Στο παρόν άρθρο καλούμαστε να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά την έννοια της ελληνικής κοινότητας, είτε ως θεσμού κατά την οθωμανική κυριαρχία, είτε ως του αισθήματος του «συνανήκειν», που προσέλαβε στη σύγχρονη εποχή. Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση θα πραγματοποιηθεί με όρους τόσο ιστορικούς όσο και κοινωνικοπολιτισμικούς. Επιχειρώντας να εξετάσουμε τις κοινότητες της οθωμανικής περιόδου υπό το ιστορικό πρίσμα, θα σταθούμε στην οικιστική τους οργάνωση και στη διοικητική και κοινωνικο-οικονομική τους λειτουργία, που αποτέλεσαν από κοινού βασικές συνιστώσες και νευραλγικούς τομείς του κοινοτικού θεσμού.
Μέσα από την ιστορική ανάλυση της κοινότητας της οθωμανικής περιόδου και την αντιπαραβολή της με την αντίστοιχη στη σύγχρονη εποχή, θα δούμε πώς αυτή επαναπροσδιορίστηκε εννοιολογικά, και μεταστράφηκε από οικιστική, παραγωγική και διοικητική μονάδα, αρχικά, σε κάτι φαντασιακό, που ορίζεται με κριτήρια πλέον συμβολικά. Ωστόσο, κοινός παρονομαστής μεταξύ της κοινότητας ως θεσμού και της αντίστοιχης συμβολικής, στη σύγχρονη εποχή, παραμένει, όπως θα δούμε η ιδέα του κοινού «ανήκειν». Αναφερόμενοι σε σύγχρονους τύπους κοινότητας, οι οποίοι προφανώς δεν συγκροτούνται και λειτουργούν με κριτήρια οικιστικά, κοινωνικο-οικονομικά και διοικητικά, θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε την επιβίωση της ιδέας του κοινού «ανήκειν», εγγεγραμμένης όμως πλέον σε έναν χώρο κοινωνικο-πολιτισμικό.
Αναφορικά με την οικιστική οργάνωση των ελληνικών κοινοτήτων της οθωμανικής περιόδου, καταλυτικό ρόλο έπαιξε το φυσικό περιβάλλον και οι φυσικοί καταναγκασμοί, δηλαδή οι περιορισμοί που αυτό έθετε. Εκλαμβάνοντας την κοινότητα ως ένα οικιστήριο ανθρώπων, με γεωγραφικά και πολιτισμικά όρια, θα λέγαμε πως αυτή δημιουργήθηκε σταδιακά από τις ανάγκες των ανθρώπων να συσσωματωθούν σε διάφορους οικιστικούς τύπους προκειμένου να άρουν τους φυσικούς καταναγκασμούς, ώστε να τιθασεύσουν, συλλογικά, το χαώδες φυσικό τοπίο και να το μετατρέψουν σε πολιτισμικό, δημιουργώντας σχέσεις παραγωγικές, και κατ’ επέκταση κοινωνικές. Παραδείγματα που καταδεικνύουν εύγλωττα τη δυνατότητα του ανθρώπου να παρέμβει πολιτισμικά στο φυσικό περιβάλλον μέσω της εργασίας και της ανάπτυξης της τεχνολογίας, προκειμένου να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που αυτό προσφέρει, αποτελούν οι περιπτώσεις της Σίφνου και της Ύδρας. Το πετρώδες έδαφος των δύο νησιών περιόριζε σημαντικά τις καλλιεργητικές δυνατότητες των κατοίκων, με αποτέλεσμα αυτοί να στραφούν, μέσω της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων που προσέφερε το τοπίο, στην αγγειοπλαστική τέχνη και στη ναυτιλία και σπογγαλιεία, αντίστοιχα. Οι συγκεκριμένες επιλογές της κοινότητας στον παραγωγικό τομέα συνεπάγονταν και την αποκόμιση του μεγαλύτερου δυνατού οφέλους γι αυτήν, γεγονός που οδήγησε στην εμπέδωση του αισθήματος της αλληλεγγύης, μέσω της συνεργασίας και της αλληλοβοήθειας.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος εντοπίζεται επίσης και στην αρχιτεκτονική, μέσω της οποίας μάλιστα αποκαλύπτονται οι κοινωνικές δομές μιας κοινότητας. Έτσι, ο τρόπος δόμησης των καλυβών των Σαρακατσάνων, μαρτυρεί χαρακτηριστικά και την κοινωνική οργάνωση της συγκεκριμένης ποιμενικής νομαδικής κοινότητας. Επίσης, παράγοντες όπως το οικονομικό, ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο είναι δυνατόν να υπαγορεύσουν τις αρχιτεκτονικές επιλογές μιας περιοχής, όπως συνέβη στην περίπτωση της Μάνης και των Αμπελακίων Λάρισας. Το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα όμως, μέσω του οποίου καταδεικνύεται η δυνατότητα ερμηνείας των κοινωνικών δομών μιας κοινότητας από την ανάγνωση της αρχιτεκτονικής του χώρου είναι αυτό του Άγγλου ερευνητή Dawkins, ο οποίος κατάφερε να ερμηνεύσει την κοινωνική ιεραρχία της κοινότητας Έλυμπου της Καρπάθου μέσω της παρατήρησης του πλακόστρωτου πρόναου μιας εκκλησίας.
