- Η Μάχη της Ηπείρου και η Μάχη της Πίνδου
Οι Ιταλοί είχαν μελετήσει και προετοιμάσει την εισβολή τους στην Ήπειρο. Όλες τους οι ενέργειες από τον Απρίλιο του 1949 κατέτειναν προς αυτό το σκοπό. Μία από τις μελέτες περιελάμβανε οδηγίες προς την Μεραρχία Τζούλια για την κατάληψη των διαβάσεων της Πίνδου (προς Ήπειρο και προς Δυτ. Μακεδονία) και την διάσπαση του ελληνικού μετώπου.
Το Γενικό Επιτελείο είχε οργανώσει αμυντικά κατ’ αρχή την γραμμή Καλπάκι-Καλαμάς. Η γραμμή αυτή άμυνας στήριζε το δεξιό της τμήμα στην Γκραμπάλα (υψ. 1205 μ.) το δε αριστερό στον Κασιδιάρη (υψ. 1316 μ.) ενώ στη μέση ρέει ο π. Καλαμάς. Το ανάπτυγμά της είχε μήκος 25-30 χλμ. το δε βάθος της 10-12 χλμ. Η γραμμή αυτή ακόμη και η οποιαδήποτε υποχώρησή της ή ελιγμοί της κάλυπτε τις οδεύσεις προς Θεσσαλία και Αιτωλοακαρνανία.
Με αυτές τις εικόνες προσπάθησαν οι Ιταλοί να τρομοκρατήσουν και να κάμψουν το ηθικό των Ελλήνων. Εικόνες που θέλουν να μεταδώσουν το μήνυμα «των σιδηρόφραχτων ταξιαρχιών» που πρώτοι οι Γερμανοί «εξέπεμψαν»
Ο αρχηγός των εν Αλβανία Ιταλικών Δυνάμεων στρατηγός Βισκόντι Πράσκα αποφάσισε να επιτεθεί κατά πρώτο στην Ήπειρο και μετά προς την Β.Δ. Μακεδονία. Για την επίθεση στην Ήπειρο διέθεσε το Σώμα Στρατού Τσαμουριάς υπό τον στρατηγό Κάρλο Ρόσσι. Την νίκη πίστευε ότι θα πάρει με επίθεση του Πεζικού προς την Γκραμπάλα και της Μεραρχίας Αρμάτων Μάχης προς την στενή κοιλάδα του π. Καλαμά. Η επιθέσεις αυτές θα βοηθιούνταν με έναν υπερκερωτικό ελιγμό του δεξιού πλευρού της ελληνικής διάταξης από την 3η Αλπινική Μεραρχία «Τζούλια» δια μέσου του ορεινού όγκου της Πίνδου προς Μέτσοβο. Έτσι έλαβαν χώρα οι πρώτες και εν σειρά στρατιωτικές επιχειρήσεις που ονομάσθηκαν « η Μάχη της Ηπείρου» που έστεψαν νικήτριες της ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Ταυτόχρονα με την επίθεση στην Ηπειρο με τον επιθετικό ελιγμό της Μεραρχίας «Τζούλια» προσπάθησε να αποκόψει τις διόδους από το Μέτσοβο-Ζαγόρια προς Δυτ. Μακεδονία (Γρεβενά) και Θεσσαλία (Καλαμπάκα).
Ήταν μία ακόμη ιστορική στιγμή όπου η ευρύτερη περιοχή της Β. Πίνδου με τους ηρωικούς της κατοίκους, με τα περάσματά της και την στρατηγική της σημασία, εκλήθη να αποτελέσει το προπύργιο υπεράσπισης της ακεραιότητας της πατρίδας. Η ίδια περιοχή αργότερα έχουσα τέτοια σημαντική στρατιωτική και στρατηγική σημασία, θα αποτελέσει θέατρο μαχών την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου Πολέμου.
Ο ορεινός όγκος της Πίνδου αναπτύσσεται ανατολικά του ορεινού Όγκου της Τύμφης και επεκτείνεται προς Δυσμάς και Βόρεια με τα όρη του Βοίου και του Βορέα. Έτσι συνέδεε άμεσα τις περιοχές των επιχειρήσεων της Ηπείρου και της Β.Δ. Μακεδονίας. Το ορεινό αυτό σύμπλεγμα διαρρέεται στον Βρά από τον π. Σαραντάπορο και στο κεντρικό του μέρος από το άνω μέρος της κοίτης του π. Αώου.
