Βαρύ λογαριασμό για την… κλιματική αλλαγή καλείται να πληρώσει η ΔΕΗ, η οποία βλέπει τις επιπτώσεις από τους καύσωνες στη Β. Ευρώπη να δημιουργούν νέα δεδομένα στην αγορά ενέργειας της Ε.Ε. και να αυξάνουν τα κόστη στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων. Μάλιστα η άνοδος-ρεκόρ στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, που κατέγραψαν υψηλό 7ετίας την περασμένη εβδομάδα, συνδέονται ευθέως από τους αναλυτές των ενεργειακών αγορών με τις αλλαγές στο κλίμα και στα προβλήματα που καύσωνα κυρίως στις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.
Ωστόσο, η αύξηση των τιμών στα διοξείδια, επηρεάζει όλη την ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρισμού, περιλαμβανομένης και της ΔΕΗ, που είναι από τις εταιρείες με τη μεγαλύτερη έκθεση στον λιγνίτη πανευρωπαϊκά. Για την ελληνική εταιρεία το πρόβλημα είναι διπλό: αφενός αυξάνονται τα κόστη παραγωγής ηλεκτρισμού και επιβαρύνονται τα λειτουργικά αποτελέσματα της εταιρείας, αφετέρου δημιουργείται αρνητικό κλίμα για τον εν εξελίξει διαγωνισμό αποεπένδυσης των λιγνιτικών μονάδων και την επικείμενη υποβολή δεσμευτικών προσφορών σε 1,5 μήνα, στις αρχές Οκτωβρίου.
Κλιματικό ρίσκο
Όπως έδειξαν οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων, πλέον οι αγορές ηλεκτρισμού θα πρέπει να μάθουν να ζουν με το ρίσκο του… κλίματος. Συγκεκριμένα, την περασμένη Τρίτη, στο ενεργειακό χρηματιστήριο της Λειψίας, για πρώτη φορά από το 2011, τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων ξεπέρασαν τα 18 ευρώ ο τόνος. Είχε προηγηθεί το ράλι της τιμής από τα 5,6 ευρώ ο τόνος το 2017, που έφτασε ακόμη και πάνω από τα 16 ευρώ ο τόνος στο πρώτο μισό του 2018, εξαιτίας των αποφάσεων που ελήφθησαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για τη θωράκιση και αποτελεσματικότερη λειτουργία του συστήματος εμπορίας ρύπων. Προς τα τέλη Ιουνίου, ωστόσο, υπήρξε υποχώρηση της τιμής των CO2 στα 14,2 ευρώ.
Η πτώση σταμάτησε τον Ιούλιο, συμπίπτοντας χρονικά με το ξέσπασμα των ακραίων καιρικών φαινομένων κυρίως στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, με αποκορύφωμα την περασμένη εβδομάδα όταν και οι τιμές κατέγραψαν σε υψηλό επταετίας στα 18,03 ευρώ. Όπως επισημαίνουν ενεργειακοί αναλυτές, η άνοδος της τιμής των ρύπων αποδίδεται στις πρωτοφανείς υψηλές θερμοκρασίες ιδιαίτερα στη Β. Ευρώπη, καθώς αρκετά πυρηνικά εργοστάσια έκλεισαν εκτάκτως αφού δεν υπήρχε διαθέσιμο νερό σε κατάλληλη θερμοκρασία για να ψυχθούν οι αντιδραστήρες. Παράλληλα η φτωχή λόγω νηνεμίας παραγωγή ρεύματος από τα υπεράκτια αιολικά της Β. Ευρώπης, είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι αγορές ενέργειας από συμβατικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής άνθρακα και φυσικού αερίου. Συνακόλουθα αυξήθηκε η ζήτηση για δικαιώματα εκπομπής ρύπων, που οδήγησε και στο νέο ρεκόρ των δικαιωμάτων εκπομπής CO2.
