Να μη σας κακοφάνηκε, πούρθαμε στο χωριό σας.
Ν’ εμείς τη νύφη την πήραμε και το χωριό δικό σας.
(Τραγούδι του γάμου, Δημοτικό)
Ένας γάμος πριν από περίπου 60 χρόνια.
Το παρακάτω σχόλιό μου, για το γάμο, αφιερώνεται με πολλή αγάπη και τιμή συγχρόνως, σ’ όλους τους συγχωριανούς μου που παντρεύτηκαν και θα παντρευτούν μέσα στο έτος 2017.
Ιδιαίτερα δε, στα ανίψια μου Στέλιο Καρανάτσιο (17-6-17) και Θέμη Μπασδέκη (22-7-17). Τα παλιά χρόνια, εκείνα τα ωραία και ανέμελα χρόνια και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 60 περίπου , ο γάμος κρατούσε σχεδόν μια εβδομάδα. Κάθε μέρα και μια εκδήλωση, με διαφορετικά δρώμενα. Όλα έπρεπε να είναι καλά προετοιμασμένα, ώστε να έχουν το ποθούμενο αποτέλεσμα, τη χαρά. Βέβαια δεν έλειπαν οι δυσκολίες και τα ζόρια. Ο θυμόσοφος λαός το τονίζει και μέχρι σήμερα : « Όποιος δεν πάντρεψε παιδί και δεν έχτισε σπίτι, δεν ξέρει από ζόρια» (Λαϊκή παροιμία). Από την Τετάρτη, όλα τα κορίτσια της παντρειάς κι όλες οι νεόνυμφες του χωριού, μαζεύονταν στα σπίτια της νύφης και του γαμπρού για «να ν’ αναπιάσουν τα προζύμια» (αναπιάνω = κάνω αρχή στο ζύμωμα). Με τα προζύμια, θα ετοίμαζαν όλες τις κλούρες και τα ψωμιά του γάμου. Για να γίνουν γλυκά τα ψωμιά και οι κλούρες (με τις οποίες θα ακαλνούσαν συγγενείς και φίλους στο γάμο) έριχναν στο ζύμωμα και ρεβίθι. Την Πέμπτη κοντά το μεσημέρι τα μπρατίμια του γαμπρού, καβάλα στ’ άλογά τους κινούσαν για το σπίτι της νύφης. Αυτοί οι νέοι λέγονταν συχαριάτες, που η λέξη αυτή προέρχεται από το ρήμα συγχαίρω, με την έννοια ότι κι εγώ χαίρομαι μαζί με άλλον, πράγμα που συμβαίνει στο γάμο, στη «χαρά», όπως λέμε στο χωριό μας. Οι συχαριάτες πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, για να καλέσουν το σόϊ της στο γάμο, που θα γίνονταν την ερχόμενη Κυριακή. Στην αυλή τους περίμενε ο πατέρας της νύφης με το παγούρι με ρακή στο χέρι, τους καλωσόριζε και τους κερνούσε. Εκείνοι τραβούσαν λίγες ρουφηξιές κι έλεγαν τις ανάλογες ευχές: «Χαϊρλίθκα, η ώρα η καλή. Καλά στεφανώματα.» Οι συχαριάτες έδιναν στη μάνα της νύφης ένα μεγάλο καινούργιο κεντημένο τρουβά, στολισμένο με λουλούδια και βασιλικό, που μέσα είχε διάφορα δώρα για την νύφη και μια κλούρα με κεντίδια. Όλα τα παραπάνω γίνονταν για το κάλεσμα στ’ χαρά. Φεύγοντας για το σπίτι του γαμπρού, τραγουδούσαν: «Σ’κωθείτε παιδιά να φύγουμε, προτού μας βαρεθούνε!!». Η νύφη δώριζε σ’ όλους τους συχαριάτες από ένα ζευγάρι «σκούνια» (πλεκτές μάλλινες κάλτσες), που τις έπλεκαν τα κορίτσια στα νυχτέρια, τις μεγάλες νύχτες του φθινοπώρου και του χειμώνα, μαζί με άλλα πλεχτά, χρειαζούμενα. Την ίδια ημέρα ή και την επόμενη γίνονταν και το κάλεσμα των συγγενών και φίλων. Με ένα μπουκάλι ρακή γύριζαν τα σπίτια των συγγενών και φίλων και τους καλούσαν για το γάμο. Στα χρόνια μας, πήγαιναν