Στο δημοτικό σχολείο υπάρχει ένα μάθημα στη Γλώσσα, το οποίο επαναλαμβάνεται σε πολλές τάξεις στην υποτυπώδη Γραμματική που διδάσκεται, και αφορά στα παρώνυμα. Προηγείται η διδασκαλία των ομώνυμων. Στα ομώνυμα η κατανόηση είναι ευκολότερη. Περίπου ομόηχα με σχεδόν καθόλου κοινή σημασία τα πρώτα (εδώλιο – ειδώλιο), ακριβώς ομόηχα με εντελώς διαφορετική σημασία τα δεύτερα (φύλο, φύλλο, φίλο). Από κει και πέρα, συνώνυμα, παράγωγα, αντώνυμα, που υπάρχουν σε όλες τις γλώσσες και τα συντακτικά.
Αμιγής κλάδος της φιλολογίας αποτελεί η Γλωσσολογία και από όλο το υλικό και τη μεθοδολογία της θα σταθούμε σήμερα ιδιαιτέρως στα σημαίνοντα και στα σημαινόμενα που εξετάζει η επιστήμη της σημειωτικής. Πολύ απλά, εξηγούμε ότι σημαίνον είναι αυτό που ακούγεται, ο ήχος, και σημαινόμενο αυτό ή αυτά που εννοείται ή εννοούνται ως ιδέα, η αντίληψη, η έννοια αυτή καθ’ αυτή. Το νόημα, που στη λογοτεχνία είναι ανάγκη να ερευνήσουμε κάτω ή πίσω από μια λέξη για να ανακαλύψουμε την ιδιαιτερότητα της φράσης, όπως ο συγγραφέας επιθυμεί να τη συνδέσει με το προηγούμενα και τα επόμενά του. Το οποίο είτε είναι διαφορετικό κάθε φορά μέσα στον ίδιο χρόνο είτε σε διαφορετικούς χρόνους. Η λειτουργία είναι καθαρά νοητική στα πλαίσια του κατ’ εικόνα και εξασκείται από τις πρώτες ώρες της ζωής του ανθρώπου. Λέγοντας ζωή, εννοούμε και αυτήν μέσα στον αμνιακό σάκο διότι το έμβρυο είναι ικανό να κωδικοποιεί ερεθίσματα από τότε και ακουστικά μηνύματα διότι δέχεται κυρίως αυτά. Άνθρωπος λοιπόν εξ άκρας συλλήψεως, και το μικρό παιδί αρέσκεται να παίζει με τις λέξεις πολύ πριν επισκεφθεί τον εκπαιδευτικό του χώρο. Από τότε είναι που αρχίζει να μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα.
Δεν είναι καθόλου κακό να παίζουμε με τις λέξεις αρκεί να μην τις προσδίδουμε σε δεδομένη στιγμή και εποχή μεγαλύτερη ή μικρότερη σημασία από αυτήν που πράγματι έχουν. Η γλώσσα ως ζωντανός οργανισμός μέσα από τα χείλη των συνανθρώπων, διαχρονικά αλλάζει, παραλλάσσεται και μεταλλάσσει νοήματα. Τούτο είναι εντελώς φυσιολογικό αρκεί να έχουμε λόγω Παιδείας πρόσβαση στο γλωσσικό μας παρελθόν. Εκτός αν γίνεται βίαια ή με σκοπιμότητα πολιτική ή εχθρική κίνηση, κάτι που στην τελευταία γενιά έγινε. Εχθρική επιβολή γλωσσικού εκβαρβαρισμού είχαμε στα χρόνια κυρίως της Οθωμανοκρατίας στην Ανατολία. Το παράδειγμα των τουρκόφωνων ορθόδοξων Καραμανλήδων είναι χαρακτηριστικό.
Εσχάτως ζήσαμε και στον εκκλησιαστικό χώρο τη γλωσσική αυθαιρεσία, η οποία ως τεχνικός όρος «terminus technicus» όπως πήγε να πλασαριστεί, φαινομενικά δεν δημιουργεί πρόβλημα. Ομιλούμε για τον όρο, λέξη, συνώνυμο, αντώνυμο, παράγωγο, παρώνυμο, ομώνυμο, διαλέγουμε και παίρνουμε, εκκλησία, και για να συνεννοούμαστε σε επιστημονική βάση ας το αποκαλούμε εξαρχής, σημαίνον. Ένα ηχητικό ελληνικό σύνθετο παράγωγο τετρασύλλαβο δηλαδή, από την πρόθεση εκ και το ρήμα καλώ. Το αρχικά σημαίνον, ένα (1). Από κει και πέρα, παίρνουμε διαχρονικά πληθώρα σημαινόντων: σύναξη, συνέλευση, μάζωξη, συνάθροιση, αγορά, θρησκεία, ναός, εκκλησία χριστού, τοπική επισκοπή, μητρόπολη, διοίκηση χριστιανική, διοίκηση χριστιανική ξένη, διοίκηση χριστιανική αυτοκέφαλη, ορθοδοξία, ξένη εκκλησία, τοπική εκκλησία, ορθόδοξη εκκλησία. Ποτέ όμως αίρεση και το αυτοκαταργούμενό της, ετερόδοξη εκκλησία. Ξεχάσαμε κάτι; Ναι, μια τάχα και ορθόδοξη σύνοδο.