Πονοκέφαλοι για τη ΔΕΗ
Το timing της νέας ανόδου των τιμών ρύπων δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο για τη ΔΕΗ, η οποία είδε την περασμένη εβδομάδα τις τιμές στην ελληνική χονδρεμπορική αγορά να εκτοξεύονται αρκετά πάνω από τα 60 ευρώ, ακόμη και στον Δεκαπενταύγουστο, ημέρα αργίας, που παραδοσιακά η ζήτηση είναι χαμηλή. Μάλιστα σύμφωνα με τα στοιχεία του νέου ελληνικού ενεργειακού χρηματιστηρίου, για αρκετές ώρες στη διάρκεια των προηγούμενων ημερών, η χονδρεμπορική τιμή καθορίστηκε από λιγνιτικές μονάδες. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι οι λιγνίτες εμφάνισαν υψηλότερα μεταβλητά κόστη, σε σύγκριση με τις ανταγωνιστικές μονάδες φυσικού αερίου. Για παράδειγμα τη Δευτέρα, η μονάδα του Αγίου Δημητρίου 5 είχε υψηλότερο κόστος για 9 ώρες, από 4 ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου (Protergia, Ενεργειακή Θεσσαλονίκης, Θίσβη, και Ήρων) αλλά και από τη μονάδα του Αλιβερίου της ΔΕΗ.
Η συγκεκριμένη φωτογραφία της αγοράς την περασμένη εβδομάδα δίνει μια γεύση για το τι πρόκειται να ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια, όταν εκτιμάται ότι οι τιμές των ρύπων θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο, επιβαρύνοντας τα ήδη υψηλά λειτουργικά κόστη των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, οι οποίες πλέον δεν θα είναι ανταγωνιστικές και άρα βιώσιμες.
Απαιτούνται μέτρα
Στο πρόβλημα της βιωσιμότητας των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ στο νέο περιβάλλον της αγοράς, επισήμανε εμμέσως και το business plan που εκπόνησε ο σύμβουλος της επιχείρησης McKinsey, του συμβούλου που προσέλαβε η εταιρεία. Συγκεκριμένα, ο σύμβουλος κάνει λόγο για “προκλήσεις βιωσιμότητας” που θα αντιμετωπίσουν οι θερμικές μονάδες της ΔΕΗ και για αυτόν τον λόγο θεωρεί ότι θα πρέπει να αναδειχθεί ως στρατηγική προτεραιότητα η ενίσχυση των λιγνιτικών μονάδων με τρία συγκεκριμένα μέτρα:
Πρώτον, να ξεκινήσουν προσπάθειες βελτίωσης της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων (αλλά και των μονάδων αερίου) με στόχο να μειωθεί κατά 25 έως 35% το κόστος προσωπικού, κατά 10 έως 12% το κόστος των εργολάβων και της αγοράς καυσίμου.
Δεύτερον, να επιδιωχθεί η υπογραφή συμβάσεων προμήθειας με βιομηχανικούς πελάτες προκειμένου να εξασφαλιστεί αντιστάθμιση του κόστους των CO2.
Τρίτον, να εξασφαλιστούν κίνητρα όπως η αποζημίωση ισχύος (ΑΔΙ) και για τους λιγνίτες.
Ο διαγωνισμός
Πάντως, η πιθανή επιβάρυνση στα αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου είναι το λιγότερο που απασχολεί την εταιρεία. Και αυτό διότι εάν τελικώς οι τιμές των CO2 παραμείνουν στα ίδια επίπεδα ή αυξηθούν ακόμη περισσότερο μέχρι τον Οκτώβριο, τότε θα αλλάξουν οι εξισώσεις για το τίμημα που μπορεί να εξασφαλίσει η εταιρεία από την πώληση των δύο εταιρειών με τις λιγνιτικές μονάδες της Μελίτης και της Μεγαλόπολης. Ήδη οι αρχικές προσδοκίες για τίμημα της τάξης του 1 δισ. ευρώ έχουν προσγειωθεί, με τους πιο αισιόδοξους να θεωρούν επιτυχία εάν καταφέρει η ΔΕΗ να εισπράξει τα μισά. Ωστόσο, η εικόνα που μεταφέρουν οι πιθανοί αγοραστές (υπό την αίρεση, βεβαίως, ότι δεν θέλουν να αποκαλύψουν όλα τα χαρτιά τους) είναι ότι οι προσφορές που θα υποβληθούν δύσκολα θα ξεπεράσουν τα επίπεδα των 100 εκατ. ευρώ.
(του Χάρη Φλουδόπουλου, capital.gr)