Ο εκτεινόμενος όγκος του Σμόλικα (υψ. 2637 μ.) μέχρι το όρος Ταμπούρι (υψ. 1878 μ.) χωρίζει τα δύο αυτά ποτάμια αλλά οι στενές τους κοιλάδες με τα φανερά και κρυφά τους περάσματα αποτέλεσαν τις κύριες γραμμές εισβολής της ιταλικής μεραρχίας. Για την άμυνα αυτή του ορεινού συγκροτήματος διετέθη το Μικτόν Απόσπασμα Πίνδου υπό τον συνταγματάρχη Κ. Δαβάκη αποτελούμενο από το 51ο εφεδρικό σύνταγμα πεζικού υπό τον αντισυνταγματάρχη Μισύρην και μιας ορειβατικής πυροβολαρχίας των 7,5 χλστ.
Το ΓΕΣ είχε την άποψη ότι η ιταλική επίθεση θα γίνονταν στην γενική κατεύθυνση Κορυτσά – Φλώρινα – Θεσσαλονίκη, γι’ αυτό και η περιοχή της Πίνδου θεωρήθηκε σαν ζώνη μικρότερης σημασίας γι’ αυτό και διατέθηκαν προς κάλυψή της περιορισμένες δυνάμεις.
Η αποστολή του Μικτού Αποσπάσματος θα εκπληρώνονταν μέσα από ένα αμυντικό αγώνα «επι ευρέος μετώπου». Σύμφωνα με την πείρα που είχε αποκτήσει ο ελληνικός στρατός από τις επιχειρήσεις προ του 1940, ένα Τάγμα πεζικού μπορεί να διεξαγάγει αμυντικό αγώνα σε μέτωπο 7-8 χλμ το πολύ και για ορισμένη χρονική διάρκεια.
Σε περίπτωση δε ισχυρής εχθρικής επίθεσης, όπως τώρα, θα συμπτυχθεί προς τα πίσω σε άλλη τοποθεσία όπου εφεδρικές δυνάμεις θα υποδεχθούν το συμπτυσσόμενο τάγμα. Στην μάχη της Πίνδου, ο κεντρικός τομέας που δέχθηκε την επίθεση του 8ου ιταλικού συντάγματος είχε ανάπτυγμα περί τα 20 χλμ.
Ενώ οι κατέχουσες αυτό δυνάμεις ανήρχοντο την 28η Οκτωβρίου σε τρεις Λόχους Πεζικού με μια Πυροβολαρχία και την 29η σε τέσσερις Λόχους χωρίς όμως να υπάρχουν άλλες εφεδρικές δυνάμεις προς υποδοχή μετά την σύμπηξή τους! Άρα δεν υπήρχαν οι απαιτούμενες συνθήκες προς επιτυχή εκτέλεση της αποστολής τους.
Χάρτες του Μετώπου
Παρόλα αυτά οι ελληνικές δυνάμεις διεξήγαγαν ένα σκληρό αγώνα την 28 & 29 Οκτωβρίου. Την νύκτα όμως της 29 προς 30 Οκτωβρίου επήλθε η κρίση! Οι περισσότερες των δυνάμεων διέρρεαν άτακτα προς Επταχώρι, όπου ήταν η έδρα του σταθμού διοίκησης του Μικτού Αποσπάσματος, ο δε Διοικητής του Ασ/χης Μισύρης επέτυχε τις πρωινές ώρες της 30ης Οκτωβρίου να καταλάβει με ολιγάριθμα τμήματα την κορυφογραμμή Κάτω-Αρένα-Μπουχέτσι, για να συμπτυχθεί και η δύναμη αυτή τελικά στο Επταχώρι. Με αυτό τον τρόπο όμως χάθηκε και η επαφή με τον εχθρό.
Η δημιουργηθείσα κρίσιμη κατάσταση αντιμετωπίσθηκε άμεσα από το στρατηγείο Δυτικής Μακεδονίας που απέστειλε και το 1ο πρώτο Τάγμα ενίσχυσης, του Β΄ Σώματος Στρατού. Το Β΄ Σώμα Στρατού με διαταγή του ωθεί προς την Πίνδο κάθε Τάγμα που ήταν μάχιμο. Το Γενικό Στρατηγείο ώθησε προς την Πίνδο της ταξιαρχία ιππικού με τον συνταγματάρχη Δημάρατο και την μεραρχία ιππικού με τον υποστράτηγο Στανώτα. Ανατέθηκε δε στον υποστράτηγο Βραχνό διοικητή της 1ης Μεραρχίας η διοίκηση των δυνάμεων του τομέα Πίνδου.
