Ο Ηλίας Μάρκου, ο συγγραφέας του βιβλίου: «Η ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ», που παρουσιάζω στη σημείωμα αυτό, κατάγεται από το Παλαιόκαστρο Κοζάνης. Μετά το Γυμνάσιο, σταδιοδρόμησε στην ΕΛ.ΑΣ, φτάνοντας στην ιεραρχία του Σώματος, μέχρι και το βαθμό του υποστράτηγου. Κάποια περίοδο υπηρέτησε και στην Κοζάνη, ως Διοικητής του Τμήματος Ασφαλείας. Οι σπουδές του πολλές ( Δημοσιογραφία, Θεολογία, Νομικά, Φιλοσοφία, Ιστορία-Αρχαιολογία). Από το 1978, δημοσιεύει, σε περιοδικά κι εφημερίδες, καθώς και στον ηλεκτρονικό τύπο, διάφορα άρθρα, επιφυλλίδες, δοκίμια και ποιήματα. Το 1988, έργο του βραβεύτηκε στον Α’ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, που οργάνωσαν ο Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης με την Εφημερίδα «Ο ΧΡΟΝΟΣ». Σήμερα, είναι συνταξιούχος και ζει στη Θεσσαλονίκη, ασχολούμενος με το διάβασμα και το γράψιμο.
Το βιβλίο του: «Η ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ» είναι ιστορικό μυθιστόρημα, με μύθο που καλύπτει όλη τη νεότερη Γενική μας Ιστορία, με αρχή το Μακεδονικό Αγώνα και κατάληξη τη Μάχη της Κρήτης, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Αφορμή για να γραφτεί το μυθιστόρημα αυτό ήταν η Μάχη της Κρήτης (20-5-1941- 1-6-1941), που το Μάιο του 1991, με τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από τότε που έγινε, γιορτάστηκε, επίσημα, σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, με διάφορες εκδηλώσεις, με οργανωτή τη Νομαρχία Χανίων, η οποία για το σκοπό αυτό είχε προκηρύξει κι ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό, τον Οκτώβριο του 1990. Τα έργα, σύμφωνα με την προκήρυξη, θα έπρεπε να υποβληθούν, μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 1991 και να είναι σχετικά με θέματα φιλοπατρίας, ειρήνης, συνεργασίας και φιλίας των λαών, με την προϋπόθεση, να γίνεται σ’ αυτά, αναφορά και στη μάχη της Κρήτης. Τα έργα που στάλθηκαν, αξιολογήθηκαν από ειδική επιτροπή, στα Χανιά, στις 16-4-1991. Ένα έργο που δεν έφτασε ποτέ, είναι το μυθιστόρημα αυτό, που βασίστηκε στο προσωπικό αρχείο της Αλεξάνδρας, γύρω από την οποία στρέφεται όλος ο μύθος, αφού περιέχει κομμάτια από τη ζωή της. Μπορεί η ίδια να δίστασε, τον καιρό που έπρεπε, να στείλει το μυθιστόρημα στο διαγωνισμό, μετά το θάνατό της όμως, οι κληρονόμοι της το ανέσυραν από το σεντούκι, που το είχε φυλαγμένο και το εμπιστεύτηκαν στο συγγραφέα, για να επιμεληθεί την έκδοσή του, στη μνήμη της.
Πρωταγωνιστές είναι τέσσερα ερωτευμένα παιδιά: ο Νικήτας με την Έμιλυ και ο Γιώργης με την Αλεξάνδρα, που χαίρονται την αγάπη τους, στη Θεσσαλονίκη, το καλοκαίρι του 1939. Ο Νικήτας, που έκανε τη στρατιωτική θητεία, εκείνο το χρόνο, καταγόταν από χωριό της Κοζάνης κι ήταν απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., ενώ η Έμιλυ είχε νεοζηλανδική καταγωγή και ζούσε πότε στο Λονδίνο και πότε στη Θεσσαλονίκη, συμμετέχοντας σε κάποιο αγγλικό πρόγραμμα, σχετικό με την έρευνα και τη μελέτη των παλαιότερων περιόδων πολιτισμού στην Ελλάδα. Ο Γιώργης ήταν Κρητικός, είκοσι χρονών, φοιτητής της Νομικής του Α.Π.Θ, ενώ η Αλεξάνδρα, κατά ένα χρόνο νεότερή του, ήταν σπουδάστρια της Π.Α. Θεσσαλονίκης. Η τελευταία ήταν ορφανή από πατέρα, και ζούσε με τη μάνα της στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός της φοιτούσε στη Σχολή Ευελπίδων, στην Αθήνα. Η μάνα της, η Αθηνά, ορφάνεψε μικρή,- ήταν δεν ήταν τριών χρονών-, κι ήταν τότε που ο Βούλγαρος Βοεβόδας Σουμάρεφ, το 1903, κατακρεούργησε το σλαβόφωνο πατέρα της που καταγόταν από τη Ρούλια, το χωριό του «Αετού των Κορεστίων», Κων/νου (Κώτα) Χρήστου (1860-1905).
