Το βιβλίο «Η δύση της Δύσης – η απομυθοποίηση της Ευρώπης και ο Ελληνισμός» του Λαυρέντιου Γκεμερέϋ γράφτηκε στα γερμανικά το 1977. Ο Λαυρέντιος Γκεμερέϋ, ένας καθολικός αυστριακός ιερέας που έζησε στην Ελλάδα ως «πολιτισμικός πρόσφυγας» έγραψε αυτό το βιβλίο ως μία προσπάθεια κατανόησης της διαφοράς της Δύσης από την Ελλάδα. Μου κίνησε την περιέργεια γιατί η γνώμη των δυτικών για την Ελλάδα είναι συνήθως εχθρική και συμπλεγματική. Εχοντας πλήρως απωλέσει, εδώ και πολλά χρόνια, τον θαυμασμό των υποτελών προς κάθε τι ξένο, το βιβλίο μου κίνησε την περιέργεια.
Ο Γκεμερέϋ ορθά γνώριζε ότι οι Ελληνες είμαστε υποτελείς στη Δύση εδώ και 2000 χρόνια από την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέχρι σήμερα, μία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία την οποία ο ίδιος θεωρεί, ως την πρώτη θελημένη αναγωγή της οργανωμένης βίας. Για τη στάση των Ρωμαίων έναντι των Ελλήνων αναφέρει ότι μισούσαν τους Ελληνες, τους είχαν χωρίς πολιτικά δικαιώματα και τους χρησιμοποιούσαν μόνο ως δασκάλους. Εάν και δυτικός και ρωμαιοκαθολικός αναγνωρίζει τον ρόλο του Βυζαντίου, ρόλο που η Δύση ηθελημένα αποσιωπεί και μισεί από την εποχή του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Αναφέρει ότι οι Σταυροφορίες (σημ. στη χώρας μας πολλοί θεωρούν ότι οι Χριστιανοί συλλήβδην έκαναν Σταυροφορίες ενώ η πραγματικότητα είναι ότι ήταν οι ρωμαιοκαθολικοί που της έκαναν και όχι οι ορθόδοξοι). Ο Γκεμερέυ θεωρεί ότι η επιμειξία του Ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού με τη γερμανική βιαιότητα δημιούργησε έναν παραμορφωμένο χριστιανισμό και αποκαλεί τις Σταυροφορίες «προπατορικό φασισμό». Δεν μένει όμως στην ιστορία αλλά προχωρά και με καυστικό λόγο αναφέρεται στην αστική μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπως αυτή δημιουργήθηκε στη Δύση, και την αποκαλεί «σκέτη απάτη και ποτέ δεν περιείχε την ελάχιστη δυνατότητα μιας αληθινής λαϊκής κυριαρχίας».
Ενδιαφέρουσα είναι και η ανάλυση των τάξεων, όντας ιδιαίτερα επικριτικός για τον μικροαστό και τον αστό γενικότερα. Υποστηρίζει ότι ο μικροαστός το μόνο που θέλει είναι η αύξηση της ιδιοκτησίας του και καμία επαναστατική αλλαγή. Εάν και ιερέας αναλύει μπαίνει σε βάθος αναλύοντας την εξουσία.