παιδιά της ηλικίας του Σχολείου για το κάλεσμα. Το Σάββατο, ήταν ημέρα που έπρεπε να γίνουν όλες, οι προετοιμασίες για το γάμο. Συγκέντρωναν κουτάλια, πηρούνια, μαχαίρια, πιατικά (λυγκέρια και μπσούρες), γικούμια, σινιά, ποτήρια και ό,τι άλλο χρειάζονταν για την καλύτερη εξυπηρέτηση. Οι μάγειροι ή οι μαγείρισσες, ετοίμαζαν τα καζάνια, τις χλιάρες (μεγάλες ξύλινες κουτάλες), μαχαίρια και ό,τι άλλο χρειάζονταν για το μαγείρεμα. Στον όμορφο αυτόν αγώνα βοηθούσαν και άλλα χέρια, συγγενικά. Όλοι επιστρατευμένοι. Μεγάλη έγνοια και οι οργανοπαίχτες «Λαλτσήδες» απαραίτητοι για το γάμο. Εμείς, στο χωριό μας προτιμούσαμε οργανοπαίχτες από τη Θεσσαλία. Εξ’ άλλου τα τραγούδια μας, τα περισσότερα έχουν Θεσσαλικό σκοπό, ζωηρά, λεβέντικα. Οργανοπαίχτες από την Ελασσόνα, τη Βουβάλα, τη Βερδικούσια, τη Δεσκάτη και όργανα: απαραίτητο το κλαρίνο, το βιολί, το λαγούτο (τζαγκανάρι το λέγαμε) και σπάνια άλλα μουσικά όργανα. Η συμφωνία γίνονταν από πολύ νωρίς και για να μη τους «γελάσουν», τους καπάρωναν κιόλας. Ξεχωριστή τιμή, το στόλισμα του «Φλάμπουρου». Το Φλάμπουρο ήταν το λάβαρο, η σημαία, το «σήμα κατατεθέν» του γάμου. Παλιότερα, δίχως Φλάμπουρο, γάμος δε γίνονταν. Το Φλάμπουρο, που κατέληγε σε σταυρό, στολισμένος με λουλούδια και φρούτα, ήταν υποχρέωση του Νουνού. Στις άκρες του σταυρού έβαζαν από ένα κόκκινο μήλο και βασιλικό:
Μωρέ καλή μπρατίμισσα,
κατέβα κάτω στο μπαχτσέ.
Μάσε χεριές βασιλικό,
μάσε χεριές τριαντάφυλλα,
για να στολισ’ς το Φλάμπουρο.
Μόλις τελείωνε το στόλισμα, τα κορίτσια τραγουδούσαν:
– Φλάμπουρε μου κόκκινε,
άσπρε και ρόδινε,
γιατί στολίζεσαι και αρματώνεσαι;
– Δρόμος τρανός με καρτερεί,
για να πάω και να ‘ρθω,
να φέρω μήλο κόκκινο,
στη νύφη να το δώσω.
Το Φλάμπουρο, ήταν το λάβαρο του γάμου, ένα πολυσήμαντο σύμβολο. Συμβόλιζε τη γενναιότητα και την καρπερότητα. Είναι, ένα, δέντρο τεχνητό που φορτώνονταν με ερωτικούς συμβολισμούς. Στο χωριό μας, ο γάμος παλιότερα γίνονταν πάντα ημέρα Κυριακή. Ξεκινούσε μετά την Θεία Λειτουργία και βαστούσε μέχρι τα χαράματα της Δευτέρας, στο σπίτι του γαμπρού. Πριν το γάμο, το Σάββατο ένας μπράτιμος ή ένα συγγενικό πρόσωπο, (ο Κλουράς) πήγαινε τα δώρα στη νύφη. Όταν ξεκινούσε, έριχνε και μερικές ντουφεκιές, για να προαναγγείλει το ξεκίνημά του. Ήταν κατά κάποιον τρόπο η επίσημη αρχή του γάμου. Την Κυριακή, μετά τη Θεία Λειτουργία, ο γαμπρός μαζί με τους μπράτιμους κι άλλους συγγενείς πήγαιναν κι έπαιρναν το Νουνό, γύριζαν πάλι στο σπίτι του γαμπρού, φίλευαν το Νουνό και ξεκινούσε η πομπή για το σπίτι της νύφης. Κι όλα αυτά με τη συνοδεία μουσικών οργάνων και τραγουδούσαν όλοι μαζί. Και οι ευχές από όλους έδιναν και έπαιρναν : «Άϊντι, χαϊρλίθκα, να τους χαιρόμαστε, καλά στέφανα και στα μικρότερα κλπ». Θυμάμαι, όλοι εμείς οι μικροί τότε, ακολουθούσαμε στο δρόμο την τελετή του γάμου και αντηχούν ακόμα στ’ αυτιά μου τα λόγια του τραγουδιού, όταν ξεκινούσαν να πάν’ να πάρν’ του Νούνου:
Ο Ζήντρος κάνει τη χαρά,
χαρά στον ανεψιό του,
και κάλεσε την κλεφτουριά,
τα δώδεκα πρωτάτα,
Τον Λάπα δεν ακάλεσε,
τον δόλιο ψυχογιό του,
Κι ο Λάπας πάει ακάλεστος,
μ’ όλον τον ταϊφά του,
Όλοι πααίνουν κέρασμα,
κριάρια με κουδούνια,
Κι ο Λάπας πάει για κέρασμα,
μ’αλάφι στολισμένο,
Κι ανάμεσα στα κέρατα,
σταυρό μαλαματένιο,
Και κάνας δεν τον λόϊασε,
και κάνας δεν τον είδε,
Η Ζήντραινα τον λόϊασε,
από το παραθύρι,
Έβγα Ζήντρο στα κάγκελα,
έβγα στο παραθύρι,
Να δεις τον Λάπα πόρχεται,
μ’ όλον τον ταϊφά του
Επίσης και το άλλο το τραγούδι :
Κίνησαν τα καράβια,
Τα Ζαγοριανά,
Κίνησε κι ο καλός μου να πάει στην ξενιτειά.
……………………………………………………………………………
Καβάλα, λοιπόν, στο άλογο ο γαμπρός κι όλο το συγγενολόϊ από πίσω και τραγουδώντας, έφτανε στο σπίτι της νύφης. Εκεί οι συμπέθεροι έστηναν γεφύρι με ξύλα, κερνούσαν τους καλεσμένους και προτού ο γαμπρός μπει μέσα στο σπίτι, όπως ήταν καβάλα στο άλογο, έριχνε με δύναμη ένα κόκκινο μήλο, με σκοπό να περάσει πάνω από τη σκεπή του σπίτιού. Αν το μήλο δεν περνούσε τη σκεπή ή χτυπούσε στο τζάκι και γύριζε πίσω, αυτό το θεωρούσαν οι γεροντότεροι κακό σημάδι για το νεόνυμφο ζευγάρι. Έμπαιναν μετά μέσα στο σπίτι, ένας μπράτιμος του γαμπρού πόδενε τη νύφη, τραγουδούσαν, χόρευαν, έτρωγαν, έπιναν για αρκετή ώρα και μετά ξεκινούσαν για την Εκκλησία. Και τώρα, γράφοντας αυτά, θυμάμαι το γάμο της Κερασιάς Παπαθεοδώρου (κόρη του Ζαχουϊάννη). Όταν ήρθαν οι Τριγωνικιώτες, να πάρουν τη νύφη, την Κερασιά, μου έκανε εντύπωση που όλοι τους ήρθαν καβάλα σε άσπρα και κόκκινα άλογα. Πρέπει να ήμουν μαθητής Δημοτικού ή στις πρώτες τάξεις Γυμνασίου. (10ετία του 1950). Η όμορφη και ξεχωριστή αυτή εικόνα με τα άλογα, μου έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου! Όμορφοι καιροί. Μπροστά η νύφη λοιπόν, καβάλα κι αυτή σε ζώο, ακολουθούσαν τα ζώα με τα προικιά, που ήταν μέσα στα σεντούκια και πίσω ο γαμπρός με το σόϊ του. Στην εκκλησία, τους περίμενε η πεθερά της νύφης με άλλες γυναίκες και με το κόσκινο που είχε διάφορα δώρα για τη νύφη, χόρευαν τον αργό χορό. Σαν έφτανε η νύφη, τη χαιρετούσαν τα πεθερικά της. Και στη συνέχεια έμπαιναν μέσα στην Εκκλησία για να γίνει η στέψη. Σ’ όλη την εκδήλωση του γαμπρού, την πρώτη θέση και το λόγο, τον είχε ο κουμπάρος. Σαν τελείωνε η τελετή έβγαιναν έξω στην πλατεία και στηνόταν τρανός χορός, όπου έπαιρναν μέρος όλοι οι συμπέθεροι, φίλοι και συγγενείς. Και πριν βραδιάσει, όλοι μαζί ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού, όπου μέχρι αργά τη νύχτα, συνεχιζόταν το χαρούμενο γλέντι με φαγοπότι, χορό, τραγούδια. Οι μπράτιμοι δεν τους προλάβαιναν. Η ευφορία και η ευχαρίστηση ήταν απλωμένη παντού. Η