ΙΔΕΟπολις
https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com
ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
Μία από τις «παράπλευρες απώλειες» της πανδημίας είναι και η θεσμοθέτηση της Διαδικτυακής ή της εξ αποστάσεως διδασκαλίας. Το θέμα προκαλεί πολλές διενέξεις κι αντιμετωπίζεται από όλους με έναν μανιχαϊστικό τρόπο (άσπρο – μαύρο). Φαίνεται πως ως ελληνική κοινωνία δεν μάθαμε να διαλεγόμαστε. Οι ακρότητες κυριαρχούν και η αλήθεια τρομαγμένη κρύβεται. Φαίνεται πως ξεχάσαμε ένα βασικό συμπαντικό νόμο: Τίποτα δεν είναι σύμβολο του απόλυτου καλού ή κακού.
Ωστόσο, μέσα από αυτές τις συζητήσεις επανήλθε στην επικαιρότητα ένα διαχρονικό θέμα, αυτό της επικοινωνίας. Μία επικοινωνία που στις μέρες μας κατέστη ιδεολογία, αφού άλλαξε ριζικά τους βασικούς της όρους: Πομπός – μήνυμα – μέσο – Δέκτης. «Μία επικοινωνία που μας εξαναγκάζει να εξοπλιζόμαστε, να περιβαλλόμαστε από όλο περισσότερα, όλο κι αποδοτικότερα εργαλεία επικοινωνίας: φαξ, video, Η/Υ, email, ψηφιακή TV, κινητό τηλέφωνο, DVD, ROM, Internet. Εργαλεία, στα οποία προσβλέπει όλος ο κόσμος, διότι παρουσιάζονται ως τα βοηθήματα που μας χαρίζουν την ελευθερία. Βοηθήματα απαραίτητα για την υπαρξιακή μας ολοκλήρωση, για την αυτοπραγμάτωσή μας. Εν ολίγοις, για την ευτυχία» (Ιγνάσιο Ραμονέ).
Επικοινωνία: Ανθρώπινη ανάγκη
Η επικοινωνία, πυρηνικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, απορρέει από την έμφυτη κοινωνικότητα. Προϊόν της κοινωνικής ζωής αλλά και αναγκαία προϋπόθεση της κοινωνικής συνοχής η επικοινωνία αντανακλά τόσο τις εσώτερες ανάγκες του ανθρώπου όσο και την ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων. Ο άνθρωπος οδηγούμενος από μία εσωτερική ανάγκη να κοινοποιήσει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του πλησίασε το συνάνθρωπό του κι έτσι κατέστη ταυτόχρονα «πομπός» και «δέκτης» αντίστοιχων σκέψεων, συναισθημάτων και επιθυμιών.
Στο παρελθόν η επικοινωνία είχε καθαρά ανθρώπινο χαρακτήρα, αφού αυτό επέβαλαν τόσο οι εσωγενείς παράγοντες (ανιδιοτέλεια, μικρές ομάδες…) όσο και οι εξωγενείς (απουσία τεχνολογίας, μακρινές αποστάσεις). Στις μέρες μας όμως με την ανάπτυξη της τεχνολογίας (TV, H/Y, κινητά τηλέφωνα…) η επικοινωνία απέκτησε ένα μηχανικό χαρακτήρα. Μία σύγκριση των δύο αυτών μορφών επικοινωνίας μπορεί να καταδείξει τα πλεονεκτήματα της πρώτης και τα μειονεκτήματα της δεύτερης.
Η ανθρώπινη επικοινωνία
Η πρώτη (η ανθρώπινη) φέρνει κοντά άτομα διαφορετικής ψυχοσύνθεσης, βιοθεωρίας και ιδεολογίας οδηγώντας αυτά στην εξωτερίκευση όλων εκείνων των στοιχείων που συνιστούν την ταυτότητά τους. Το πλησίασμα αυτό αποκαλύπτει το «πρόσωπο» και περιορίζει τις μικρότητες και τις άλλες αδυναμίες που «δηλητηριάζουν» τις ανθρώπινες σχέσεις. Δημιουργείται, έτσι, μία ζεστή ατμόσφαιρα που επιτρέπει το πλησίασμα των ψυχών και μέσα από αυτό την αποκωδικοποίηση όλων των λεπτών αποχρώσεων του ψυχικού κόσμου των ατόμων που επικοινωνούν.
