Σημ: όπου Σ. = συγγραφέας Μ. Καλινδέρης. Το σημείωμα αποτελεί σκιαγράφηση βιβλίου του Μ. Α. Καλινδέρη (‘Πηγή’ στο τέλος του σημειώματος), ο οποίος αποτελεί, κατά τη ταπεινή μας γνώμη, έναν αμερόληπτο και έγκριτο συγγραφέα και επιστήμονα. Η σκιαγράφηση έγινε με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, χωρίς προσωπικές μας παρεμβάσεις.
σ.σ. = Σημείωση εκδότη (δική μου).
Όσον αφορά το θέμα των μετοίκων του χωριού, ο Σ. τονίζει ότι καθαυτό μέτοικοι παρουσιάζονται κυρίως από το 1769 μέχρι το 1878 [τέλη 18ου αιώνα, εποχή του 1821, επαναστατική εποχή του Ζιάκα (1854, Κριμαϊκός πόλεμος) και χρόνια αναταραχής του 1878]. Ξεκινάει δε την έκθεση της μετοικεσίας αντίστροφα.
Στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-78) άγρια στίφη Αλβανών το 1877 είχαν εξαπολυθεί στη Μακεδονία, με εντολή των Τούρκων. Την εποχή αυτή και σε συνδυασμό με ληστρικά γεγονότα (Λεωνίδας και Νταβέλης στο Σινιάτσικο) οι οικογένειες Πιπιλιάγκα, Τζιαχάνη, Κωτούλα, Τσιάντζιου, Παράσχου, Τσιγαρίδα, Τζιόλα, Τσιάρα και Κωσταντούλα από τη Πιπιλίστα (σημ. Νάματα) κατέφυγαν για ασφάλεια στη Βλάστη.
Σε σημείωσή (2) του (σελ. 53) πληροφορεί ότι δυο τελευταίες οικογένειες ήταν κτηνοτροφικές. Μάλιστα η οικογένεια Κωνσταντούλα πήρε οικογενειακά επώνυμα όπως: Νάνου, Τζιούφα, Καραμούλα, Πετσάρη, Τσέλα και Πατσίκα. Η οικογένεια Κωνσταντούλα, αφού περιπλανήθηκε (Σισάνι, πάλι Πιπιλίστα) κατέληξε το 1892 στη Βλάστη. Η δε αρχική της προέλευση ήταν το Κο(υ)πατσαροχώρι Βουδιντσκό (νυν Πολυνέρι) Γρεβενών και μιλούσε μόνο την ελληνική. Τρία από αυτά τα αδέλφια ήταν ‘μιλέζικα’ (μπασταρδεμένο και μπερδεμένο ιδίωμα) γιατί είχαν πάρει βλάχες γυναίκες στα χειμαδιά της Θεσσαλίας (δύο από την Αβδέλλα Γρεβενών). Πάντως αυτοί (από Πιπιλίστα) είχαν τα ίδια πολιτιστικά στοιχεία, τρόπους ζωής, συνήθειες και γλώσσα (ενν. ελληνική) με τους Βλατσιώτες και προσαρμόστηκαν εύκολα.
Επίσης, στην ίδια σημείωση γράφει ότι πέντε αδέλφια (Τζαβέλλας, Καζάνας, Γάτος, Λόνας, Γκουντής) από την Αβδέλλα είχαν διαφορετικά επώνυμα, όπως και άλλα αδέλφια (σύνηθες φαινόμενο τότε).
