Στα προηγούμενα πέντε σημειώματα γράψαμε γενικά ιστορικά στοιχεία για τη συγκεκριμένη (και ευρύτερη) περιοχή από τους προϊστορικούς χρόνους, τη κλασική εποχή, την ελληνιστική εποχή, τους ρωμαϊκούς, τους βυζαντινούς χρόνους και τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Κατόπιν ασχοληθήκαμε με τα αρματολίκια και τους κλέφτες στην εξεταζόμενη και ευρύτερη περιοχή, καθώς και με το ‘κο(υ)πατσάρικο’ χωριό Αετιά (Τσούργιακα). Σήμερα συμπληρώνουμε το πρώτο μέρος με τους εξισλαμισμούς, τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και τους χρόνους μετά την απελευθέρωση, τελειώνοντας με κάποια συμπεράσματα για τους ‘Κο(υ)πατσαραίους.
Οφείλουμε να επαναλάβουμε ότι εξισλαμισμοί ελληνικών πληθυσμών παρατηρούνται από τον 15o αιώνα ακόμα. Όψιμοι εξισλαμισμοί από αλβανούς και ιδιαίτερα στη περιοχή Γρεβενών αναφέρονται από τον περιηγητή γάλλο V. Berard (‘Τουρκία και Ελληνισμός’, Τροχαλία, Αθήνα 1987, σελ.208) και άλλους. Ασφαλώς και υπήρξαν όψιμοι εξισλαμισμοί, και εκούσιοι και εξαναγκαστικοί από την Πύλη και τον Αλή Πασά, άσχετα αν αυτός ‘διακρινόταν από πνεύμα ανεξιθρησκείας’. Στα ‘Κο(υ)πατσαροχώρια’ δεν έχουμε εξισλαμισμισθέντες (Βαλαάδες) εκτός της Πηγαδίτσας, των Αναβρυτών (Βράστινο), του Κάστρου και της Κυρακαλής, αν αυτά, βέβαια, θεωρούνται ‘Κο(υ)πατσαροχώρια’ (σχεδιάγραμμα Γεώργιου Τσότσου 2013).
Μιας και αναφέραμε τους Βαλαάδες οφείλουμε να πούμε εν συντομία τα παρακάτω: Οι Βαλαάδες ήταν ελληνόφωνοι εξισλαμισθέντες χριστιανοί επαρχιών Γρεβενών και Ανασελίτσας. Ονομάζονται έτσι από τη συχνή χρήση της τούρκικης φράσης ‘Βαλλαχί’ (=μα το Θεό). Οι χριστιανοί τους αποκαλούσαν περιπαιχτικά «φούτσηδες» από τη μεταξύ τους προσαγόρευση ‘φούτσι μ’’ (=αδελφούτσι μου). Ανήκαν στη μουσουλμανική αίρεση των ‘μπεκτασήδων’ και ήταν γλεντζέδες, πράοι, αφελείς, ευδιοίκητοι, φιλόξενοι και φιλήσυχοι. Οι εξισλαμισμοί τους είναι βαθμιαίοι επι τουρκοκρατίας (περισσότεροι κατά τον 17ο αιώνα), εκείνο, ωστόσο, που έχει ενδιαφέρον είναι ότι διατηρούν πολλά χριστιανικά και ελληνικά ήθη και έθιμα σε όλα τα επίπεδα. Το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών (σύμβαση Λωζάνης) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που έγινε κατ’εξοχήν με θρησκευτικό κριτήριο, βρέθηκαν στην Τουρκία, παρασυρθέντες από την τούρκικη προπαγάνδα μέσω των μπέηδων.
Μέσα στο πνεύμα του Διαφωτισμού (τέλη 17ου-αρχές 18ου αι.), που έρχεται από την Ευρώπη και κάτω από το φως της μορφωτικής κινητοποίησης στις μεγάλες πόλεις, αρχίζει η εθνική αφύπνιση. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) φτάνει τον 18ο αιώνα μέχρι τη βόρεια άκρη του Ελληνισμού, την Αχρίδα και στην επιστροφή του κηρύσσει σε πολλά χωριά των Γρεβενών (όπως και στα Κο(υ)πατσαροχώρια’), παροτρύνοντας τους υπόδουλους του να ιδρύσουν σχολεία και εκκλησίες και συντελώντας αποφασιστικά στην ανάσχεση του ρεύματος εξισλαμισμού παντού.