Τον Ιούνιο του 2016 στο Κολυμπάρι της Κρήτης από τους 840 ομότιμους και ισόψηφους (αδόκιμος ο όρος αλλά ας τον πούμε) ορθοδόξους επισκόπους, προσκλήθηκαν σε σύνοδο αλλά ουσιαστικά συνέδριο προκαθημένων υπό την προστασία των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ – εκκλησία θα ισχυριζόταν κάποιος χωρίς να κάνει κυριολεκτικό λάθος – 160 επιλεγμένοι, κι απ’ αυτούς εψήφισαν 10 ως επικεφαλής και ανωτέρου είδους ιεροσύνης, με το μεγαλύτερο διακύβευμα να είναι ένα απλούστατο σημαίνον που άκουγε στο όνομα εκκλησία. Με αφορμή αυτό, θα μπορούσε να ξεκινήσει ένας διαλογισμικός προβληματισμός περί των πολλών θρησκειών και θα ήταν δυνατόν να προστεθεί και ένα δεύτερο σημαίνον, αυτό της θρησκείας.
Οι πολλές θρησκείες με καθαρά Ορθόδοξα κριτήρια, δεν μπορούν παρά να σημαίνουν ότι πολλοί άνθρωποι έχουν χάσει τον ένα και μοναδικό Θεό, όσο κι αν αισθάνονται εκ κατασκευής τους ότι κατάγονται από τον ίδιον Κτίστη αλλά δεν προσπάθησαν ή προσπάθησαν και απέτυχαν να βρουν και να επαληθεύσουν το ποιος είναι ο αληθινός. Τελικά δημιουργήθηκαν όλες οι θρησκείες με διαβολική σκοπιμότητα. Η ίδια που αφού είδε ότι απέτυχε να διαδοθεί το διαστροφικό «σωτήριο» μήνυμα έστω και σε ολίγους, επιχειρεί να αλώσει την Αλήθεια που υφίσταται, με τον αντίστροφο τρόπο, πνίγοντάς την δηλαδή ενώνοντας όλες τις θρησκείες της οικουμένης σε Μία αλλά που δεν είναι η Αγία, Καθολική και Αποστολική. Στην ουσία η θρησκεία με τα τέσσερα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν είναι παρά η Αληθινή Εκκλησία. Αυτός είναι σε πολύ γενικές γραμμές ο Οικουμενισμός. Η παναίρεση που καταπίνει τα θεολογικά σημαινόμενα και το σχέδιο είναι σατανικότατο με συγκεκριμένους μέντορες, που διαρκεί εδώ και τρεις αιώνες. Στην πολιτική εμφανίζεται ως παγκοσμιοποίηση. Απλά πιαστήκαμε στον ύπνο και τώρα το εγερτήριο δεν είναι μόνο πολύ δύσκολο αλλά και επώδυνο.
Οι υπηρέτες του Διαβόλου, ας τους ονοματίσουμε με τον όρο που ακριβώς ταιριάζει, κι ας είναι και επίσκοποι – κάποιοι είναι – ευκολύνονται πολύ από την ύπαρξη πολλών θρησκειών επιτυγχάνοντας να πουν ότι ο Θεός είναι δημιούργημα των λαών. Μια παράδοση όταν δεν υπήρχε επιστήμη και που τώρα με την πρόοδό της το πρόβλημα ξεπερνάται. Αθεΐα και Ιστορικός Υλισμός δηλαδή. Από την άλλη, το αντίστροφο, δηλαδή η συνένωση όλων των θρησκειών σε Μία με αδιαμφισβήτητης πνευματικής κυριαρχίας και κύρους προσωπείο το πρόσωπο του Πάπα Ρώμης, για να καταργηθεί και αυτή στα έσχατα χρόνια και να λατρευτεί το ιστορικό μελλοντικό ανθρώπινο πρόσωπο του Αντιχρίστου. Το αποτέλεσμα είναι και στις δύο περιπτώσεις, το ίδιο. Η επιδιωκόμενη καταστροφή και ο αιώνιος κολασμός του ανθρώπου. Όχι από Θεό τιμωρό αλλά είτε λόγω πλάνης είτε καθαρά προσωπικής επιλογής και ομαδικής ή ατομικής διαστροφής.