Η κοινότητα όμως εκτός από οικιστήριο ανθρώπων και παραγωγική μονάδα, όπως είδαμε παραπάνω, προσδιορίζεται εννοιολογικά και ως η χαμηλότερη βαθμίδα τοπικής αυτοδιοίκησης, που λειτούργησε ως αποκεντρωμένη φορολογική και διοικητική μονάδα με προνόμια και δικαιοδοσίες. Συνιστούσε δηλαδή μια νόμιμη διοικητική οντότητα η οποία αντιπροσωπευόταν από εκλεγμένους άρχοντες. Ο κοινοτικός θεσμός γνώρισε τον μέγιστο βαθμό ανάπτυξής του κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας διότι μέσω αυτού αφενός εξυπηρετούνταν ο διοικητικός έλεγχος των υπόδουλων καθώς και το φορολογικό σύστημα των Τούρκων για τη συγκέντρωση φόρων και αφετέρου ενδυναμώνονταν η φορολογική αλληλεγγύη των Ελλήνων απέναντι σε φαινόμενα αυθαιρεσίας από πλευράς κεντρικής εξουσίας. Ο πολυδαίδαλος και αχανής διοικητικός μηχανισμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας συνεπάγονταν αδυναμία τόσο στην άσκηση εξουσίας, από πλευράς της, σε όλη την επικράτεια της, όσο και στη συλλογή φόρων. Όσον αφορά στο κοινοτικό σύστημα, αυτό δεν υπήρξε προϊόν επιβολής από τον κατακτητή, αλλά ανέκυψε από την ανάγκη των υπόδουλων Ελλήνων να αυτοδιοικούνται, παρουσιάζοντας χαρακτηριστικές διαφορές από περιοχή σε περιοχή, σύμφυτες με τις εκάστοτε οικονομικές τους ιδιομορφίες, όπως στις περιπτώσεις των Κυκλάδων και των χωριών του Πηλίου.
Η κοινότητα, που προέκυπτε από τη συνένωση διαφόρων μεγεθών οικισμών, επιφορτίζονταν με το καθήκον σχηματισμού τοπικής αυτοδιοίκησης. Στην περίπτωση όμως που σε κάποια πόλη συμβίωναν και άλλες κοινότητες, μαζί με τη χριστιανική, όπως η εβραϊκή και η μουσουλμανική στη Θεσσαλονίκη, τη Φιλιππούπολη και τις Σέρρες, τότε η τοπική αυτοδιοίκηση διαμορφώνονταν σε καθεμία από αυτές τις κοινότητες ξεχωριστά. Ο σχηματισμός της τοπικής αυτοδιοίκησης της κοινότητας προϋπέθετε την εκλογή των κοινοτικών της αρχόντων. Οι εκλογές αυτές πραγματοποιούνταν μια φορά ετησίως, με εξαίρεση ορισμένες κοινότητες, όπου πραγματοποιούνταν δύο φορές αντίστοιχα. Πρώτιστο μέλημα των τοπικών αρχόντων ήταν η συλλογή φόρων σε εξαμηνιαία βάση, αρχής γενομένης την πρώτη του Μαρτίου.
