Κρίση στον Κόλπο -πετρελαϊκή κρίση (;) : τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά.
Η ένταση ανεβαίνει στον Κόλπο, μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν. Ο πόλεμος νεύρων δείχνει ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν μάλλον μια ρυμούλκηση του Ιράν σ΄ ένα νέο ταπεινωτικό πλαίσιο καθοδηγούμενο από τις ίδιες. Οι αγορές αργού κλιμακώνουν αυξητικά μετά από μακρύ χρονικό διάστημα τις τιμές, με τη Σαουδική Αραβία, κύριο σύμμαχο των ΗΠΑ και σφοδρό αντίπαλο του σιιτικού Ιράν, να πραγματοποιεί τα μεγαλύτερα κέρδη και να επανεμφανίζεται ως κεντρική δύναμη ισχύος στην περιοχή. Κι ενώ η διεθνής προσοχή των οικονομικών παραγόντων εστιάζεται στην κούρσα και στις επιπτώσεις από το αργό, το φυσικό αέριο, και ιδιαίτερα το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) και οι τεράστιες ποσότητες που διακινούνται από τα Στενά του Ορμούζ (προέλευσης Κατάρ και Ιράν) είναι μάλλον εκείνο για το οποίο θα υπάρξουν αυξημένες πιέσεις, και κρατικά ενδιαφέροντα ισχυρών οικονομιών για την ευρύτερη περιοχή. Όταν από τα Στενά διακινούνται ποσότητες LNG που ξεπερνούν το 20% της παγκόσμιας αγοράς αυτού του δυναμικά ανερχόμενου αέριου -ορυκτού καύσιμου προϊόντος, με προορισμούς τις οικονομίες της Ιαπωνίας, – της παγκόσμια μεγαλύτερης καταναλώτριας σε LNG-, της Ινδίας, τη Νότιας Κορέας, της Μαλαισίας και εν μέρει της Κίνας, γίνεται κατανοητή η καίρια σημασία των Στενών για την εξασφάλιση των συμβασιοποιημένων ροών τροφοδοσίας.
Καθώς η ένταση της αναμέτρησης και οι τιμές αργού και πετρελαιοειδών ανεβαίνουν, δημιουργώντας ανισορροπίες ανταγωνιστικότητας και κρίσεις παραγωγής, μια άλλη συζήτηση, κατ΄ αντιπαράθεση, σε ένα άλλο επίπεδο, έρχεται με ένταση στο προσκήνιο : περί της ενεργειακής επάρκειας και των εναλλακτικών λύσεων. Πρόκειται, ουσιαστικά, για τις εναλλακτικές μορφές, για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.). Είναι αλήθεια, ότι η συζήτηση γίνεται πλέον όχι με τους όρους των προηγούμενων πετρελαϊκών κρίσεων, όταν η ενέργεια των εναλλακτικών μορφών υστερούσε καθοριστικά σε επίπεδο ποσοτήτων, τιμών, τεχνολογίας και πολιτικών υποστήριξης. Γίνεται σχεδόν ισότιμους και σε ορισμένα σημεία πλεονεκτικούς όρους συγκριτικά προς τα ορυκτά καύσιμα. Εκτός από τα οικονομικά μεγέθη, των οποίων οι συγκρίσεις και οι αντιπαραβολές, έχουν πάντα τη σημασία τους, ένα μείζον θέμα έχει ενισχύσει καθοριστικά τις ΑΠΕ, η υπερθέρμανση του Πλανήτη, η συνεπαγόμενη κλιματική αλλαγή με τις πολλές και ποικίλες περιβαλλοντικές και βιοσφαιρικές συνέπειες.