Τα χαρακτηριστικότερα σημεία των επιχειρήσεων στην Πίνδο ήταν :
Η αρχική συντριπτική υπεροχή των επιτιθεμένων ιταλικών δυνάμεων κατά του ισχνού Μικτού Αποσπάσματος Πίνδου έδωσε τις πρώτες επιτυχίες στους Ιταλούς. Όμως ο στρατηγός διοικητής της ιταλικής Μεραρχίας υπέπεσε σε βαρύ τακτικό σφάλμα. Με την βιασύνη του να φθάσει το γρηγορότερο στο Μέτσοβο αμέλησε να καταλάβει με μεγάλη δύναμη τον ορεινό όγκο του Σμόλικα, ιδιαίτερα το όρος Ταμπούρι, αφού αρκέστηκε να το καταλάβει με περιορισμένη στρατιωτική δύναμη.
Η έγκαιρη επίθεση του υποστράτηγου Βραχνά στο Ταμπούρι, την 1η Νοεμβρίου και η κατάληψή του την στιγμή που οι ιταλικές δυνάμεις χωρίς ιδιαίτερη προσοχή κινήθηκαν Νότια, αποδείχθηκε σωτήρια. Η επίθεση της Ταξιαρχίας Ιππικού, αφού συγκράτησε τις εναντίον της ιταλικές επιθέσεις, στην συνέχεια ανέλαβε και πέτυχε να καταλάβει την Σαμαρίνα οπότε και απέκοψε την επικοινωνία του 8ου Αλπινικού Συντάγματος με τις δυνάμεις της κοιλάδας του Σαραντάπορου.
Η σθεναρή άμυνα του 3ου Λόχου πεζικού με τον Λοχαγό Παππά την 3η Νοεμβρίου στο χωριό Βωβούσα, για την συγκράτηση των ιταλικών επιθέσεων, επέτρεψε στην σπεύδουσα στο πεδίο της μάχης μεραρχία ιππικού και το Μικτό Απόσπασμα Μετσόβου στον Αώο, να αναχαιτίσουν πλήρως την ιταλική επίθεση και να αναγκάσουν την 3η Αλπινική Μεραρχία «Τζούλια» να εκτελέσει μία καταστρεπτική γι’ αυτή υποχώρηση προς την Κόνιτσα.
Έτσι έλαβε χώρα η νικηφόρα εξέλιξη της Μάχης της Πίνδου.
Η εξέλιξης της Μάχης της Ηπείρου ήταν παρόμοια.
Η επίθεση στο μέτωπο του π. Καλαμά για την διάβασή του με την συντριβή των ελληνικών δυνάμεων απέβη άκαρπη. Μετά την σημαντική αυτή εξέλιξη των δύο αυτών μαχών ο Μουσολίνι αντικαθιστά τον στρατηγό Πράσκα της ιταλικής στρατιάς στην Αλβανία με τον στρατηγό Σοντού αποδίδοντας στα γεγονότα την αυξημένη και ιστορικά μεγάλη σημασία της ήττας των Ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Η Μάχη της Πίνδου στην περιοχή των Γρεβενών.
Η Ταξιαρχία Ιππικού που έδωσε τις μάχες στα βουνά των Γρεβενών, είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη. Από εκεί έλαβε την εντολή από το στρατηγείο να κινηθεί επί κεφαλής μηχανοκίνητου τμήματος στην Κοζάνη όπου θα ετίθετο στις διαταγές του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας. Διοικητής της ήταν ο συνταγματάρχης Δημάρατος, ενώ της ελαφράς μηχανοκίνητης ίλης διοικητής ήταν ο ίλαρχος Ταβουλάρης.
