξέλεγαν άμεσα τους κυβερνήτες τους και αποφάσιζαν οι ίδιοι για όλα τα θέματα. Από την στιγμή που γιγάντωσαν πληθυσμιακά οι πόλεις-κράτη, έπαψε στην ουσία να υφίσταται αυτός ο δημοκρατικός θεσμός.
Σελ 3
Εξέλιξη του δημοκρατικού πολιτεύματος αποτελεί ο θεσμός της έμμεσης εκπροσώπησης, φτάνοντας στις μέρες μας στην εκλογή αντιπροσώπων σε Εθνικό κοινοβούλιο και σε Ευρωπαϊκό. Στους δήμους και τις τοπικές κοινότητες ο θεσμός της αυτοδιοίκησης έχει υποστεί πολλές μεταρρυθμίσεις με τα χρόνια.
Στα βυζαντινά χρόνια, στο μοντέλο της αυτοκρατορίας λειτουργούσαν οι δήμοι (ως φατρίες αρχικά αθλητικού χαρακτήρα, οι οποίες ανέπτυξαν και πολιτικό χαρακτήρα) οι έπαρχοι, οι διοικητές κοινοτήτων που αποτέλεσαν και το μοντέλο στην τουρκική διοίκηση.
Έχει σημασία να δούμε τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, με τα πολλά και διευρυμένα προνόμια προς τις χριστιανικές κοινότητες. Το αυτοδιοικητικό σύστημα έφθασε σε ύψιστο βαθμό, τόσο ώστε θεσμοί του να εμφανιστούν στα μεγάλα κράτη πολλά χρόνια αργότερα. Βέβαια, μέσα στο φεουδαρχικό σύστημα που ήταν κυρίαρχο σε Ανατολή και Δύση, οι προύχοντες ανήκαν στην ευημερούσα οικονομικά κοινωνική τάξη (καπεταναίων, εμπόρων, τσελιγκάδων, ανάλογα με την περιοχή). Όμως, ο λαός ήταν παρών στη λήψη αποφάσεων. Βασικό κύτταρο τοπικής διοίκησης υπήρξε η κοινότητα. Αστική με τους μαχαλάδες ή αγροτική. Μια κοινότητα περιελάμβανε έναν ή περισσότερους οικισμούς και είχε την ευθύνη κυρίως της πληρωμής των φόρων στην κεντρική διοίκηση. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, οι ελληνικές κοινότητες αναπτύχθηκαν σημαντικά και συνέβαλαν στην ενίσχυση, διαμόρφωση και διατήρηση της εθνικής συνείδησης. Κάθε Κυριακή και γιορτή, με το τέλος της Λειτουργίας, οι προύχοντες μαζί με τον παπά και τον γραμματικό του χωριού κάθονταν στο μικρό πεζουλάκι, που υπήρχε ένθεν και ένθεν της κύριας εισόδου του πρόναου, με το λαό απέναντι στον αυλόγυρο συζητούσαν τα προβλήματα που αναφύονταν και συναποφάσιζαν. Έτσι εκδηλωνόταν η κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη στην Κοινότητα. Στη μάζωξη αυτή, από όσους πλήρωναν «βεργί» δηλ κτηματικό φόρο, έβγαινε και η Αρχή της κοινότητας δια βοής ή με ψηφοφορία, οι Γέροντες ή Δημογεροντία, που επί τουρκοκρατίας ήταν ο μουχτάρης (κοτζάμπασης), μισθωτός, και την εκλογή του επεκύρωνε ο έπαρχος του κάζα, ο καϊμακάμπεης με τους αζάδες (συμβούλους) του. Αυτός κρατούσε τη βούλα του χωριού και ήταν υπεύθυνος για ότι γινόταν στο χωριό και υπόλογος στις τουρκικές αρχές. Αξίωμα πολύ προσοδοφόρο και από μπαξίσια κατά την τουρκική νοοτροπία, το οποίο δύσκολα αποχωρίζονταν εφαρμόζοντας διάφορες τρομοκρατικές πρακτικές.