Ο μύθος στέκεται αρκετά στη ζωή και στη δράση του καπετάν Κώτα, που δεν άργησε να έρθει σε ρήξη με τον Τουρκαλβανό Κασήμ αγά, μπέη της περιοχής, αψηφώντας τους κινδύνους. Από τούτο συλλαμβάνεται και μαστιγώνεται, δημόσια, για παραδειγματισμό. Δραπετεύει όμως και καταφεύγει στα Κορέστια, μαζί με πολλούς άλλους, για να συνεχίσει από κει την εθνική του δράση, προστατεύοντας το ελληνικό στοιχείο από την καταπίεση των Τούρκων και των Βουλγάρων κομιτατζήδων.
Όπως είπα και στην αρχή, ο μύθος διατρέχει όλη σχεδόν τη νεότερη ελληνική ιστορία. Έτσι μετά το Μακεδονικό Αγώνα, νέα επεισόδια έρχονται να προστεθούν, άλλα από τους Βαλκανικούς Πολέμους, 1912-1913 κι άλλα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον Ξεριζωμό. Κι είναι πολύ το υλικό, που έρχεται στο φως, με πηγές, όχι μόνο την ιστορία, αλλά κι άλλες, που μιλούν για την εκπαίδευση, το σχολείο, τη γλώσσα, τα βιβλία, τα Διδασκαλεία, τη Διδασκαλική Ομοσπονδία(1922) κλπ., χωρίς να λείπει απ’ αυτό και η πολιτική κατάσταση που επικρατούσε, όλη αυτή την περίοδο.
Καιρός να γυρίσουμε και πάλι στους πρωταγωνιστές του μύθου. Τους είχαμε αφήσει, να χαίρονται την ευτυχία τους στη Θεσσαλονίκη, το καλοκαίρι του 1939. Μόνο που το καλοκαίρι αυτό δεν ήταν σαν τα προηγούμενα. Από τις αρχές του έτους είχαν αρχίσει να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια του μεγάλου πολέμου, που δε θ’ αργούσε να ξεσπάσει, όπως όλα έδειχναν. Ήταν ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, που κήρυξε, την 1-9-1939, η Γερμανία με τον Αδόλφο Χίτλερ. Η Αθηνά, η μητέρα της Αλεξάνδρας, θυμόταν τα παλιά, κάθε φορά, που άκουγε ότι η Βουλγαρία ετοιμαζόταν και πάλι να μπει στο πόλεμο, στο πλευρό του Χίτλερ, βλέποντας ότι της δίνεται μια ακόμα ευκαιρία για έξοδό της στο Αιγαίο.