Οι διαταγές που δόθηκαν στον Σ/χη Δημάρατο ήταν να καταλάβει την περιοχή του Δοτσικό για να αποτρέψει το κλείσιμο των διόδων από Σαμαρίνα προς Γρεβενά αν ο εχθρός επιχειρούσε την κάθοδο στην Δυτική Μακεδονία. Η κατάσταση απαιτούσε γρήγορες μετακινήσεις σε μια περιοχή με ανύπαρκτες οδικές υποδομές. Συγκεντρώθηκαν τα απαιτούμενα αυτοκίνητα για την μεταφορά των ανδρών στα πεδία της μάχης. Τα άλογα και τα μεταγωγικά θα έφθαναν μετά από τρεις μέρες στο Δοτσικό!
Η φάλαγγα των αυτοκινήτων θα ακολουθούσε το δρομολόγιο Νεάπολη-Παναρέτη-Κιβωτός-Βατόλακος-Γρεβενά-Δοτσικό χωρίς στάθμευση και με υψηλή ταχύτητα!
Αλλά ενώ νύχτωσε η φάλαγγα δεν είχε φθάσει κόμη στα Γρεβενά. Το σκοτάδι απαιτούσε κίνηση με φώτα αλλά η ιταλική αεροπορία ενεργούσε επιδρομές και την νύχτα και έτσι η διαταγή ήταν να κινούνται με σβησμένα τα φώτα. Παρόλα αυτά ο διοικητής έδωσε εντολή να ανάψουν τα φώτα για γρήγορη κίνηση και η φάλαγγα έφθασε αργά την νύχτα στην έρημη πόλη.
Ο δρόμος προς το Δοτσικό ήταν προφανώς αδιάβατος! Δεν υπήρχε όμως άλλος αλλά οι βροχές έκαναν την κατάσταση απελπιστική.
Το χωριό Δοτσικό με το περίφημο γεφύρι του
Το τοπίο άγνωστο για τις ελληνικές δυνάμεις. Στο γραφείο του Επάρχου Γρεβενών αποφασίστηκε μετά από οδηγίες του Β΄ Σώμα Στρατού να συνεχίσουν το πρωί προς Δοτσικό. Το δρομολόγιο καθορισμένο : Γρεβενά – υψόμετρο 819 – Ελατος – Καληράχη – ερείπια Ντρούζι – υψόμετρο 1172 – Αγιος Αθανάσιος – Δοτσικό. Στην διαδρομή αυτή η ταξιαρχία είχε πολλά δείγματα πατριωτισμού.
Χωρικοί, άνδρες και γυναίκες ανέβασαν στις πλάτες και στους ώμους τους πολεμοφόδια και κανόνια, τρόφιμα.
Έσκαψαν χαρακώματα, εργάσθηκαν ολόκληρες εβδομάδες στην κατασκευή οχυρωματικής γραμμής και άνοιξαν δρόμους εκεί που δεν υπήρξαν ποτέ. Στον δρόμο προς το Δοτσικό, γράφει ο αντιστράτηγος Αλεξ. Εδιπίδης, υπαρχηγός ΓΕΣ, η φάλαγγα καθώς προχωρούσε μέσα, στο αυγινό λυκόφως, αντίκρισε από μακριά συγκέντρωση χωρικών, πράγμα, εντελώς ασυνήθιστο για την ώρα αυτή και για το πλήθος των συγκεντρωμένων. Είχαν μάθει για την άφιξη της ταξιαρχίας στα Γρεβενά.
Ηξεραν για την κατάσταση του δρόμου. Ολόκληρος ο δρόμος ήταν «ένα βορβορώδες ρεύμα διακοπτόμενο από βαθιά τάφρο που είχαν ανοίξει τα νερά των βροχών. Οι χωρικοί χωρίς να ειδοποιηθούν από κανένα είχαν κάνει ήδη με κορμούς δένδρων γέφυρες, απεκατέστησαν το δρόμο και όταν φθάσαμε ήταν όλα έτοιμα».
Χωρίς την πρωτοβουλία των χωρικών η ταξιαρχία θα καθυστερούσε δύο και περισσότερες ώρες με όλες τις συνέπειες που μπορούσε να έχει η καθυστέρηση αυτή σε τέτοιες κρίσιμες και επείγουσες καταστάσεις.
Η ταξιαρχία προχώρησε έτσι και μετά το χωριό Έλατος. Ο δρόμος ανώμαλος, ανηφορικός και αλλού κατωφερικός αλλά πάντα ολισθηρός με παχύ στρώμα λάσπης και στάσιμων νερών σε σχήμα λιμνών. Η πορεία βαριά, σκληρή και ατέλειωτη. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες των ανδρών και των χωρικών έχοντες απόλυτη συνείδηση των κρίσιμων στιγμών που βάρυναν στην ύπαρξη του έθνους διηνύθηκε η απόσταση μέχρι το Δοτσικό.