Δυνατότητα συμμετοχής στις εκλογές είχαν όλα τα άτομα της κοινότητας με την προϋπόθεση ότι ήταν γηγενείς και διέμεναν μόνιμα στον τόπο, ενώ έπρεπε παράλληλα να έχουν καταβάλει απαραιτήτως τον κεφαλικό φόρο. Η ελευθερία αυτή στην εκλογική διαδικασία δεν ήταν προνόμιο όλων των κοινοτήτων. Σε περιοχές που χαρακτηρίζονταν από ανεπτυγμένο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως στις Κυκλάδες, οι αγρότες, οι χωρικοί και οι μικροεπαγγελματίες αποκλείονταν από την εκλογική διαδικασία, στην οποία λάμβαναν μέρος οι μεγαλοϊδιοκτήτες, οι έμποροι και οι ναυτικοί. Στην περίπτωση μάλιστα της Ύδρας και των Σπετσών από τα τέλη ήδη του 18ου αιώνα το εκλογικό σώμα φαίνεται να αποτελούνταν από πλοίαρχους και πλοιοκτήτες, ενώ οι δημογέροντες στα Ψαρά εκλέγονταν με έμμεσο τρόπο από ειδικό σώμα εκλεκτόρων. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος εκλογής των τριών επιτρόπων στο Μελένικο, από ειδικό σώμα που απαρτίζονταν από είκοσι επιλεγμένα άτομα, ενώ στη Νάουσα η εκλογή του προέδρου γινόταν άμεσα από το λαό και ο ίδιος εξέλεγε τα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Ιδιαιτερότητες ως προς τον τρόπο εκλογής του προέδρου και των κοινοτικών εκπροσώπων εντοπίζονταν και στην ομοσπονδία Μαντεμοχωρίων και Ζαγοροχωρίων.
Το υψηλό οκονομικό επίπεδο ορισμένων περιοχών, όπως της Αθήνας κατά την όψιμη οθωμανική περίοδο, συνεπέφερε και το φαινόμενο της έντονης κοινωνικής διαβάθμισης των μελών μιας κοινότητας, όπου δικαίωμα εκλογής ως κοινοτικοί άρχοντες είχε αποκλειστικά η αριστοκρατική μερίδα. Το συγκεκριμένο φαινόμενο παρατηρούνταν εντονότερα στα νησιά Χίο, Άνδρο και Ύδρα και Σπέτσες. Οι κοινοτικοί άρχοντες, η αμοιβή των οποίων δεν ήταν σταθερή αλλά κυμαινόμενη από περιοχή σε περιοχή, και αυτή μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις ενισχύονταν από επιπλέον οικονομικά προνόμια που τους δίδονταν, αναλάμβαναν το ρόλο του φοροεισπράκτορα, όπως επίσης μετείχαν και στην (επ)ενοικίαση των προσόδων. Η θητεία τους ήταν ετήσια, ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις και κατόπιν παρέμβασης των Τούρκων αυτή παρατείνονταν μέχρι και ισόβια.
Ο αριθμός των εκλεγμένων κοινοτικών αρχόντων, που ονομάζονταν διαφορετικά και κοτζαμπάσηδες, προεστοί, δημογέροντες και επίτροποι, αυξομειώνονταν και η διεύρυνσή του σχετίζονταν με την προσπάθεια αποτελεσματικότερου φορολογικού και διοικητικού έλεγχου των υπόδουλων περιοχών. Τις θέσεις αυτές, στελέχωναν άτομα με κύρος, ώριμα ηλικιακά, που χαρακτηρίζονταν από εντιμότητα και ηθική, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος τρόπος άσκησης των διοικητικών τους καθηκόντων και να αποφευχθούν φαινόμενα ατασθαλίας, από μέρους τους, όπως συνέβη στην Γκούρα, στη Σκύρο και στα χωριά του δυτικού Πηλίου. Στην πλειοψηφία τους όμως οι προεστοί διοικούσαν δημοκρατικά με τη συνδρομή της εκκλησιαστικής αρχής. Ο ρόλος τους ήταν ιδιαίτερα άχαρος, καθώς καλούνταν να συμβιβάσουν τα συμφέροντα της κοινότητας με αυτά της οθωμανικής διοίκησης. Είχαν να αντιμετωπίσουν τόσο την έχθρα των υπόδουλων κατοίκων, που τους κατηγορούσαν ως καταπιεστές, όσο και την απληστία και σκληρότητα των Τούρκων, που έφταναν μέχρι και να τους αφανίσουν οικονομικά και βιολογικά.
Οι αρμοδιότητες των προεστών ήταν, εκτός από διοικητικές, δικαστικές και εκτελεστικές. Δεδομένου ότι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της οθωμανικής αρχής αλλά και της κοινότητας, εκπροσωπούσαν την τελευταία στις σχέσεις της και διαπραγματεύονταν με τους Τούρκους, εφόσον αναγνωρίζονταν από αυτούς ως επίσημοι εκπρόσωποι του τόπου. Έχοντας ως κύριο μέλημα την τάξη και την ασφάλεια εντός της κοινότητας, επωμίζονταν δικαστικές εξουσίες, οι οποίες ορισμένες φορές επεκτείνονταν μέχρι την εκδίκαση, από πλευράς τους και κατ’ αποκλειστικότητα, οικονομικών και ποινικών αδικημάτων. Ακόμη, στα καθήκοντα των εκλεγμένων φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης συμπεριλαμβάνονταν και η φροντίδα για την οργάνωση υγειονομικών υπηρεσιών, τη λειτουργία σχολείων και το διορισμό δασκάλων όπως και αγροφυλάκων και πολιτοφυλάκων που επαγρυπνούσαν για τη διαφύλαξη της αγροτικής περιουσίας και την αποφυγή ενδεχομένων κλοπής.