Η συνήθης δικαιολογία είναι ότι και άγιοι χρησιμοποίησαν για τους αιρετικούς το σημαίνον εκκλησία ως αυτοπροσδιορισμό τους που προσέδιδαν οι αιρετικοί. Δεκτόν. Στον αυστηρά όμως επιστημονικό χώρο του σημαίνοντος κι ας μην ήξεραν τη σύγχρονη επιστήμη. Αφού είναι σύναξη πιστών και αυτοπροσδιορίζονται ως εκκλησίες, αδιάφορο στο τι πιστεύουν, είναι με την κυριολεκτική σημασία του όρου, εκκλησία. Όχι όμως η αληθινή μία, αγία, καθολική και αποστολική. Εφόσον έχει εκκλησίασμα, κόσμο δηλαδή πιστών όπου κι αν πιστεύουν, είναι εκκλησία. Τα σημαίνοντα εκκλησία και θρησκεία είναι κοινόχρηστα, όπως η εκκλησία του δήμου. Σε αυτό δεν υπάρχει διαφωνία. Εκεί όμως αρχίζει η παραπλανητική διάστρωση.
Με την επέκταση αυτού του ορθολογικού συλλογισμού, εκκλησία υπάρχει και στον Μωαμεθανισμό, και στον Ινδουισμό και όπου υπάρχει σύγκληση πιστών. Η διαφορά θα έγκειται στον επιθετικό προσδιορισμό Ορθόδοξος. Κι αν λοιπόν αναγνωρίζουν την ιστορική του ονομασία, το κάνουν λένε, επειδή έχει εκκλησίασμα δηλαδή κόσμο πιστών και αυτοπροσδιορίζονται έτσι από αιώνες. Η πονηρία στο Κολύμπάρι βρίσκεται στο σημαίνον «ετεροδόξων» το οποίο είναι συνώνυμο του «αιρετικών». Ύλη δηλαδή Πέμπτης Δημοτικού! Το «αίρεσις» όμως σε υποτιθέμενη Σύνοδο όπως ναρκισσεύεται να αποκαλείται , που πάντοτε Σύνοδοι Ορθόδοξοι συγκαλούνταν για να αντιμετωπίσουν αιρέσεις, δεν υπάρχει πουθενά. Ούτε στο οικουμενιστικό λεξιλόγιο. Έτσι και το φαινομενικά αθώο «εκκλησιών», πάει περίπατο! Για να περάσει η τεχνική αυτή στην σκόπιμα ακατήχητη μάζα χρειάζεται και κάποιο ισχυρό ιδεολόγημα που θα ενεργήσει σαν το μηχανικό λιπαντικό. Αυτό λέγεται αδιαπραγμάτευτη αγάπη, όχι εν αληθεία αλλά εν τη ενώσει.
Για να γίνει κατανοητό πόσο θανατηφόρο και ιδεολόγημα είναι ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε έναν γιατρό να λέει σε έναν βαριά άρρωστο ασθενή και στους συγγενείς του ότι δεν υπάρχει πρόβλημα ούτε χρειάζεται θεραπεία, για να μην τους στενοχωρήσει, και αυτό να λέει πως το κάνει από αγάπη. Νόσος και υγεία ενωμένα αγαπητικά! Πορεία σταθερή, θάνατος. Η μόνη ερμηνεία που πρόχειρα θα μπορούσε να δώσει κάποιος τρίτος ουδέτερος θα ήταν, διότι κι αυτός πάσχει από το ίδιο, και λόγω μίσους επιχειρεί να πάρει και τους άλλους μαζί του. Η περίπτωση να υπάρχει σίγουρη θεραπεία και να αρνείται να τη λάβει και να την προωθήσει κρίνεται μόνο από τον χώρο της ψυχοπαθολογίας. Από κανέναν άλλον. Τα πράγματα λοιπόν είναι πάρα πολύ σοβαρά.