Πυκνές ομάδες χωρικών εγκατέλειπαν ήδη τους τόπους διαμονής τους και κινούνταν με κατεύθυνση τα Γρεβενά. Μαζί τους είχαν γυναίκες, γέρους, παιδιά και τα κοπάδια τους ή τα ζωντανά τους. Η αγωνία ήταν καταφανής. Ο διοικητής της ταξιαρχίας προσπάθησε να συγκεντρώσει πληροφορίες για τους Ιταλούς αλλά κανείς δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιανδήποτε πληροφορία. Η ανησυχία των επιτελών ήταν μήπως η φάλαγγα προχωρούσε με κάπως βραδύ ρυθμό και δεν κατόρθωνε να φτάσει έγκαιρα στον προορισμό της. Τότε αποφασίσθηκε η ελαφρά μηχανοκίνητος ίλη να αποσπασθεί από την κύρια φάλαγγα κινούμενη ταχύτερα και τα υπόλοιπα του πυροβολικού να ακολουθήσουν όπως τους επέτρεπε η κατάσταση του δρόμου. Ο λοχαγός του πυροβολικού είχε βέβαια τις αντιρρήσεις του, αλλά η κατάσταση ήταν σοβαρή.
Το μεσημέρι η διοίκηση της ταξιαρχίας και η μηχανοκίνητος ίλη έφτασε στο Δοτσικό. Οι κάτοικοι όλοι είχαν φύγει. Μόνον η χωροφυλακή -ένας ενωμοτάρχης με 8-1 Ο χωροφύλακες- παρέμειναν εκεί. Οι χωροφύλακες οργάνωσαν την μεταφορά των εφοδίων και έκαναν τις διαβιβάσεις με την 1 η Μεραρχία και το Β’ Σώμα Στρατού. Το Δοτσικό δεν είχε τηλέφωνο και το πλησιέστερο χωριό ήταν η Καλλονή που απείχε δυόμισι ώρες με δρόμο που δεν μπορούσε να χρησιμοΠΟ1ηθεί ούτε μοτοσικλέτα.
Ο συνταγματάρχης Δημάρατος γνώριζε να μιλά την γλώσσα του ηγέτη και επικοινωνούσε άριστα με τους στρατιώτες του με τη πατριωτική φλόγα του αγώνα. Το σώμα κινήθηκε αμέσως προς το ύψωμα Σκούρτζα (υψ. 1780μ.).
Οι πλαγιές ήταν απότομες και ανηφορικές χωρίς δρόμο. Μετά από πορεία δυόμισι ωρών στις 2.30 μ.μ. κατέλαβαν τις θέσεις τους. Η ταξιαρχία που μεταβλήθηκε στην πορεία σε ελαφρά μηχανοκίνητος ίλη και κατόπιν σε «μικρό πεζικό» εκτέλεσε έτσι τη διαταγή να φτάσει έγκυρα στην προσδιορισμένη θέση για να κλείσει τις διαβάσεις των Ιταλών προς Γρεβενά-Δυτ. Μακεδονία αλλά βρίσκονταν μπροστά σε άγνωστο εχθρό. Κανείς δεν γνώριζε κάτι «περί του εχθρού».
Μόνο μία πληροφορία υπήρχε ότι το μέτωπο διασπάσθηκε μεταξύ Φούρκας και Κόνιτσας η οποία μπορούσε να θεωρηθεί και χρονικά ξεπερασμένη αφού αφορούσε γεγονότα της 31ης Οκτωβρίου δηλαδή προ 36 ωρών. Αλλά και η άμεση επαφή με την διοίκηση της Μεραρχίας ήταν αδύνατη αφού γίνονταν μόνο μέσω του τηλεφώνου της Καλλονής. Δεξιά της Ταξιαρχίας Δοτσικού υπήρχε η 1η Μεραρχία στο Επταχώρι αλλά αριστερά δεν υπήρχαν ελληνικά στρατεύματα!