Με το Χίτλερ συντάσσεται και η Ιταλία. Η Ελλάδα παίρνει τα μέτρα της μπροστά στην ιταλική και τη βουλγαρική απειλή που δεν άργησε να εκδηλωθεί σε βάρος της. Ο Νικήτας, με την κήρυξη του πολέμου μετακινείται σε μονάδα του Κιλκίς. Οι επιστρατευμένοι προωθούνται στην Ήπειρο. Η Έμιλυ βρίσκεται στη Νέα Ζηλανδία, απ’ όπου ενημερώνει την Αλεξάνδρα, ότι ο πόλεμος, όπου να’ ναι θα χτυπήσει και την Ελλάδα. Στα πανεπιστήμια επικρατεί αναβρασμός. !5 Αυγούστου 1940, ανήμερα της γιορτής της Παναγίας, τορπιλίζεται στο λιμάνι της Τήνου το καταδρομικό ΕΛΛΗ. Στις 7 Οκτωβρίου ο γερμανικός στρατός, μετά την Πολωνία και το Βέλγιο, εισβάλλει στη Ρουμανία. 28-10-1940 η Ιταλία κηρύττει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, μετά το ΟΧΙ του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά. Το διαβόητο γερμανικό σχέδιο «ΜΑΡΙΝΑ» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Στις 2-3-1941, η Βουλγαρία προσχωρεί στον Άξονα. Στις 9-3-1941, η δωδέκατη γερμανική στρατιά πλησιάζει τα ελληνικά σύνορα. Στις 9-4-1941 οι Γερμανοί εισβάλλουν στη Φλώρινα και κατευθύνονται στο Κλειδί. Στις 8-4-1941 οι συμμαχικές δυνάμεις αντιστέκονται στη θέση αυτή, μ’ ένα μικτό σχηματισμό δυνάμεων, που έμεινε γνωστός με την ονομασία «Δύναμη Μακέι», από το όνομα του διοικητή της , Αυστραλό υποστράτηγο, Ίβεν Μακέι. Την ελληνική δύναμη αποτελεί η 20η Μεραρχία, με πυρήνα το Σύνταγμα Δωδεκανησίων. Για να σπάσουν τον κλοιό οι Γερμανοί και ν’ ανοίξουν δρόμο για την Αθήνα έριξαν στη μάχη τη «Σωματοφυλακή SS Αδόλφος Χίτλερ» και την 9η Τεθωρακισμένη Μεραρχία. Η μάχη στο Κλειδί καταγράφεται στην ιστορία ως «Η μάχη της Βεύης» και σ’ αυτή είχε λάβει μέρος και ο Νικήτας, ο μεγαλύτερος της παρέας των ηρώων που πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα. Πολλοί οι νεκροί και οι τραυματισμένοι στρατιώτες, Έλληνες και σύμμαχοι. Όσοι γλίτωσαν, υποχωρώντας «φορτώνονταν» στην πλάτη κι από έναν τραυματία, για να τον πάνε στ’ αυτοκίνητα που περίμεναν κάπου εκεί κοντά. Ο Νικήτας πήρε κι αυτός έναν τραυματία. Κάποια στιγμή, καθώς τον ακούμπησε, για λίγο, κατάχαμα, για να πάρει μια ανάσα, τότε πρόσεξε τη χάλκινη καδένα που είχε κρεμασμένη στο λαιμό του. Έγραφε έναν κωδικό και τον αριθμό του νεοζηλανδικού τάγματος που υπηρετούσε, ενώ το αίμα είχε ποτίσει όλο του σώμα. Προσπάθησε να του δώσει τις πρώτες βοήθειες. Ήταν όμως αργά. Ο άγνωστος Νεοζηλανδός ξεψύχησε στα χέρια του. Οι εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη. Κι ο συγγραφέας ξέρει καλά να τις κρύβει και να τις φανερώνει, όχι εκεί που τις περιμένει ο αναγνώστης, αλλά εκεί, που πρέπει, μέσα στο μυθιστόρημα. Κι εδώ, ο Νεοζηλανδός συμπολεμιστής του, μόνο άγνωστος δεν ήταν. Καθώς ο Νικήτας έψαχνε το στρατιωτικό του δελτίο, μέσα από μια αδιάβροχη πλαστική σακούλα, πέφτει μια φωτογραφία ματωμένη, από την οποία πήρε και τον τίτλο το μυθιστόρημα. Ήταν της αγαπημένης του Έμιλυ. Κι ο άντρας που ήταν δίπλα της, δεν ήταν άλλος από τον αδερφό της. Τον παίρνει και πάλι στους ώμους, προχωρώντας στα χαμένα. Τα πράγματα όμως στη ζωή δεν έρχονται όπως τα θέλει ο άνθρωπος, αλλά όπως τα θέλει να γίνονται ο Θεός, από ψηλά. Κι η μοίρα, εδώ, για το Νικήτα, άλλα φαίνεται πως είχε διαλέξει να γίνουν. Αντί να τον οδηγήσει στη σωτηρία, τον άφησε να πέσει πάνω σε μια νάρκη, μαζί με το νεκρό συμπολεμιστή του κι έτσι να χαθεί, ποτίζοντας με το αίμα του το δέντρο της ελευθερίας.