Πρωταρχικός και κύριος ωστόσο ρόλος της κοινότητας επί Τουρκοκρατίας ήταν, όπως προαναφέρθηκε, η οικονομική της λειτουργία. Στους κοινοτικούς άρχοντες αναθέτονταν η δημοσιονομική διαχείριση μέσω της κατανομής και είσπραξης φόρων, οι οποίοι προκειμένου να κατανεμηθούν ακριβοδίκαια, διαμορφώνονταν με βάση κτηματολόγιο που είχε καταρτισθεί. Για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των μελών της κοινότητας, και τη διάσωση της ακεραιότητάς της, επιστρατεύονταν η αλληλεγγύη που αποτέλεσε σταθερό συνεκτικό τους στοιχείο, και έτσι σε περίπτωση που κάποιος αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις οικονομικές του υποχρεώσεις, οι προεστοί κατέφευγαν σε λύσεις όπως την επιβολή έκτακτης εισφοράς ή σε εξωτερικό και εσωτερικό δανεισμό.
Κύρια αιτία εξάρθρωσης του κοινοτισμού, σύμφωνα με έρευνες, υπήρξε η θέσπιση του Ν.1833/34, επί βασιλείας Όθωνα, περί δημιουργίας δημόσιας διοίκησης και αστικού κράτους, που συνεπέφερε την αγροτική έξοδο και τη μετακίνηση προς τα μεγάλα αστικά κέντρα. Αντίκτυπος του συγκεκριμένου γεγονότος ήταν να αντικατασταθεί σταδιακά η συλλογικότητα και το πνεύμα αλληλεγγύης, από το οποίο διαπνέονταν οι κοινότητες, με τις πελατειακές σχέσεις και τον ατομικισμό, που επικρατεί στη σύγχρονη αστική κοινωνία. Ο άνθρωπος, ενταγμένος πια σε ένα περιβάλλον που στιγματίζεται από τις αλματώδεις τεχνολογικές εξελίξεις, τη διεθνοποίηση των αγορών, και τις στρεσογόνες συνθήκες ζωής που αυτά συνεπάγονται, ένιωσε απομονωμένος και χαμένος σε μια χαώδη κοινωνία που συμβαδίζει με τους φρενήρεις ρυθμούς των υπερκαταναλωτικών και καπιταλιστικών προταγμάτων. Το κοινοτικό ήθος και το αίσθημα του κοινού «ανήκειν», που εμπεδώνονταν στα πλαίσια των οριοθετημένων κοινοτήτων του παρελθόντος, φαντάζουν πλέον ως χαμένα ιδανικά, τα οποία ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητά νοσταλγικά. Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτοπροσδιορισμού του επιλέγει να ενταχθεί σε μια κοινότητα, όπου με τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας αυτής θα διαμορφώσουν από κοινού μια διακριτή συλλογική ταυτότητα.
Οι κοινότητες αυτές, που μπορεί να είναι χωρικές ή κοινότητες ενδιαφέροντος, διαφοροποιούνται εννοιολογικά από την κοινότητα της οθωμανικής περιόδου. Τότε δηλαδή η κοινότητα είδαμε πως λειτούργησε ως θεσμός, προκειμένου να επιτελεστούν βασικές λειτουργίες της, όπως η οικιστική οργάνωση, η διοικητική και η κοινωνικο-οικονομική. Η κοινότητα υπήρξε ο θεμέλιος λίθος της κοινωνικής οργάνωσης των ιστορικών κοινωνιών, λειτουργώντας ως παραγωγική μονάδα. Η ένταξη των ατόμων σε αυτήν ήταν ανάγκη και όχι επιλογή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των σύγχρονων μορφών κοινότητας. Η σύγχρονη κοινότητα δεν έχει το χαρακτήρα του θεσμού, αλλά του «πολιτισμικού χώρου», οπότε και η έννοια την κοινότητας είναι πλέον συμβολική. Αυτή σχετίζεται με την ανθρώπινη επιθυμία αίσθησης του συνανήκειν εντός ενός συνεχόμενα μεταβαλλόμενου και ρευστού περιβάλλοντος. Η σύγχρονη κοινότητα αποκτά το χαρακτήρα του μέσου για μια δυναμική προσπάθεια ανασχηματισμού της κοινωνίας, συνδράμοντας την προσπάθεια του ατόμου να αντισταθεί στις αδιάλειπτες κοινωνικές μεταβολές.
