Σημ: όπου Σ. = συγγραφέας Μ. Καλινδέρης. Το σημείωμα αποτελεί σκιαγράφηση βιβλίου του Μ. Α. Καλινδέρη (‘Πηγή’ στο τέλος του σημειώματος), ο οποίος αποτελεί, κατά τη ταπεινή μας γνώμη, έναν αμερόληπτο και έγκριτο συγγραφέα και επιστήμονα. Η σκιαγράφηση έγινε με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, χωρίς προσωπικές παρεμβάσεις.
σ.σ. = σημείωση εκδότη (δική μου)
Ο Σ. δηλώνει ότι έχει συλλέξει 800 περίπου δημοτικά τραγούδια με τις παραλλαγές τους από το Μπλάτσι (Βλάστη) και άλλα μέρη της Δυτικής Μακεδονίας. Συγκεκριμένα για τη Βλάστη σημειώνει ότι στο παρόν βιβλίο του δημοσιεύει ένα μέρος τους, λόγω στενότητας χώρου, που αναφέρεται μόνο στα έθιμα όπως: 16 μοιρολόγια, 11 τραγούδια του Τρανού χορού των Κτηνοτρόφων, 15 του Γάμου, 5 Αϊβασιλιάτικα, 1 της Πασκαλιάς και 2 του Μπλατσιού. Σε σημείωσή του γράφει ότι πληροφοριοδότες του ήταν η μητέρα του και η Καλλιόπη Καρακαντίρη στα μοιρολόγια και οι: Γούσιας Τιάμης, 70 ετών το 1970, κορυφαίος του Τρανού χορού και ο Κώστας Σοφολόγης, ράπτης, στα τραγούδια του Τρανού χορού και του Γάμου.
Εμείς στο σημείωμά μας θα αναγράψουμε τους τίτλους των μοιρολογιών, των γαμήλιων, των Αϊβασιλιάτικων, της Πασχαλιάς και του Μπλατσιού, ενώ θα παραθέσουμε όλους τους στίχους των τραγουδιών του Τρανού χορού των Κτηνοτρόφων.
Μοιρολόγια: Ανάθεμα ποιος έλεγε, Ν’ εμ δώδικα χρόνους έκαμα, Σαν κίνησαν οι όμορφις, Τί να σου στείλου ξένε μου, Μωρί κοντούλα λεμονιά, Ακούς μωρ μάνα μου, Μωρ ψηλά στουν Αϊθανάση, Κάτου στουν Αγιου Θόδουρου, Γαμπρέμ τί μάνα σ’ έκαμνιν, Απόψε η μάνα, Νά ̕ ξερα μωρ’ μάνα μου, Παλληκάρι μ’ που κοιμάσι, κάπου κίνησα να πάνου, Θέλω να φύγου, Μια κόρη ετραγούδησε, Πουλάκιν είχα στου κλουβί.
Γαμήλια: Μια πέρδικα παινέθηκι, του λεν μάναμ οι κούκοι σταϊ βουνά, Σ’ όλον το κόσμο, Πιρδικούλα γκιουρντανούσα, Ιψές είχα καλή καρδιά, Σαν κίνησιν ου νιούτσικους, Στα πράσινα λιβάδια, Ισύ γαμπρέ, Ιδώ σ’ ετούτη την αυλή, Χίλιοι μίλλιοι μου δικοί μου, Να μη σας κακουφάνηκε, Πουλάκι κλαίει στη ξενιτιά, Γαμπρέ μ’ σα θέλεις, Διαβαίνει η νύφη μι του γαμπρό, Ν’ ισύ μήλου βουργάρικου.
Αϊβασιλιάτικα: Άγιους Βασίλης έρχιτι, Ιδώ σ’ ιτούτην την αυλή, Ιδώ σ’ ιτούτην την αυλή (άλλη παραλλαγή), Ένα σπυρί σπυρόϊπουλο, Κίνησιν ου νιούτσικους.