Η αντίστροφη μέτρηση για την Ελλάδα είχε αρχίσει. Η Κυριακή του Θωμά, 27 Απριλίου 1941, κατατάσσεται στην ιστορία, στις αποφράδες μέρες του Ελληνισμού, σαν κι αυτή, της 29-5-1453 και της 6-9 Σεπτεμβρίου1922, αφού αυτή τη μέρα υψώθηκε η σημαία του Γ΄ Ράιχ με τον αγκυλωτό σταυρό στην Ακρόπολη. Ελεύθερη ακόμα έμενε η Κρήτη, όπου βρίσκονταν ο βασιλιάς και η νόμιμη κυβέρνηση, μαζί μ’ ένα τμήμα των Ενόπλων Δυνάμεων. Η έφοδος των Γερμανών για την κατάληψη του νησιού ξεκίνησε με σφοδρούς βομβαρδισμούς, που στόχευαν τη Σούδα και το Μάλεμε. Οι σύμμαχοι παρά τον αρχικό τους αιφνιδιασμό συνήλθαν γρήγορα κι άρχισαν την αντεπίθεση, ενισχυόμενοι κι από τους κατοίκους. Η μάχη ήταν άνιση και κράτησε δώδεκα μέρες (20-4 1941-3-5-1941). Έλληνες, Άγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί αμύνονταν με ηρωισμό κι αυτοθυσία. Ανάμεσά τους και ο Γιώργης, ο γιος του Μανούσου, ο αγαπημένος της Αλεξάνδρας, καθώς και ο εύελπις αδερφός της.
Αμέσως, με την Κατοχή, αρχίζουν να εκδηλώνονται και τα πρώτα σκιρτήματα για την οργάνωση ανταρτοπόλεμου. Το Μάιο του 1941 ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», με την οποία συντάσσεται και η Αλεξάνδρα. Η αγωνία της για την τύχη του εύελπι αδερφού της και του Γιώργη, του αγαπημένου της, την οδηγεί στην Κρήτη. Το πρώτο που έκανε, σαν έφτασε στο νησί, ήταν να πάει και ν’ ανάψει ένα κερί στα μνήματα των νεκρών της Μάχης της Κρήτης. Εκεί, την περίμενε, αυτό που φοβόταν. Βρήκε τον τάφο του. Ο αγαπημένος της είχε πέσει στο πεδίο της μάχης, πολεμώντας τον εχθρό, για την ελευθερία της Πατρίδας.
Η Αλεξάνδρα, αργότερα, βρίσκεται στο ΕΑΜ. Δυο φορές οι Βούλγαροι τη συνέλαβαν. Γλίτωσε, την πρώτη φορά, με τη μεσολάβηση ενός φιλέλληνα Βούλγαρου, συναδέλφου της, και τη δεύτερη, δραπετεύοντας μέσα από το σχολείο που δίδασκε. Το 1949, λίγο πριν τη λήξη του Εμφύλιου ,εγκαταλείπει τα πάτρια εδάφη, συνοδεύοντας τα αετόπουλα στη Γιουγκοσλαβία κι από κει σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Επιστρέφει στην Ελλάδα, το 1974. Για μερικά χρόνια εργάζεται, ως δασκάλα. Σαν βγήκε στη σύνταξη, συνέχισε ν’ ασχολείται με το διάβασμα και το γράψιμο. Έζησε κάμποσα χρόνια ακόμα. Ο θάνατος τη βρήκε, σε προχωρημένη ηλικία…
Το βιβλίο του Ηλία Μάρκου «Η ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ» είναι απ’ αυτά που τ’ ανοίγεις μ’ ενδιαφέρον και τα κλείνεις μ’ ενθουσιασμό. Με όσα γράφει, σου δείχνει την ιστορία σου, για να διδάσκεσαι απ’ αυτή. Γιατί λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους, το έχουν πει πολλοί, δεν έχουν μέλλον. Σου δείχνει ακόμα πως η Λευτεριά δε χαρίζεται, ούτε κερδίζεται, παρά μόνο με θυσίες και με αγώνες. Και δίνεται σ’ αυτούς που αξίζει να την κατέχουν. Ξεχωρίζει για τη στέρεα δομή, τη δυνατή πλοκή, την άνετη αφήγηση!
Ντάγκας Κ. Ευάγγελος
Σχολικός Σύμβουλος ε. τ.