Σύγχρονες μορφές κοινότητας επομένως θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν οι σύλλογοι ή οι αδελφότητες που συστήνονται στα αστικά κέντρα από άτομα που έχουν εγκαταλείψει τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής τους. Οι σύλλογοι αυτοί αποτελούν τους «μνημονικούς τόπους» μέσω των οποίων τα άτομα συνδέονται με τα «μνημονικά» τους περιβάλλοντα. Μέσω της αναπαραγωγής εθιμικών πρακτικών, άρα και της συνέχισης της παράδοσης, επιτυγχάνεται αυτή η σύνδεση και η σύσταση της «απεδαφοποιημένης» κοινότητας. Σύμφωνα μάλιστα με επιστημονικές απόψεις, η προσπάθεια διατήρησης της πολιτισμικής κληρονομιάς και η επιστροφή στις ρίζες, καταδεικνύουν την επιβίωση της κοινότητας εκτός του χωρικού της πλαισίου, αφού το κοινοτικό πνεύμα συνεχίζει να υφίσταται στα πλαίσια της διασποράς. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η ίδρυση της αδελφότητας Πυρσογιαννιτών.
Άλλες μορφές σύγχρονης κοινότητας θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν οι διαδικτυακές κοινότητες, οι κοινότητες μεταναστών, οι κοινότητες οπαδών μιας ομάδας, όπως της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, οι θρησκευτικές κοινότητες, οι επαγγελματικές κ.τ.λ. Σε αυτές τις κοινότητες υπερέχει η αφοσίωση σε ένα ιδανικό, και σε αντιδιαστολή με τις ιστορικές κοινότητες, όπως αυτής της οθωμανικής περιόδου, η προσήλωση σε αυτό σε υπερβολικό βαθμό, μπορεί να οδηγήσει σε ακραία φαινόμενα φανατισμού. Η ακραία προσήλωση για παράδειγμα στα εθνικά ιδεώδη, δεδομένου ότι το έθνος είναι επίσης μια φαντασιακή κοινότητα κατά τον Άντερσον, μπορεί να φτάσει σε εθνικιστικά φαινόμενα.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως κοινός παρονομαστής της ιστορικής κοινότητας-θεσμού της οθωμανικής περιόδου και της σύγχρονης, με την έννοια του «κοινωνικο-πολιτισμικού χώρου», είναι η διατήρηση της ιδέας του «κοινού ανήκειν». Διαπιστώσαμε διαχρονικά την ανάγκη του ανθρώπου να εντάσσεται στην κοινότητα, για διαφορετικούς όμως λόγους και υπό διαφορετικές ανά περίπτωση συνθήκες. Η συγκρότηση της κοινότητας κατά την οθωμανική περίοδο εξυπηρετούσε βασικές ανάγκες τόσο της ανθρώπινης ζωής, όπως την παραγωγική δραστηριότητα, όσο και της οθωμανικής διοίκησης, όπως τη διοικητική και φορολογική της λειτουργία. Μέσω της κοινότητας ο άνθρωπος είχε τη δυνατότητα να λειτουργεί ομοιοστατικά σε σχέση με το περιβάλλον. Η συγκρότησή της επομένως προσέλαβε το χαρακτήρα του αναγκαίου, σε αντίθεση με τη σύγχρονή της μορφή.
Ο σύγχρονος άνθρωπος συνειδητοποιώντας την απώλειας της παραδοσιακής κοινότητας σε ένα περιβάλλον απομόνωσης και κατακερματισμού της ποιότητας ζωής του, επιλέγει να ανασυγκροτήσει την κοινότητα, ως καταφύγιο ασφάλειας και συντροφικότητας. Στο πλαίσιο πολλαπλών ατομικών δράσεων αυτοπροσδιορισμού δημιουργούνται οι σύγχρονες κοινότητες, λειτουργώντας ως αντίδοτο συμβολικής, φαντασιακής και εφήμερης συλλογικότητας σε μια ζωή που διακατέχεται από τον καταναλωτισμό και τον ατομικισμό.
ΝΟΥΛΑ ΣΑΛΑΚΙΔΟΥ, Απόφοιτος ΠΕ, ΕΑΠ «Ελληνικού Πολιτισμού»