Με αυτές τις συνθήκες και με καλό αλλά ψυχρό καιρό έγινε η εξής διάταξη των δυνάμεων: Ένας ουλαμός ετάχθη στις βορειοδυτικές πλαγιές της Σκούρτσας και ένας δεύτερος στις δυτικές (υψ. 1780 μ). Ο τρί/τος ετάχθη στον αυχένα προς Δοτσικό (υψ. 1533 μ.) με αξιωματικό στο ύψωμα Αννίτσα (υψ. 1780 μ.) όπου θα έπαιζε το ρόλο επιτηρητικού φυλακίου με κατεύθυνση Σαμαρίνα-Φιλιπαιοι. Ο σταθμός διοίκησης εγκαταστάθηκε στον αυχένα από τον οποίο διήρχετο η ημιονική οδός Σαμαρίνας-Δοτσικό. Οι λιγοστές δυνάμεις δεν επέτρεπαν πλήρη και εκτεταμένη διάταξη.
Η Ταξιαρχία εισήλθε στον αγώνα στη κρισιμότερη στιγμή του μετώπου και την ώρα που άρχισε η αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων.
Λίγη ώρα μετά την εγκατάσταση της ταξιαρχίας στη Σκούρτζα έφτασε στο Δοτσικό και η πυροβολαρχία Σκόντα με διοικητή το λοχαγό Νιδριώτη, η οποία επειδή δεν μπορούσε να κινηθεί χωρίς αυτοκίνητα παρατάχθηκε ανατολικά του Δοτσικού, χωρίς την επάρκεια βεληνεκούς των πυροβόλων του, λόγω θέσεως.
Την 1η Νοεμβρίου, πρώτη μέρα της αντεπίθεσης κατελήφθησαν η Λυκορράχη και το ύψωμα Προφήτης Ηλίας Φούρκας. Στο ύψωμα Τσούκα (αριστερά του μετωπου) έγιναν σκληρές μάχες αφού καταλήφθηκε και ανακαταλήφθηκε από τον εχθρό τρεις φορές.
Το απόγευμα προστέθηκαν στη ταξιαρχία και δυνάμεις που οπισθοχώρησαν από μάχες με του Ιταλούς στον αυχένα Ρωμηού.
Μαρτυρίες αναφέρουν ότι το μεγάλο θέμα του ανεφοδιασμού που δημιουργήθηκε και λόγω ότι τα κέντρα προμήθειας του στρατού βρίσκονταν πολύ μακριά αλλά και λόγω της άγονης εποχικής περιόδου (χειμώνας, ορεινά μέρη) λύθηκε με πρωτοβουλία ξανά των κατοίκων της περιοχής. Γέροντες γυναίκες Και παιδιά μετέφεραν παρά τις αφάνταστες δυσκολίες, κακουχίες αλλά και την φτωχικής τους κατάσταση κιβώτια από πολύτιμο υλικό πολέμου και από τρόφιμα, με μακρές πεζοπορίες και αναρριχήσεις στα απόκρημνα μέρη.
1939, Επίστρατοι από τις Κυδωνιές Γρεβενών στην Νεάπολη
Ο ιερέας Γ. Παπαξάνθης και ο Ταγματάρχης Τριανταφυλλοπουλος από τους πρωταγωνιστές της μάχης στην Ανίτσα.. Δεξιά ο Δ. Κυρατζόπουλος με τον διοικητή του Θρ. Τσακαλώτο
Ο Σ/χης Σωκ. Δημάρατος ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής στη μάχη της Αννίτσας. Εγραψε σχετικά : «Ξεκινήσαμε στις 29 Οκτωβρίου απ’ το Λαγκαδά και ύστερα από τρία μερόνυχτα φτάσαμε την 1η Νοεμβρίου στο Δουτσικό – Γρεβενών, όπου είχε φτάσει μεγάλη δύναμη της Ιταλικής μεραρχίας Τζούλια και τους διαλύσαμε. Στη συνέχεια καταλάβαμε τα υψώματα: Σκούρτζα, Γουμάρα και Βασιλίτσα, όπου πιάσαμε πολλούς αιχμαλώτους, πήραμε τη Σαμαρίνα και το Δίστρατο και φτάσαμε έξω απ’ τη Βωβούσα».
Εικόνα από το μέτωπο
Το ύψωμα «Αννίτσα».-
______________________________
(Σημ. Οι φωτογραφίες δημοσιεύθηκαν στον λεύκωμα ΟΡΟΣΗΜΑ, εκδ. ΖΗΤΗ 2006. –