Στην Επανάσταση του 1878, αλλά και στα πολεμικά γεγονότα 1896-97 συμμετείχαν από τα ‘Κο(υ)πατσαροχώρια’, ως οπλαρχηγοί και αντάρτες (στην ελληνική πλευρά), οι: Θεόδωρος Ζιάκας (γέρος πλέον) και λοιποί Ζιακαίοι, Κωνσταντίνος Δημάκης από το Μαυρονόρος, Γκαλντέμης από το Σπήλαιο, Βασίλειος Ζαρκάδας από τους Μαυραναίους και Αθανάσιος Γκούμας από το Μέγαρο (Ραντοσίνιστα) (Α. Παπαδημητρίου, τ. Β΄, σελ. 134-137 & τ. Γ΄ σελ. 210).
Πρέπει να σημειωθεί ότι, για να είμαστε αντικειμενικοί, πολλά πρόσωπα (νέων Κλεφτών) συνδυάζανε τα χαρακτηριστικά του εθνικού ήρωα-αντάρτη και του ληστή. Άλλωστε, οι περισσότεροι κλέφτες-αρματολοί στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας αυτόν το ρόλο είχαν. Στη τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα καταγωγή από τα ‘Κο(υ)πατσαροχώρια’ είχαν οι παρακάτω λήσταρχοι-οπλαρχηγοί: Τσανάκας (πιθανόν Κηπουριό), Ζήκος (Ζήσης Ντάλας) από το Παλιοχώρι Μαυραναίων, Δημήτριος Ράμος από το Σπήλαιο, Κώστας Σταυράκης (Βερβέρας) από τη Τίστα (Ζιάκας), Λούκας (Λουκάς Κόκκινος) από τη Ραντοσίνιστα (Μέγαρο), Διαμάντης Μάνος από το Σπήλαιο κ.ά. (Α. Παπαδημητρίου, τ. Β΄, σελ. 162-164). Η ληστεία μπορεί να αυξομειώνονταν (μειώθηκε στο τέλος), δεν έπαψε, όμως, σε καμιά περίοδο μέχρι την απελευθέρωση του 1912.
Και στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) έχουμε αντάρτες-αγωνιστές- Μακεδονομάχους από τα ‘Κο(υ)πατσαροχώρια. Αρκετοί από αυτούς ήταν οπλαρχηγοί που είχαν δράσει στα γεγονότα 1896-97, όπως οι: Β. Ζαρκάδας, Λούκας (Κόκκινος), Δ. Μάνος, Βερβέρας κλπ). Πρέπει να σημειωθεί ότι από την περιοχή πέρασε (τρεις περιοδείες) και ο θρύλος του Μακεδονικού Αγώνα Παύλος Μελάς με την αντάρτικη ομάδα του. Εκτός αυτών αναφέρουμε ενδεικτικά (υπάρχουν πολλοί, Α. Παπαδημητρίου τ. Γ΄, σελ. 305-316) τους παρακάτω Μακεδονομάχους: Στέργιο Γεωργούλα (Ζορμπά) από τους Φιλιππαίους, Κώστα Γκούντα (Μπουρονίκο) από το Μεσολούρι, Γρηγόριο Ευθυμίου (Παπαθύμιο) και Χρήστο Μάντζιαρη από την Καλλονή (Λούντζι), Καραγιάννη Γεώργιο, Τζουβάρα Γεώργιο και Ευάγγελο Κιτσόπουλο από το Μοναχίτι, Παπαγεωργίου Χρήστο και Ιωάννη Ράπτη (Φόβιο) από το Ζιάκα (Τίστα), Πασιαλή Δημήτριο από το Κυπαρίσσι, Δημήτριο Πλατή από το Πολυνέρι, Κυριάκο Ιωάννου από τον Αιμιλιανό (Γκριντάδες), Γεώργιο Τσιάρα από το Πρόσβορο (Δέλνο), Ταγάρα Στέργιο από το Κηπουριό, Στέργιο Τελιόπουλο από το Κοσμάτι, Δημήτριο Καβάλα από τους Μαυραναίους. ιερέα Χρήστο από το Πανόραμα (Σαργκαναίοι), Γεώργιο Αγόρα από το Σιταρά (Σίτοβο), Γρηγόριο Καραγιάννη από το Δεσπότη (Σνίχοβο), Νικόλαο Μπαρμέρη από το Φελλίο (Φιλί) κ.ά.