Στα πρώτα ελεύθερα χρόνια τις τοπικές υποθέσεις τις διαχειρίζονταν οι δημογεροντίες. Ο Καποδίστριας διαίρεσε την ελεύθερη τότε Ελλάδα σε τμήματα, οι δε δημογέροντες αποτελούσαν αρχικά όργανα της κρατικής διοίκησης. Η εξέλιξη του αυτοδιοικητικού έργου του κυβερνήτη διακόπηκε με τη δολοφονία του. Ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης, δηλαδή της διοίκησης των τοπικών υποθέσεων από όργανα ανεξάρτητα από την κρατική εξουσία, εισήχθη στη χώρα μας από τη βαυαρική αντιβασιλεία. Η ελληνική επικράτεια χωρίστηκε σε επαρχίες, υποεπαρχίες (ή αντεπαρχίες) – πρώτης και δεύτερης τάξεως – και κοινότητες. Οι έπαρχοι και οι κοινοτάρχες διορίζονταν από την κεντρική διοίκηση, με τους τελευταίους να επιλέγονται, όμως, από κατάλογο που πρότειναν ή ψήφιζαν οι διοικούμενοι. Με το βασιλικό διάταγμα της 27ης Δεκεμβρίου 1833 αυτή η διοικητική διάθρωση καταργήθηκε και η μικρή χώρα χωρίστηκε σε νομούς (δέκα στην αρχή) και σε επαρχίες. Επίσης, καταργήθηκαν οι κοινότητες, που υπήρχαν από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, και οι οικισμοί που τις απάρτιζαν συνενώθηκαν σε δήμους τριών διαφορετικών τάξεων, ανάλογα με τον πληθυσμό τους. Οι νομάρχες υπάγονταν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου των Εσωτερικών και διορίζονταν από αυτό. Οι δήμοι είχαν αρκετές αρμοδιότητες, με κυριότερες: την στοιχειώδη εκπαίδευση (απ’ όπου και «δημοτικά» σχολεία), την αστυνόμευση και την στρατολόγηση. Τα δημοτικά συμβούλια εκλέγονταν από τους δημότες, αλλά ο δήμαρχος επιλεγόταν από το νομάρχη, από κατάλογο υποψηφίων που συνέτασσε το δημοτικό συμβούλιο. Μετά την έξωση του Όθωνα το 1862, ψηφίστηκε νέος νόμος (1864), με τον οποίο καθιερώθηκε η άμεση εκλογή του δημάρχου από τους πολίτες (άνδρες).
Η δεύτερη και ριζικότερη προσπάθεια αναμόρφωσης του αυτοδιοικητικού συστήματος έγινε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1912. Με το οργανωτικό σχήμα που εισήγαγε ο νόμος το έτος 1912 «Περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων» κατακερματίστηκαν οι δήμοι και δημιουργήθηκαν χιλιάδες κοινότητες σε ολόκληρη την επικράτεια. Οι κοινότητες αυτές, μικρές, θνησιγενείς και χωρίς πόρους, κατέληξαν να λειτουργούν σαν τοπικά παραρτήματα της κρατικής γραφειοκρατίας (έκδοση πιστοποιητικών και ληξιαρχικών πράξεων) αντί να αποτελούν ζωντανά κύτταρα οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης και προόδου.
Οι δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934 έμειναν στην ιστορία, διότι για πρώτη φορά ψήφισαν οι γυναίκες.
Η κατάσταση στο χώρο της τοπικής διοίκησης παρέμεινε στα ίδια γενικά πλαίσια και στα επόμενα χρόνια. Η μεταξική δικτατορία, η Απελευθέρωση, ο Εμφύλιος, η Δικτατορία και, στη συνέχεια, η Μεταπολίτευση, ελάχιστα επέδρασαν στα αυτοδιοικητικά πράγματα. Εν τω μεταξύ, όμως, η Ελλάδα είχε αλλάξει εντελώς και, το βασικότερο, η αστυφιλία είχε ερημώσει την ύπαιθρο. Οι γερασμένοι και ολιγάριθμοι πληθυσμοί των κοινοτήτων και το πολύπλοκο και αναποτελεσματικό γραφειοκρατικό σύστημα στραγγάλιζε τις αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και απέτρεπε την κοινωνική και οικονομική πρόοδο.
Το 1994 αποτελεί τομή στην εκλογική ιστορία της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς για πρώτη φορά οι νομάρχες εξελέγησαν απευθείας από τον λαό. Με το σχέδιο «Καποδίστριας» (1997) πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη αυτοδιοικητική μεταρρύθμιση από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η χώρα διαιρέθηκε σε 13 περιφέρειες, 51 νομούς, 910 δήμους και 124 κοινότητες. Η συνένωση κοινοτήτων σε μεγαλύτερους δήμους έγινε με σκοπό τη βελτιστοποίηση της δημόσιας διοίκησης στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Νομάρχες, κοινοτάρχες και δήμαρχοι ήταν αιρετοί, ενώ οι περιφερειάρχες διορισμένοι από την κυβέρνηση.
Με το πρόγραμμα «Καλλικράτης» (2010) επιχειρήθηκε η νέα και πιο πρόσφατη αυτοδιοικητική μεταρρύθμιση στη χώρα μας. Η Ελλάδα αποτελείται πλέον από 7 αποκεντρωμένες διοικήσεις, 13 περιφέρειες και 352 δήμους. Οι επικεφαλής των αποκεντρωμένων διοικήσεων είναι διορισμένοι από την κυβέρνηση, ενώ αιρετοί είναι οι περιφερειάρχες και οι δήμαρχοι.
Μαρία Μαχαίρα