Η μετάβαση προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας επωφελείται σ΄ επίπεδο προοπτικής από μια έμμεση αλλά σαφή υποστήριξη από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Ενώ η αντίθεση προς αυτήν, όπως εκδηλώθηκε με την αποχώρηση από τη Συμφωνία του προέδρου Τράμπ επιβεβαιώνει τη σοβαρή σύγκρουση συμφερόντων και των συναφών λογικών υπεράσπισης των ορυκτών και εν γένει των καυσίμων με βάση τον άνθρακα. Αυτές οι παραδοσιακές -συντηρητικές δυνάμεις στον χώρο της Ενέργειας αμύνονται σθεναρά. Έχοντας οικονομικά και ανταγωνιστικά ενθαρρυνθεί και από το σχιστολιθικό πετρέλαιο στις ΗΠΑ, αλλά και αλλού, και κρατώντας παγιωμένες ισχυρές θέσεις, όπως η Σαουδική Αραβία, επιστρατεύουν ακόμα και αρνήσεις των επιστημονικών τεκμηρίων περί την κλιματική αλλαγή, καθώς και έωλες οικονομικές θεωρίες περί στρέβλωσης του ανταγωνισμού λόγω πολιτικών επιδότησης των εναλλακτικών μορφών ενέργειας από τις κυβερνήσεις. Οι δυνάμεις, όμως, αυτές οδηγούνται συνεχώς βαθύτερα στη δική τους παγίδα. Επιδιώκοντας την αύξηση των τιμών των υδρογονανθράκων (προεξάρχοντος του αργού και των προϊόντων του), καθιστούν αυτές τις ενεργειακές – πετρελαϊκές ύλες μη ανταγωνιστικές στο μεγάλο φάσμα της υλικής παραγωγής, της οικονομικής ζωής, ακόμα και των μεταφορών, προσφέροντας έδαφος και μετακινώντας το ενδιαφέρον προς τις ανανεώσιμες πηγές.
Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας σε νέο ποιοτικό κύκλο:
τα νέα δεδομένα, οι τάσεις, οι ΄΄παίκτες”, η Ελληνική σκηνή.
Αλλά, πλέον, εκεί που οι παραδοσιακές -συντηρητικές δυνάμεις δείχνουν να χάνουν το παιχνίδι είναι το ίδιο το γήπεδό τους : ο ανταγωνισμός. Οι ανανεώσιμες πηγές καθίστανται πλέον ανταγωνιστικές, με τις τεχνολογίες τους να περνούν με μοναδική ταχύτητα από τη μια ”γενιά” στην άλλη. Συνδυάζοντας τις νέες κατακτήσεις στην ψηφιακή -πληροφορική τεχνολογία και στα νέα χρησιμοποιούμενα υλικά οδηγούνται σε διαρκώς ανανεούμενα παραγωγικά συστήματα με συνδυασμένη, μάλιστα, ευφυή λειτουργία και διαχείριση.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA), οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι οι φθηνότερες πηγές ενέργειας για τη νέα παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από τη βιοενέργεια, τα υδροηλεκτρικά, τη γεωθερμία, την υπεράκτια και παράκτια αιολική ενέργεια εκτιμάται ότι βρίσκεται εντός του εύρους του κόστους παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα κατά την περίοδο 2010-2018. Ενώ, από το 2014 και μετά, το παγκόσμιο σταθμισμένο μέσο κόστος της ηλιακής φωτοβολταϊκής ενέργειας ανταγωνίζεται την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από καύσιμα ορυκτής προέλευσης.
Το παγκόσμιο σταθμισμένο μέσο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μειώνεται σταθερά από το 2010 και η τάση αυτή συνεχίστηκε και το 2018. Το κόστος μειώθηκε κατά -11% για την υδροηλεκτρική ενέργεια σε μέσο όρο US $ 4,7c / kWh, κατά – 13% για την ηλιακή φωτοβολταϊκή και την αιολική ενέργεια ( US $ 8,5c / kWh και US $ 5,6c / kWh, αντίστοιχα), κατά -14% για τη βιοενέργεια (US $ 6,2c / kWh).