Κατά τον 19ο αιώνα τα μοναστήρια παρήκμασαν λόγω ληστειών, απομάκρυνσης μοναχών από τα μοναστικά πρύτυπα των κτιτόρων των μονών και φόρων των Οθωμανών. Στη εξεταζόμενη περιοχή συνεχίζει να υπάρχει η γνωστή Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Σπηλαίου. Επίσης έχουμε την Μονή του Αγίου Νικολάου του Μοναχιτίου και τη Μονή Αγίας Τριάδος Γόργιανης (Κηπουριού).
Μετά τη απελευθέρωση στην πρώτη διοικητική συγκρότηση της Μακεδονίας η περιοχή των Γρεβενών προσαρτάται ως αποκεντρωμένο διοικητικό τμήμα στο νομό Κοζάνης. Την περίοδο αυτήν οριοθετούνται επίσημα οι κοινοτικές εκτάσεις των χωριών, περισσότερο σαν παμπάλαιες μοιρασιές παρά σαν κάποια ορθολογική διοικητική παρέμβαση. Αυτή η διαίρεση βασίζεται σε απλές οριοθετικές γραμμές, ρεματιές ή ράχες, στολισμένες με ξωκλήσια ή εικονοστάσια, που καταλήγουν σε ενιαίες, συμπαγείς γεωγραφικές ενότητες.
Στο Μεσοπόλεμο οι ορεινοί οικισμοί (‘κο(υ)πατσαροχώρια’, βλαχοχώρια) γνωρίζουν μια σύντομη περίοδο ακμής, καθώς τα εμβάσματα των ξενιτεμένων στην Αμερική και την Αυστραλία επιτρέπουν την ανοικοδόμηση οικιών και την κατασκευή κοινωφελών έργων. Το 1940 τα βουνά της Πίνδου μετατρέπονται σε πεδίο μάχης. Στις ράχες της Βασιλίτσας, οι Έλληνες στρατιώτες υπεραμύνονται του στρατηγικού περάσματος της Πίνδου δίνοντας την μάχη της Αννίτσας. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας με τους Γερμανούς τα αντάρτικα σώματα δίνουν μάχες σε όλη την περιοχή Γρεβενών και Κοζάνης, με σημαντικότερο το κτύπημα στο Φαρδύκαμπο τον Μάρτιο του 1943 κατά της ιταλικής φάλαγγας.
Μέσα στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο τα χωριά της Πίνδου θα ζήσουν μια νέα αναλαμπή, καθώς οι εμπειρίες της ορεινής οικονομίας ξαναεμφανίζονται και εξασφαλίζουν την επιβίωση του αποκομμένου πληθυσμού.
Μετά τον πόλεμο όλη η ορεινή περιοχή και τα Βέντζια με τη Φιλούρια προσαρτώνται ως επαρχία Γρεβενών στο νομό Κοζάνης. Καμία αξιοσημείωτη εξέλιξη δεν θα συμβεί μέχρι το 1964, οπότε με ενέργειες του τότε υπουργού Κωνσταντίνου Ταλιαδούρη, η επαρχία Γρεβενών γίνεται ανεξάρτητος νομός (ιστοσελίδα Δήμου Γρεβενών http://www.dimosgrevenon.gr/index.php… ).
Από τα ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία, που παραθέσαμε φαίνεται ότι στην εξεταζόμενη περιοχή [‘Κο(υ)υπατσαροχώρια’] πάντοτε υπήρχε ανθρώπινη παρουσία-έστω και λίγη μερικές φορές-, λαμβάνοντας, βέβαια, υπόψη τις μετακινήσεις και τις ανακατατάξεις λόγω πολέμων και άλλων συνθηκών. Παρά τις εισβολές αλλοεθνών και βαρβάρων κλπ από βορρά (κυρίως Σλάβων), τις κατακτήσεις (Ρωμαίων, Οθωμανών κλπ) και τη συνακόλουθη αλλοφωνία, η περιοχή διατήρησε διαχρονικά κατά το μεγαλύτερο ποσοστό την ελληνοφωνία.
