Για την Εκκλησία της Ελλάδας το άρθρο 3 του Συντάγματος αποτελεί θεμέλιο της νομικής οργάνωσης των σχέσεων τόσο του κράτους και της ίδιας, όσο και των σχέσεών της με τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και αποτελεί αμετάβλητο στοιχείο πάγιας συνταγματικής παραδόσεως. Και μπορεί προς το παρόν η κυβέρνηση Τσίπρα να επιχαίρει για την οριακή ψήφιση της πρότασής της για την όποια αναθεώρηση, ώστε να κατοχυρωθεί η ουδετεροθρησκεία του κράτους, για την Εκκλησία, όμως, η ρήτρα αυτή δίνει την εντύπωση ότι αποσκοπεί στο να ανταγωνιστεί, και στην πράξη να ακυρώσει την υφιστάμενη αναγνώριση της πλειοψηφούσας ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας της χώρας. Μια ρήτρα πολιτικά, νομικά και εν γένει επιστημονικά αόριστη. Οι πολιτικοί δε σχεδιασμοί για προεκλογικές προσλήψεις δέκα χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων στη θέση των ισάριθμων ιερέων, που θα μετονομαστούν εκκλησιαστικοί λειτουργοί και όχι δημόσιοι υπάλληλοι, είναι ένα σοβαρό ζήτημα που έγινε και αιτία να επαναθερμανθούν οι σχέσεις Ιερώνυμου – Βαρθολομαίου και να δημιουργηθεί ένα ενιαίο μέτωπο.
Για το Πατριαρχείο «Η Μητέρα εκκλησία αγκαλιάζει όλον τον κλήρο και όχι μόνον αυτόν των εκκλησιαστικών καθεστώτων του εν Ελλάδι». Η Ιεραρχία δε, αντιδρά στην αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος των κληρικών, στην αλλαγή του φορέα μισθοδοσίας που σήμερα είναι το υπουργείο παιδείας και αύριο η Εκκλησία. Με τον όρο «αφηρημένη αποζημίωση» για τη μισθοδοσία η Εκκλησία φοβάται πως από πλευράς Ε.Ε. θα θεωρηθεί ως κρατική επιδότηση, ενώ δεν υπάρχει καμιά μέριμνα για τους κληρικούς του οικουμενικού Πατριαρχείου. Και επειδή διανύουμε προεκλογική περίοδο, μπήκαν αναγκαστικά στο χορό, όλα τα κόμματα, αλλά εκείνο που σέρνει το χορό είναι η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία ελπίζει και προσδοκά να είναι η διάδοχη κυβέρνηση. Διαφωνεί, λοιπόν, με τις επιχειρούμενες αλλαγές στο Σύνταγμα και επισημαίνει πως τα εκκρεμή ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους μπορούν να ρυθμιστούν σε συνεννόηση πάντα με την Εκκλησία της Ελλάδας και το Οικουμενικό Πατριαρχείο.-
Ηλίας Κ Μάρκου