(πραγματικό γεγονός)
Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τώρα που βγαίντι κατά όξου, πάρτι στο χέρ΄ κι καμμιά τζιουμπανίκα. Η τζιουμπανίκα για τα΄ημάς, είνι πολυεργαλείο. Απόστασις; Νταϊακώντς στ΄τζιουμπανίκα. Βρήκις σκλί; Δε σι ζγών. Σι ζιούγουσαν τίποτα παράξεν; Άμα έης τζιουμπανίκα, δεν κοτούν. Βρήκις κφό; Του λιάντσις.
Να χτι το νου σας μι τα κφα. Γιατί είνι γιουμάτους ου τόπους. Εμαθέτι τι γίγκιν υπροχτέ στου Τσουτύλ΄, μ΄ένα κφό; Ο δάσκαλος ο Κώτσιος, ήταν στο σκουλειό. Η γυναίκα τ΄ ήταν στο σπίτ΄ κι χουσμέτιβη. Τα δυό τα΄κουρτσούλια, ήταν όξω στ΄ν αυλή κι έπαιζαν. Ικείν τ΄ν ώρα ποιος ξέρ΄ πόθεν, ρουκώθκι ένα κφο στ΄ν αυλή τ΄. Ήταν κφό απ΄τα πολύ φαρμακερά. Είχι κι κέρατο αμπροστά στς μύτις, μι πολλά καγκέλια στ΄ ράχη. Ικεί απού πάηνι κα τα κουρτσούλια, τον πήραν χαμπέρ΄ τα γατούλιαα τ΄ δάσκαλ΄. Το ΄να το γατούλ΄ του λεν Λάζο κι τ΄ άλλο Φούντα.
Σαν είηδαν τα γατούλια να πααίν΄ κατ΄ ικεί απού ήταν τα κουρτσούλια, το χνήθκαν. Το βαλαν στ΄μέσ΄ κι ου Λάζους του κορόϊδευε από μπροστά κι ου Φούντας το γκρουτζανούσι από πίσ΄. Το κφό δεν ήξιρι κατά που να κάμ΄ κι στο τέλος το κατακριτσέλιασαν.
Σαν είηδαν τα κορτσούλια τι γένταν, λαχτάρσαν. Μόνι σαν είηδαν καταή το κφό να μη μπορεί να ταραχτεί βήκαν όξω κι ζιούγουσαν. Πήραν κι ένα τσάκνο κι το ζουκαλνούσαν, για να σιγουρευτούν ότι τα κρίστι!
Άμα δεν ΄ταν ου Λάζους κι ου Φούντας, ποιος ξέρ΄ τι θα γένταν. Αυτά δε νι γατούλια, είνι σεκιουριτάδις αύλιου χώρου. Μόνι να χτι το νου σας από τα κφά, γιατί μαζώχκαν πολλά κι τέτοια μι κέρατο δεν είχαμι στον τόπο το θκό μας κι όλ΄ να στι μι μια τζιουμπανίκα στο χέρ΄.
Έχ΄ κι άλλες χρήσεις η τζιουμπανίκα, από τ΄αυτές απ΄δε σας είπα κι δεν ξέρτι πότι θα χρειαστεί!!
Κωνσταντίνος Τσιαμίτης