Γράφει: «Οι φορείς της εξουσίας, οι οποίοι διαμορφώθηκαν στον 19ο αιώνα, στρατός, αστυνομία και μυστική διπλωματία, στις μέρες μας έχουν γίνει ένα τέλεια οργανωμένο σύμπλεγμα παγκόσμιων και τοπικών παραγόντων, από τους χαφιέδες και τραμπούκους, την ασφάλεια, ΚΥΠ, και στρατιωτική αστυνομία, σε εσωτερική κλίμακα, έως τη ΣΙΑ και το ΝΑΤΟ στο διεθνές επίπεδο. Αυτοί είναι οι ρυθμιστές των πραγμάτων και όχι Κυβερνήσεις, κόμματα, Κοινοβούλια και λαοί». Αναφέρει δε και ένα γεγονός, άγνωστο στους περισσότερους από εμάς. «Στη δίκη βασανιστηρίων της ΕΣΑ, η κα Βιργινία Τσουδερού ανάφερε ένα βαρυσήμαντο γεγονός από τις φοβερές εμπειρίες της: στα Γραφεία της ΕΣΑ είδε ένα βιβλιαράκι για την εκπαίδευση των στρατιωτών του ΝΑΤΟ, το οποίο περιείχε οδηγίες για βασανισμούς. Κανείς δεν ασχολήθηκε μ’αυτήν την καταγγελία, ούτε ένας βουλευτής- και η ίδια είναι βουλευτής-δεν προσπάθησε να δημιουργήσει σάλο για να διελευκανθεί αυτή η υπόθεση. Απλώς διότι δεν γίνεται. Ο φασισμός έχει διαβρώσει όλους τους βασικούς μηχανισμούς της κρατικής δομής. Στη Δύση και στην Ανατολή».
Ο Γκεμερέϋ προτρέπει τους Ελληνες να αντιληφθούν ότι αυτός ο θαυμασμός τους για την Ευρώπη είναι ένας θαυμασμός μία νεκρής κουλτούρας ενώ ο Ελληνισμός έχει να επιδείξει μία ζωντανή γλώσσα, ανθρωπιά (λέξη που δεν υπάρχει στις δυτικές γλώσσες) και πραγματικό οικουμενισμό. Εκφράζεται με θαυμασμό για την Εθνική Αντίσταση την οποία χαρακτηρίζει ως «μοναδικό γεγονός στην ιστορία, ακόμα και σε σύγκριση με το αντάρτικό κίνημα της Γιουγκοσλαβίας, που δεν είχε αυτή την παλλαϊκή βάση» αλλά και γενικότερα γιατί η συνεχής αντίσταση των Ελλήνων χρονολογείται από τον 4ο π.Χ. Θεωρεί ότι ο Ελληνας όλους αυτούς τους αιώνες αντιστέκεται με σοφία είτε παθητικά είτε ενεργητικά και έτσι κατόρθωσε να διατηρήσει την ταυτότητά του επί δύο χιλιάδες χρόνια ξενοκρατίας.
Το βιβλίο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Θα κλείσω πάλι με λόγια του συγγραφέα: «Είναι αυτή η ιδιότητα που όλοι οι «συστηματικοί» Βάρβαροι δεν μπορούν να υποφέρουν στους Ελληνες, από τους Ρωμαίους ως τους σύγχρονους Ευρωπαίους: πάντα καυτηρίασαν αυτήν την ιδιότητας σαν «άστατο χαρακτήρα», σαν «απατηλό», σαν «ανεύθυνο». Και αυτός ο καυτηριασμός, αυτή η τελική ανικανότητα των Βαρβάρων, να κατανοήσουν τον βασικό χαρακτήρα των Ελλήνων, τους εμπόδισε να γίνουν πραγματικοί μιμητές των Ελλήνων. Δεν καταλάβανε ποτέ, ότι ελευθερία σημαίνει απόφαση, συνεχώς καινούργια, όχι υποδούλωση κάτω από μία απόφαση που έχει παρθεί μια για πάντα, μία σχέση δούλου και ιδιοκτήτη, δουλοπάροικου και φεουδάρχη, μέλους κόμματος και ηγεσίας, του υπάκοου και του κυρίαρχου κρατικού μηχανισμού. Δεν μπορούσαν να το καταλάβουν, επειδή βασικά πάντα φοβόντουσαν την ελευθερία, σαν επικείμενο κίνδυνο για τα ιδανικά της «πειθαρχίας», της «υπακοής» και της «συνέπειας». Ποτέ ο Ελληνας δεν θα είναι «πειθαρχημένος», «υπάκουος», «συνεπής» απέναντι αφηρημένων ιδεών: αλλά πάντα θα είναι απέναντι του εαυτού του».