Δεν είναι λίγοι από αυτούς (προφορική παράδοση-ηλικιωμένοι και γνώστες της τοπικής ιστορίες), που πιστεύουν ότι, παρά την αύξηση του πληθυσμού λόγω μετακινήσεων, υπήρχε ανέκαθεν ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή. Οι περισσότεροι από αυτούς μάλιστα αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν την ονομασία ‘Κο(υ)πατσαραίοι’, αυτοπροσδιορίζονται περισσότερο ως γηγενείς Δυτικομακεδόνες Έλληνες, υποστηρίζουν τη διαχρονική ελληνοφωνία τους και διαφωνούν στο επιχείρημα για παλιά τους βλαχοφωνία ή αρμάνικη/βλάχικη καταγωγή.
Ως παράδειγμα της διαχρονικής ανθρώπινης παρουσίας, από την εργασία του Ιωάννου Χρ. Πέτρου με τίτλο ‘Διάσωση των κειμηλίων της μονής Ζάβορδας στη δίνη του πολέμου και του Εμφυλίου, 1941-50 και η ανεύρεση του Λεξικού του Φωτίου’ στην ιστοσελίδα της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Σπηλαίου http://grevena-iles.blogspot.gr/p/blog-page_80.htmlδιαβάζου… τα παρακάτω:
«…..Το χωριό των Γρεβενών Σπήλαιο, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, κατοικήθηκε από τη μυκηναϊκή εποχή ως σήμερα αδιαλείπτως. Εδώ υπάρχουν λείψανα από αρχαία τείχη, μήκους 1.250 μ., νεκροταφεία μυκηναϊκής εποχής, ελληνιστικής, ρωμαϊκής, βυζαντινής και νεώτερης, ενώ ο χώρος χρησιμοποιήθηκε παλαιόθεν ως φρούριο, σύμφωνα πάντοτε με τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ανατολικά του οικισμού Σπήλαιο, σε απόσταση 100 μ. από τις τελευταίες κατοικίες, είναι κτισμένη η μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η οποία καθαγιάσθηκε ως σταυροπήγιο πατριαρχικό το έτος 1633, ενώ λειτούργησε ως ανδρώα μονή ως το 1923. Διαλύθηκε, όπως και οι άλλες μονές της περιοχής, με τον νόμο 4684/1930….».
Τέλος, ο συγγραφέας Χρήστος Μ. Ενισλείδης στην εισαγωγή (σελ. 9) του ανατυπωμένου βιβλίου του (σ.σ. το πρωτοέγραψε το 1951, τη δε έρευνα του έκανε το διάστημα 1926-31) με τίτλο «Η Πίνδος και τα χωριά της», Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1996, γράφει ότι «…δεν υπάρχει κτηνοτρόφος εις τους Φιλιππαίους, δεν υπάρχει χωρικός εις το Πολυνέρι, δεν υπάρχει άνθρωπος ανά την ύπαιθρον των Γρεβενών, ο οποίος να μην έχη κάτι το αρχαίον, ιδίως νομίσματα παλαιά, διαφόρων εποχών, ελληνικά και ρωμαϊκά και βυζαντινά ή άλλα μικρά και μεγάλα αρχαιολογικά αντικείμενα από τάφους, από κειμήλια, από θησαυρούς, κειμήλια εθνικά, θησαυροί ανεκτίμητοι, ιστορικοί΄…». Και συνεχίζει: «…Όλα φανερώνουν ότι ανέκαθεν εις τα Γρεβενά και την περιοχήν των κατοικούσαν Έλληνες-Μακεδόνες, την ελληνικήν ομιλούντες, και ελληνικά ήθη και έθιμα έχοντες και τους λοιπούς αυτούς με τους Έλληνες θεούς λατρεύοντες…».
(Τέλος Α΄ Μέρους)