Μέσα λοιπόν από αυτήν την μορφή επικοινωνίας γνωρίζουμε καλύτερα τους συνανθρώπους μας, αξιολογούμε την «ποιότητά» τους και προσδιορίζουμε ανάλογα της στάση μας απέναντί τους. Η ανθρώπινη επικοινωνία δίνει επί πλέον χρώμα στη συνάντηση, ουσία στα λόγια μας και αισθητική στις κινήσεις μας. Οι άνθρωποι που επικοινωνούν άμεσα προσπαθούν να ισορροπούν και να εναρμονίζουν τις σκέψεις, τις λέξεις και τις κινήσεις τους ανάλογα με το θέμα και τις περιστάσεις.
Έτσι, ο λόγος γίνεται περισσότερο άμεσος, ζεστός και αυθεντικός, αν και πολλοί είναι εκείνοι που διατείνονται πως όπου απουσιάζει το πρόσωπο εκεί «ανθοφορεί» και η ειλικρίνεια.
Η ανθρωπογνωσία
Επιπρόσθετα στην ανθρώπινη επικοινωνία οι τυχόν αντιρρήσεις και διαφωνίες που αναδύονται συντελούν στην πρισματική εξέταση των πραγμάτων, αφού ο πομπός και ο δέκτης βρίσκονται σε μία σχέση άμεσης αλληλεπίδρασης. Αντιλαμβανόμαστε έτσι τα γεγονότα στην καθολικότητά τους και αποκτούμε πληρέστερα κριτήρια για την αξιολόγησή τους. Σε αυτήν την μορφή επικοινωνίας επειδή βασικό ρόλο διαδραματίζει ο αντίλογος αποφεύγονται η βιασύνη και η προχειρότητα της σκέψης και της έκφρασης και επιβάλλεται η εγκράτεια και η σύνεση.
Σημαντικό, επίσης, γνώρισμα της ανθρώπινης επικοινωνίας είναι και η «εξουσία» που μπορεί να ασκήσει κάποιος τόσο με το λόγο του όσο και με το βλέμμα και με την όλη του παρουσία. Πολλές φορές δε, μερικοί ασκούν τέτοια γοητεία με την παρουσία τους στο βαθμό που οι δέκτες να αδυνατούν να τους αντιμετωπίσουν. Όλα αυτά, όμως, χάνονται στη μηχανική επικοινωνία, γιατί εκεί εκλείπει το ύφος του προσώπου.
«Το σώμα λέει αυτό που δεν μπορούν να πουν οι λέξεις»
(Μάρθα Γκράχαμ)
Τέλος, στην ανθρώπινη επικοινωνία οι άνθρωποι προσπαθούν να είναι ή να φαίνονται ειλικρινείς, γιατί το βλέμμα τούς προδίδει και αποκαλύπτει κάθε προσπάθεια ψεύδους και υποκρισίας. Θρυμματίζεται κάθε ενδογενής τάση μοναξιάς και το σπουδαιότερο όλων οδηγούμαστε ως άνθρωποι στην «ανθρωπογνωσία».
Μηχανισμός κοινωνικοποίησης
Σε ένα άλλο επίπεδο, η «ανθρώπινη» επικοινωνία λειτουργεί ως μηχανισμός κοινωνικοποίησης του ατόμου σε μια εποχή που οι ανθρώπινες σχέσεις ατροφούν. Είναι γεγονός πως η πνευματική και κοινωνική ωρίμανση του ατόμου πρωτίστως είναι προϊόν των κοινωνικών του σχέσεων και λιγότερο αποτέλεσμα της επίδρασης άλλων παραγόντων. Η ανάγκη για ανθρώπινη επικοινωνία οδηγεί το άτομο στην ανεύρεση εκείνων των ανθρώπων με τους οποίους θα ανταλλάξει σκέψεις, συναισθήματα αλλά και τους φόβους και τις αγωνίες του για το μέλλον του κόσμου. Αυτή η διαδικασία δεν απεγκλωβίζει μόνο το άτομο από το ψυχοφθόρο «βασίλειο» της μοναξιάς αλλά τού εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για την ηθική του εξέλιξη και την ομαλή ένταξη στο κοινωνικό σώμα.