Πασχαλιάτικο: Σήμιρα Δέσπω μ’ Πασκαλιά.
Του Μπλατσιού: Έχου κιρόν π’ δεν πήγα, Έχειν κιρό π’ δεν πήγα (άλλη παραλλαγή).
Τραγούδια του Τρανού Χορού των Κτηνοτρόφων
1. Σήμιρα έχουμι κιρό να βγούμι στου σιργιάνι, να μάσουμι γραμματικοί, να μάσουμι παπάδις, ν’ ανοίξουμι τις εκκλησιές να ιδούμι τα βαγγέλια, να ιδούμι κι την Παναγιά, πώς στρώνι, πώς κοιμάτι. Κοιμάτι στα τραντάφυλλα, γυρτιέτι στα λουλούδια (με αυτό το τραγούδι ξεκινάει ο Τρανός χορός το 15Αύγουστο).
2. Του βράδυ βγαίνει ου αυγερινός κι του ταχιά η πούλια, του μισιμέρι ου βασιλιάς να λα(φ)ουκυνηγήσει, μι τιτρακόσιους άρχουντες, μ’ εξήντα τσιαουσιάδις (ή σιουμπασιάδις) κι μι του ρήγα τουν υγιό κι μι τουν Κουσταντίνου. Ολημερίς κυνήγησαν κι του κυνήγι δε βρήκαν. Κι’ αυτό τ’ αργό τ’ αργούτσικο…
3. Κάτου στουν ‘Αγιου Θόδωρου, Σουλτάνα, Σουλτάνα, στουν Άγιου Κουνσταντίνου, Σουλτάνα Βιργινάδα! Πανηγυρίτσι γένουνταν, μιγάλου πανηγύρι. Του πανηγύρι ήταν πουλύ κι’ ου τόπους ήταν λίγους. Σαράντα δίπλις ου χουρός, κι’ εξήντα δυό τραπέζια (ή καγκέλια). Κρατεί ν (ή βαστάει)ου δράκους του νιρό, διψάει του πανηγύρι. – Απόλ’ να, δράκι μ’ του νιρό να πχιεί του πανηγύρι (ή διψάει του πανηγύρι).
4. Κάτου στους τρανούς τους κάμπους κι στα πράσινα λιβάδια, έσπειρα σπυρί κριθάρι, φύτρουσι μαργαριτάρι, γιόμουσιν ου κάμπους όλους κι’ έβαλα πιρ’ σσούς (ή πολλούς) ιργάτις. Έβαλα κι’ ένα λεβέντη για να δένει τα διμάτια.
5. Μνιά Μαρουδιά μωρέ (ή καλή) Ρουμνιά, μνιά Μαρουδιά,̕ π’ τα Γιάνινα, Δηυτέρα μέρα κίνησε να πάει για ̕ σημόχωμα, ̕ σημόχωμα κι’ ασπρόχωμα. Σκιπάρι δεν της έλαχι κι μι τα νύχια τό ̕ βγανι, κι μι τ’ ασημουμάχιρου (ή τα νυχουπόδαρα). Κι πέσιν τ’ ασημόχωμα και πλάκουσιν τη Μαρουδιά. Σκούζει, φωνάζει η Μαρουδιά, πού ̕ στι ̕ ̕διρφάκια μ’ καρδιακά.
6. Ου Μίλιους ου πραματηυτής, έρ, ν ου Μίλιους ου στρατχιώτης, μωρ’ Μάρου μαργιολή ου μίλιους ου στρατχιώτης, Γιουργάκη μ’ κι’ αδιρφέ μ’, σέρνει μουλάρια τριανταδυό κι μούλις τριανταπέντι. Σέρνει και μνιά χρυσόμουλα να περπατεί καβάλα. Τουν ήσκιοι ήσκιου πάϊνι, τουν ίσκιου απού τα δέντρα, μη τουν μαράνει (ή πάρει) ου κουρνιαχτός, να μην τουν κάψει ου ήλιους.