Συνεπώς, και λάθος να έγινε, δεν χρειάζεται αντισύνοδος για να αποκηρύξει μια ληστρική ψευδοσύνοδο, που είναι, διότι ούτε και στη Φεράρα – Φλωρεντία για παράδειγμα χρειάστηκε. Απλά απέθανε και ετάφη. Αυτά, λέγονται. Θα πούμε ότι όχι μόνο δεν απέθανε αλλά σκιάζει και στοιχειώνει άταφη και σχίζει το Εκκλησιαστικό Σώμα και διασχίζει τις Ηπείρους, κουβαλώντας πλήθος αιρέσεων και Ουνία και μασκαρεμένο Σιωνομασονισμό. Υπ’ αυτήν την έννοια, όσο και το εκκλησία δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την Ορθοδοξία, φυσικά και δεν μπορείς να απαγορεύσεις στον άλλο να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει και δεν ασχολούμεθα πλέον. Ή μήπως μπορείς; Ο διαχωρισμός ορθολογικός αλλά δόλια αποπροσανατολιστικός.
Αναφερθήκαμε παραπάνω στον πολιτικό κλάδο του Οικουμενισμού, την παγκοσμιοποίηση. Και πρόσφατα κάποια εκατομμύρια Ελλήνων δίχως κομματική καθοδήγηση συναλληλούσαν με πάθος για να μην αναγνωριστεί από Έλληνες το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού κάποιων σαν Μακεδόνων διότι το σημαίνον εδώ είναι το όχημα του αλυτρωτισμού τους και αρχική πηγή εθνικών δεινών. Ορθότατο, και για την ώρα απέτυχαν. Σε αυτή την περίπτωση, οι ξένοι πολυεκατομμυριούχοι μέντορες οδηγούσαν τα πράγματα προς την αντίθετη μεριά της διαίρεσης. Η τεχνική συγκοινωνίας με τα θεολογικά για όσους προσεκτικούς βλέπουν, είναι προφανής.
Αυτό που δεν έχει γίνει κατανοητό στους περισσότερους που αγωνιούν και ερευνούν τα πράγματα είναι, ότι είναι το ίδιο χέρι που καθοδηγεί, και το εργαλείο το οποίο κρατά το χέρι είναι πάλι το ίδιο. Η διαφορά που κάνει τη διαφορά είναι πως κάποτε στρίβει το μπουλόνι δεξιά και κάποτε αριστερά, ανάλογα όμως με τον προσανατολισμό που αυτά βρίσκονται. Το αποτέλεσμα είναι ακριβώς το ίδιο και η διαδρομή η ίδια: Δημιουργία βρόγχου, αποκλεισμός, πνιγμός και πλήρης έλεγχος του συστήματος. Το λιπαντικό εδώ ακούει στο σημαινόμενο ατομικά δικαιώματα. Το ιδεολογικό ή θρησκευτικό μπουλόνι στρίβεται προς μία και μόνο μία κατεύθυνση. Η οπτική του πλήθους μόνο αλλάζει, προς τις βουλές του εκπαιδευμένου τεχνίτη.
Στα σημαίνοντα και σημαινόμενα ο χαρακτηριστικός επιστημονικός αυτοπροσδιορισμός τους είναι το αυθαίρετον του γλωσσικού σημείου και το ψυχολογικόν της εννοίας. Υλικό το πρώτο, πνευματικό το δεύτερο. Οι σύγχρονοι Οικουμενιστές δεν είναι καλοί ούτε στα πρώτα ούτε στα δεύτερα. Ερασιτέχνες και δούλοι της παναίρεσής τους είναι που επιχειρούν αυθαίρετα να κάνουν αδύνατο γλωσσολογικό επιστημονικό διαχωρισμό ανάμεσα σε σημαίνοντα και σημαινόμενα. Αυτό είναι το πονηρό μέσα στην ανειδίκευσή τους. Οι επαγγελματίες βρίσκονται εκτός του συγγενούς χώρου αφού τελικός απώτερος στόχος είναι η υπέρβαση του Οικουμενισμού προς την αντίχριστη βασιλεία του Ενός. Το περίεργο όμως είναι ότι με καλή πρόθεση και δυστυχώς ορθολογικά σκεπτόμενοι, το ίδιο κάνουν και πολλοί αντιδρώντες. Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι δεν είναι ένας απλός γλωσσολογικός διαχωρισμός και δεν βλέπουν το λάθος που κάνουν. Να μην αντιλαμβάνονται δηλαδή ακόμη τη μεθοδική καπηλεία των σημαινόντων που επιχειρείται και επιβάλλεται, και γεννά σχίσματα και νέες αιρέσεις, που ήταν και ο στόχος και το τέχνασμα των κολυμπαριστών και πλείστων όσων, είτε λόγω πλάνης είτε συνειδητής συμμετοχής, νυν εν ενεργεία αρχιερέων και προκαθημένων.