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι και η ελληνική αγορά, όπως έδειξαν και οι τελευταίοι διαγωνισμοί της ΡΑΕ (Ρυθμιστικής Αρχλης Ενέργειας), κινείται πλέον σ΄αυτή την περιοχή. Εξέλιξη, η οποία σε συνδυασμό με τα τεράστια φυσικά αποθέματα της Ελλάδας σε ΑΠΕ, – ηλιακά, αιολικά, γεωθερμικά, και συνδυασμένων μορφών-, την καθιστούν δυναμικό επενδυτικό -αναπτυξιακό πόλο για μεγάλα projects όχι μόνο των ελληνικών επιχειρήσεων του τομέα, αλλά κα σημαντικών ευρωπαϊκών. Πόλο, όχι μόνο για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών, επιτυγχάνοντας την πολυσήμαντη εθνική ενεργειακή αυτάρκεια, αλλά και την τροφοδοσία γειτονικών και παραπέρα ευρωπαϊκών χωρών – οικονομιών. Για το αναφερόμενο πραγματικό ενδιαφέρον, σημειώνουμε χαρακτηριστικά την κατασκευή του μεγαλύτερου στην Ελλάδα και πιο πολύπλοκου αιολικού πάρκου στον Καφηρέα στη Ν. Εύβοια και την υποθαλάσσια διασύνδεση του με το ηλεκτροδοτικό κέντρο Παλλήνης (στη Δ.Αττική), που πραγματοποιεί η ιταλική ENEL (Enel Green Power Hellas), συνολικής ισχύος 167 MW και ύψους επένδυσης 310 εκατ. ευρώ, το οποίο θα τεθεί σε παραγωγική λειτουργία τον Οκτώβριο 2019.
Στην Ελλάδα της κρίσης, την περίοδο 2010-2018, οι επενδύσεις στις ΑΠΕ ανήλθαν στο ποσό των 7 δισ. ευρώ και αφορούσαν κυρίως αιολικά και φωτοβολταϊκά. Οι ΑΠΕ όντας μια σχετικά ασφαλής επένδυση, χρηματοδοτήθηκαν από τράπεζες, ακόμη και τα έτη 2012 και 2015, χρονιές στις οποίες η κρίση των τραπεζών βρέθηκε στο χειρότερο σημείο της (με το 2015 σε capital controls). Τα προβλήματα στον τομέα αυτό, που σχετίζονται με την ενθάρρυνση των επενδύσεων δεν αφορούν τις χρηματοδοτήσεις των έργων και τα κατάλληλα σχήματα, αλλά ζητήματα χωροταξικής και αδειοδοτικής φύσεως, καθώς και καθυστερήσεων αξιολόγησης των σχεδίων και ισορροπημένου σχεδιασμού αναγκών/στόχων. Ζητήματα εντοπισμένα από τις επιστημονικές ή/και επαγγελματικές ενώσεις του χώρου με κατατιθέμενες προτάσεις.
Με την ευκαιρία, να υπογραμμίσουμε ότι στα πλαίσια αποφασιστικών εθνικών στρατηγικών μετασχηματισμού και επιχειρηματικών πολιτικών ανάπτυξης, ο τομέας των ΑΠΕ συντέλεσε, ώστε κραταιές κρατικές ηλεκροπαραγωγικές εταιρείες όπως η Ιταλική ENEL, η Γαλλική EDF, η Πορτογαλική ETAP, η Γερμανική RWE, η Τσέχικη CEZ, να προχωρήσουν και υλοποιήσουν τον μετασχηματισμό τους, αξιοποιώντας προγραμματισμένα το ιδιωτικό κεφάλαιο, την τεχνογνωσία, τις ΑΠΕ, το δυναμικό τους και τις νέες αγορές. Κατόρθωσαν τελικά να εξέλθουν από τα αδιέξοδά τους, να γίνουν πολύ ισχυρότερες και να είναι πλέον παγκόσμιοι ενεργειακοί ”παίκτες”. Τα παραδείγματα, έστω και με κρίσιμη καθυστέρηση, θα μπορούσαν να αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμα και για την κρίση της ΔΕΗ. Κρίση, η οποία, δυστυχώς, λόγω παρέλευσης ζωτικού χρόνου και μη έγκαιρης πραγματοποίησης των αναγκαίων επιλογών και αποφάσεων θα μπορούσε να αποδειχθεί αρνητικά καθοριστική για το μέλλον της δημόσιας επιχείρησης, κλονίζοντας εκ νέου και τις τράπεζες στις οποίες το άνοιγμα ξεπερνάει το 1,8 δις. Ευρώ !