Στον Κριμαϊκό πόλεμο του 1854 αρκετές οικογένειες από τα Κοπατσαροχώρια ήρθαν στη Βλάστη και στη Πιπιλίστα, γιατί εκεί (περιοχή Γρεβενών) η επαναστατική δράση του Ζιάκα έφερε αναστάτωση. Ο αριθμός των οικογενειών δεν είναι σαφής, ωστόσο, βέβαιο είναι ότι στη Βλάστη ήρθαν οι οικογένειες: από το Σπήλαιο ο Ρομπόλης, από το Βουδιτσκό ο Τζιαφέτας, από τους Φιλιππαίους ο Σταμουλάς, από τους Σαργκαναίους ο Κοντογούλας και οι Τριανταφύλλου, Κουτλής και Βακατάρης από τα Κοπατσαροχώρια επίσης. Λέγεται ακόμα ότι η οικογένεια Κατσιανίκου ήλθε από το Τσιράκι (νυν Άγιος Κοσμάς Γρεβενών), του Βαρβαρούση (ασβεστάδες) από τη Μπριάζα (Δίστρατο). Οι οικογένειες Βαβούρα, Κούντουρα, Νότσιου, Μητρούλη, Παπαμήλιου, Φαρδέλλα, Χατζή και Τζήμα ήρθαν από τη Σαμαρίνα. Οι οικογένειες Ντόκου και Μπασμπατέκη, σύμφωνα με τον Σ., ήλθαν στη Βλάστη 15-20 χρόνια πιο νωρίς (1835-40) από την Τσιούργιακα (σημ. Αετιά), μολονότι κάποιοι τους συγκαταλέγουν μετά το 1854.
Αυτή η μετοικισία – ουχί πλήρως αποσαφηνιζομένη εις τα καθ’ έκαστα – έχει σημασία στην οικονομία της Βλάστης, γιατί, αν εξαιρεθούν οι οικογένειες Ρο(υ)μπόλη και Σταμουλά, όλες οι άλλες (από τα κοπατσαροχώρια και τα βλαχοχώρια) ευδοκίμησαν στη νομαδική κτηνοτροφία και έτσι κατέστησαν πιο εύπορη τη Βλάστη (σελ. 55).
Γύρω στα χρόνια της επανάστασης του 1821 εγκαταστάθηκαν οικογένειες από τα χωριά του κάμπου των Καϊλαρίων (σημ. Πτολεμαΐδα). Αναφέρει τις οικογένειες Δάλα, Πέϊου, Μελέτη, Κοσμίδου, Πέτκου, Τέρπου, Δ(Ντ)εληβανέ, Κουζάτη και Κατραντσιώτη. Υπάρχουν και θολές αναμνήσεις (μυθεύματα κατ’ άλλους) απογόνων κάποιων ότι ήλθαν και από τη Νάουσα (σημερινής Ημαθίας), εξ αιτίας του χαλασμού της το 1922. Γενικά οι μετοικισίες αυτές οριστικοποιήθηκαν στα 1828-30, συνάφθηκαν επιγαμίες με τους ντόπιους και προφανώς ήταν αποτέλεσμα της τότε επαναστατικής προσπάθειας του Ελληνισμού.
Και τώρα ερχόμαστε στη παλιότερη μετοικεσία (καταστροφή Μοσχόπολης το 1769 και Ορλωφικά το 1770) από τη περιοχή του Γράμμου και της ξακουστής Μοσχόπολης. Ο Σ. αποσαφηνίζει ότι αυτοί ήταν ως επί το πλείστον πρόσφυγες σε αντιδιαστολή με τους μέτοικους-κτηνοτρόφους (αυτούς δεν τους θεωρεί πρόσφυγες) από τη περιοχή Γρεβενών το 1854. Αυτοί είχαν το σύστημα από την παλιά τους πατρίδα να ξενιτεύονται, αυτό το σύστημα συνέχισαν και έτσι αύξησαν τη διασπορά της Βλάστης και ωφέλησαν τη γενέτειρά τους (Βλάστη). Πολλοί μάλιστα ευδοκίμησαν στο εξωτερικό και από βιογραφίες τους μαθαίνει κανείς το τόπο προέλευσης τους. Ως τόποι αναφέρονται η Γράμμοστα, η Νικολίτσα, το Λινοτόπι, το Μπιθικούκι, η Ζέρμα, οι Χιονάδες και η Μοσχόπολη. Δεν εδόθη, όμως, σύμφωνα με τον Σ., έγκαιρα και πριν η παράδοση εξασθενήσει, η πρέπουσα προσοχή για να καλυφθούν ουσιαστικά σημεία που αφορούν το ερώτημα: Ποιες και πόσες οικογένειες κατέφυγαν στη Βλάστη τότε και από ποιο μέρος η καθεμιά; (σελ. 57).