Η παρουσία του «άλλου» στην επικοινωνία όταν είναι ζωντανή και όχι «μηχανική», κάνει το συνομιλητή υπεύθυνο, προσεκτικό και τον αναγκάζει να βρίσκεται σε μία κατάσταση πνευματικής εγρήγορσης. Μαθαίνει να σέβεται, να ανέχεται, να κατανοεί, να ερωτά, να αμφισβητεί και να αποδέχεται. Λειτουργεί, δηλαδή, κατά το χρόνο της ανθρώπινης επικοινωνίας ως ενότητα με ενιαία ταυτότητα. Έτσι εθίζεται στους κανόνες της ανθρώπινης συνύπαρξης και ενσωματώνει στο «αξιακό» του σύστημα τις αρχές και τους όρους λειτουργίας της κοινωνικής ομάδας.
Και όλα αυτά γιατί μία ανθρώπινη επικοινωνία δεν είναι η ομιλία δύο ξεχωριστών ανθρώπων αλλά στην ουσία η «συγ-κοινωνία» ιδεολογιών, βιοθεωριών, συμπεριφορών και αισθημάτων. Καθίσταται λοιπόν σαφές από τα παραπάνω ο κοινωνικοποιητικός ρόλος της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Μηχανική επικοινωνία
Η «ανθρώπινη», όμως, επικοινωνία στις μέρες ολοένα και περισσότερο τείνει να αποκατασταθεί από τη «μηχανική», αφού αυτό επιτάσσει η τεχνολογία και ο γρήγορος ρυθμός ζωής. Ο ελεύθερος χρόνος απουσιάζει και οι ανάγκες της ζωής (οικονομικές, κοινωνικές…) επιβάλλουν την εξ αποστάσεως και γρήγορη συνομιλία και επικοινωνία. Ιδιαίτερα με την εξέλιξη των Η/Υ, της κινητής τηλεφωνίας και γενικότερα των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, η «μηχανική» επικοινωνία τείνει να εξοστρακίσει την ανθρώπινη.
Η «μηχανική επικοινωνία» υπολείπεται της ανθρώπινης, αφού στην πρώτη τείνει το ανθρώπινο να αντικατασταθεί από το μηχανικό. Η νέα αυτή μορφή επικοινωνίας υπακούει στους όρους λειτουργίας της μηχανής αφαιρώντας κάθε στοιχείο αμεσότητας και αυθεντικότητας. Η πηγαία έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων και επιθυμιών αντικαθίσταται από το τυποποιημένο και «προκατασκευασμένο» της μηχανικής επικοινωνίας. Η ανθρώπινη επικοινωνία προβάλλει την ιδιαιτερότητα και αισθητοποιεί την ποικιλότητα της ανθρώπινης ύπαρξης σε αντίθεση με τη μηχανική που λειτουργεί ισοπεδωτικά σε κάθε στοιχείο «διαφορετικότητας».
Επί πλέον η ανθρώπινη επικοινωνία κρατά το άτομο σε μια συνεχή εγρήγορση σε αντίθεση με τη μηχανική που καλλιεργεί την ακρισία και την παθητικοποίηση. Η απουσία του προσώπου στη μηχανική επικοινωνία δρα περιοριστικά στη γνώση του βαθύτερου κόσμου του «απέναντι» και ως ένα βαθμό εκτρέφει την υποκρισία και τις σκοπιμότητες. Οι ταλαντώσεις των στοχασμών, τα κύματα των συναισθημάτων και το βάθος των επιθυμιών ξεθωριάζουν από τον κωδικοποιημένο τρόπο επικοινωνίας μέσω των μηχανών.
Έτσι, ο πομπός αλλά και ο δέκτης αδυνατούν να συλλάβουν την «ενότητα» του άλλου που εμφανίζεται κατακερματισμένος λόγω των τεχνικών δυσκολιών της μηχανικής επικοινωνίας. Τόσο η «ηχητική εικόνα» όσο και η «οπτική» αδυνατούν να προσδώσουν το βάθος και το πλάτος του συνομιλητή. Το γενικό «βυθίζεται» και η προσοχή εστιάζεται στο μερικό.