7. Μέσ’ στου Μπουγντά, μωρε Ρουμνιά, μέσ’ στου Μπουγντάνου τόϊ βουνό τρεις λυγιρές ανέβιναν. Ανέβιναν κατέβιναν να μάσουν τ’ άγιου μάραντου κι του μιλισσουβότανου. Κι δίψασαν οι λιγιρές, πάϊσαν να πχιούν κρύου νιρό. Στη ρίζα που του μάζουναν, βρίσκουν του λαβουμένου στου αίμα βουτηγμένου.- Μάννα μ’, να τουν επάρουμι, γαμπρόν για να τουν κάνουμε στην αδελφή μας τη μικρή.
8. Γκιουφύρι είχα στη θάλασσα, μωρέ κι σκάλα δεν ̕ ταν άλλη, μωρή μαυροματούσα. Τρεις λυγιρές ανέβιναν του χάρου αρουτούσαν.- Δείξε μας, χάρε, δείξες μας, πότε θε να πιθάνου.- Τί να σου δείξω κόρη μου, μαραίνεται η καρδιά σου. Σαν έχεις ρούχα, φόρις τα, φλουριά μην τα λυπάσι. Σαν έχεις κι άλουγου γουργό, πιρπάτα πανηγύρια. Την Κυριακίτσα πόρχιτι, την άλλη παραπάνω.
9. Άκου τόϊ πουλί, άκου τόϊ πουλί, Μπηϊνα (ή μπρε γυιέ μου), πώς μορφολαλεί και λέει για την άνοιξη, του χινόπουρου. Τούρκοι διάβιναν κι Γιανίτσαροι για μνιά όμορφη, μπρε γυιέ μου, για μνιά όμορφη. Σέρνει του χουρό τουν καγκιλουτό (σ.σ. με αυτό το τραγούδι ξεκινάει ο Τρανός χορός στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα).
10. Αϊντι σεις Τσαλαπανιώτις, όπου πάτι, μόν πινέστι (παινέστε) του χουριό μας δεν πατχιέτι (κατακτιέται), τι έχουμι πολλά ντουφέκια κι πιρρίσια παλληκάρια [έχουμι πόρτις ασημένις κι κλειδουνιές μαλαματένις].
11. Στουν Αϊθανάση την αυλή, έρ, στου μάρμαρου στρουμένη, μι μουλύβι σκιπασμένη, χρυσόϊ πουλάκι στέκει και λαλεί, έρ, μορφολαλεί και λέει και το Χατζηγιάννη λέει: Τόϊ πού ̕ στι σείς οι αρχόντισσες, μωρ’ κι σεις οι αρχουντουπούλες, τι μας έρχουντι ζουρμπάδις (ταραχοποιοί) τα Γιράνεια (κάτω συνοικία της Σιάτιστας από το 1697) να πατήσουν κι’ άρχουντα να μην αφήσουν. Στου Γριβινό γιουμάτισαν, στην άκρα ̕ πτου γκιουφύρι έστησαν κι ένα τζιαντήρι.
Τέλος, ο Σ. τονίζει (σελ. 295) ότι τα πρώτα οκτώ τραγούδια έχουν στοιχεία του ακριτικού κύκλου και τα τρία τελευταία είναι της τουρκοκρατίας. Επίσης, σημειώνει (σελ. 299) ότι τα τραγούδια του τρανού χορού είναι σύντομα (προς αποφυγή της μονοτονίας), εξαιτίας του περιορισμένου χρόνου (ο χορός κρατάει μία μέχρι δύο ώρες) και των διπλών επαναλήψεων των ημιστιχίων από τους άντρες, αφενός, και από τις γυναίκες, αφετέρου, προς αποφυγή. Σε κάθε χορό δεν λέγονται όλα τα τραγούδια, το δε αριθμ. 8 έχει χρόνια να τραγουδηθεί.
(πηγή: Μ. Α. Καλινδέρη ‘Ο Βίος της Κοινότητος Βλάτσης επί Τουρκοκρατίας’, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 287-322).