Το ερώτημα και η απάντηση για αυτή την μετοικεσία (εποχή κοντά στα Ορλωφικά) έπρεπε να είχε τεθεί και για άλλες πόλεις και κωμοπόλεις της Δυτικής Μακεδονίας και πέρα από αυτή (Σέρρες κλπ). Διατυπώνει τη δυσκολία προσδιορισμού του τόπου προέλευσης κάθε τέτοιας οικογένειας, φέρνοντας ως παράδειγμα αυτό της οικογένειας Δούμπα. Άλλοι λένε πως καταγόταν από το Λινοτόπι, άλλοι από τη Μοσχόπολη και άλλοι από τη Νικολίτσα ή τις Σέρρες (σελ. 57).
Κατόπιν γράφει ότι μάλλον βέβαιο θεωρούνται τα παρακάτω: Από το Λινοτόπι ήλθαν οι οικογένειες Βέλιου, Σαράκου και Χαριζάνου. Από τη Γράμμουστα η οικογένεια Ρούγκου. Από τη Ζέρμα οι οικογένειες Γραμματικού, Τσάγκα, Τσίρου και Τσέτση. Από το Μπιθικούκι οι οικογένειες Μπέλτσου και Καμπούρη. Από τη Νικολίτσα η οικογένεια Τζιάτα. Από τη Μοσχόπολη η οικογένεια Σίνα (κλάδος), Μισιρλή, και Μουσίκου. Για κάποιες άλλες οικογένειες (Χινοβίτου, Τσικρίκη ή Κυριάζη, Μπόντη, Μιλιγγέρη κλπ) με καταγωγή από Μοσχόπολη θεωρεί ότι είναι ισχυρισμοί, εικασίες και αμυδρές αναμνήσεις.
Με αυτή την μετοικησία η Βλάστη προάγεται στο βαθμό κωμοπόλεως το 1797, γιατί με τη διασπορά προβλήθηκε το όνομα της. Μάλιστα ο Popovic τη θεώρησε μικρογραφία της Μοσχόπολης (στο έργο του O Cincarima). O Σ. γράφει ότι ακόμα πλάστηκε παράδοση (φαίνεται να μη το πιστεύει) ότι το τέμπλο του Αγίου Νικολάου της Μοσχόπολης μεταφέρθηκε από πρόσφυγες από τη Μοσχόπολη (σελ. 58-59). Αργότερα στις σελ. 87-88 τονίζει ότι οι μεγάλες εικόνες του ναού αυτού χρονολογούνται στο έτος 1756 και ότι το τέμπλο έγινε επί τόπου από ειδικούς καλλιτέχνες (προερχόμενους πιθανότερα από τις περιοχές Γράμμου-Μοσχόπολης) πριν τον αποικισμό (μετοικεσία του 1769), δηλαδή 13 περίπου χρόνια νωρίτερα. Έτσι, ο ‘συμφυρμός (ανακάτωμα) προς την μετοικεσίαν’ δικαιολογεί κάπως τη παράδοση (ότι μεταφέρθηκε από τη Μοσχόπολη). Θεωρεί μάλιστα ότι για να γίνει αποδεκτό κάτι τέτοιο (σ.σ. μεταφορά ολοκλήρου τέμπλου από τόσο μακρινή απόσταση) χρειάζεται να πιστοποιείται από βάσιμα στοιχεία. Ωστόσο, στη σημείωση 8 (σελ. 58-59) διατυπώνει τις γραπτές απόψεις – μεταφοράς ή αγοράς του εν λόγω τέμπλου από τη Μοσχόπολη ως ιστορικό γεγονός – των Ν. Αθανασιάδη (1928-29), Ι. Βασδραβέλλη (1941) και Ζήκου Τσίρου (1964).
(πηγή: ‘Ο βίος της κοινότητος Βλάτσης επί τουρκοκρατίας’, σελ. 52-59, Μιχ. Αθ. Καλινδέρη, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1982).