Ο ιδεολογικός εξανδραποδισμός
Ένα άλλο στοιχείο επίσης που πρέπει να τονιστεί είναι ο έμμεσος και ελεγχόμενος χαρακτήρας της μηχανικής επικοινωνίας. Προκειμένου δε για τα Μ.Μ.Ε. εκεί εντοπίζεται μία μονόδρομη σχέση, αφού οι ρόλοι του «πομπού» και του «δέκτη» είναι παγιωμένοι. Ο δέκτης δηλαδή αδυνατεί όχι μόνο να διαμορφώσει το μήνυμα του πομπού αλλά και να ελέγξει την αλήθεια και την εγκυρότητά του. Οι «άλλοι» ορίζουν το «τι», το «πως» και το «πότε».
Επιπρόσθετα, το μήνυμα απευθύνεται σε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων, αποκτώντας έτσι μαζικό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος εθίζεται σε αυτό το είδος της μαζικής και μηχανικής επικοινωνίας και περιπίπτει σε μία κατάσταση που εκτρέφει την αποπροσωποποίηση και την ψυχολογία της αγέλης. Ο αποχρωματισμός της μηχανικής συνάμα μαζικής επικοινωνίας από κάθε στοιχείο προσωπικής ιδιομορφίας μετατρέπει το άτομο σε απλό χειριστή μιας μηχανής που τείνει ολοένα και περισσότερο να εκτελεί παραδοσιακές ανθρώπινες λειτουργίες (εργασία, σκέψη…)
Από μόνο του το γεγονός αυτό δίνει μία αόρατη εξουσία σε όλους εκείνους που ελέγχουν οικονομικά και πολιτικά τα Μ.Μ.Ε. και στοχεύουν στην εξουδετέρωση κάθε ανθρώπινης ιδιαιτερότητας. Η μηχανική λοιπόν επικοινωνία προάγει τη μαζική επικοινωνία και μαζί με αυτή υποβάλλει την ομοιόμορφη σκέψη και τον ιδεολογικό εξανδραποδισμό.
«Για πολύ καιρό η επικοινωνία ήταν απελευθερωτικός παράγοντας, γιατί σηματοδοτούσε (από την επινόηση της γραφής και της τυπογραφίας) τη διάχυση της γνώσης της μάθησης, των νόμων και του φωτός, της λογικής ενάντια στις προλήψεις και στους πάσης φύσεως σκοταδισμούς. Στις μέρες μας, έχει πιθανώς μετασχηματιστεί σε μια μεγάλη πρόληψη. Καθώς επιβάλλεται ως υποχρεωτικό καθήκον και καθώς εισβάλλει σε όλες τις μορφές της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής, δεν ασκεί άραγε μία γνήσια τυραννία;» (Ιγνάσιο Ραμονέ, «Η τυραννία των Μ.Μ.Ε.»)
Η πρόταση
Ο άνθρωπος, επομένως, ως μία σύνθετη οντότητα επιβάλλεται να συντηρεί και να αναδεικνύει σε όλες τις εκδηλώσεις της προσωπικής και κοινωνικής του ζωής τα ανθρώπινα γνωρίσματα και να αποφεύγει όλα εκείνα που τείνουν να τον μηχανοποιήσουν. Η επικοινωνία ως εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου τότε μόνο ολοκληρώνεται, όταν αρχίζει και τελειώνει στον άνθρωπο. Το «επικοινωνώ, άρα υπάρχω» δικαιώνεται τότε μόνο όταν η όλη διαδικασία της επικοινωνίας έχει το χρώμα όλων των εμπλεκόμενων σε αυτήν.
Στην επικοινωνία προέχει η αυθεντικότητα που προσώπου, το καθαρό μήνυμα και κύρια η αναζήτηση της αλήθειας. Διαφορετικά στο σύμπαν του «επικοινωνιακού ιμπεριαλισμού» κινδυνεύει να δικαιωθεί ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ που πριν από ενάμισυ αιώνα είχε επισημάνει:
«Χωρίς αμφιβολία, η εποχή μας (…) προτιμά την εικόνα από το αντικείμενο, το αντίγραφο από το πρωτότυπο, την αναπαράσταση από την πραγματικότητα, το φαινόμενο από το είναι (…). Το ιερό γι’ αυτή δεν είναι παρά η ψευδαίσθηση, και το ανίερο είναι η αλήθεια».