χαρά περίσσευε. Όταν πια, όλοι ερχόταν σε κέφι, άρχιζαν να τραγουδούν. Τραγούδια διάφορα, τραγούδια τραπεζιού, «σουμπετιάτικα», όπως τα έλεγαν, τραγούδια κλέφτικα, αγάπης, ξενιτειάς και άλλα. Οι καλεσμένοι, χωρισμένοι όπως ήταν σε δύο παρέες, τραγουδούσαν εναλλάξ κάθε τραγούδι. Το ξεκινούσε η μία παρέα και το επαναλάμβανε η άλλη. Οι οργανοπαίχτες στηνόταν όρθιοι και ξεκινούσαν το παίξιμο με ένα σόλο το «νουμπέτι» που έλεγαν. Σαν άναβε το γλέντι, άρχιζαν οι χοροί. Πάντα με τη σειρά, που την καθόριζε ο νουνός. Έτσι, απλά, χαρούμενα με κέφι και χαρά, τελείωνε ο γάμος. Βέβαια, γίνονταν κι άλλα δρώμενα, όπως το ξύρισμα και το λούσιμο του γαμπρού, ο στολισμός της νύφης, το ντύσιμο και το ρίξιμο της σκέπης. Επίσης, την ώρα που η νύφη αποχαιρετούσε τους δικούς της για να πάει στην Εκκλησία, τότε φορτώνονταν και τα προικιά στα άλογα. Σε κάθε ζώο ανέβαινε καβάλα κανένα μικρό αγόρι, για να κάνει η νύφη παιδί. Προσωπικά, έτυχε να ανέβω στα προικιά στο γάμο της † Πελαγίας (αδερφή του γραμματέα του Θωμά Μπασιά) και στο γάμο της † Βάγιας (σύζυγος του Μήτσιου του Μπλιούμη) και στο γάμο του † Δημητράκη Παπαθεοδώρου (Γκούσγκουρα). Επίσης, όταν έφταναν στο σπίτι του γαμπρού, μετά τα στέφανα, τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι:
Έβγα, έβγα πεθερίτσα,
Φέρνει ο γιος σ’ μια περδικίτσα,
Απ’ το χέρι τσακωμένη
Κι απ’ τουν Θεό γραπατσωμένη.
Όταν η νύφη αποχαιρετούσε τους δικους της, στο παραστάθι του σπιτιού της, έπινε, λίγο καφέ και το φλιτζάνι το έριχνε πίσω της. Είχε και αυτό το συμβολισμό του. Στον τρανό χορό, στην πλατεία, στην αρχή χόρευε ο νουνός με το φλάμπουρο στο χέρι και ακολουθούσε ο γαμπρός με τη νύφη. Το βράδυ της Κυριακής στο γλέντι που γίνονταν στο σπίτι του γαμπρού, είχαμε και την τελετή του σπασίματος της κλούρας. Ήταν το λεγόμενο κανίσκι. Το «κανίσκι» είναι λέξη βυζαντινή που σημαίνει δώρο. Την κλούρα, τη σήκωνε κάποιος επιτήδειος καλαμπουρτζής, πάνω από το κεφάλι του, έλεγε διάφορα πειράγματα, μετά την έσπαζε και τη μοιράζονταν όλοι. Τα μπρατίμια και οι μπρατίμισσες ντύνονταν τα ρούχα, προικιά της νύφης και χόρευαν μέχρι τα χαράματα.. Η οκνά που έβαζαν οι κοπέλες, φίλες της νύφης (μπρατίμισσες) στα χέρια, κυρίως πάνω στους κόμπους των δαχτύλων, ακόμη δε και στην παλάμη ήταν ένα ακόμα δρώμενο. Η οκνά που έβαζαν οι κοπέλες, φίλες της νύφης(μπρατίμισσες) στα χέρια, κυρίως πάνω στους κόμπους των δακτύλων, ακόμα δε και στην παλάμη, ήταν ένα ακόμη δρώμενο. Η οκνά, είναι χρώμα που βάφουν τα δάχτυλα και τα νύχια τους οι γυναίκες -> ουκνά = κοκκινωπό χρώμα. Ήταν μια ιεροτελεστία η οκνά της νύφης. Η οκνά ήταν σκόνη υποπράσινη, άγνωστης προέλευσης, που ζυμώνονταν με κρασί και άλειφαν τα χέρια και τα μαλλιά οι μπρατίμισσες της νύφης και έδινε χρώμα ερυθρό προς το κίτρινο. Το τραγούδι αυτής της ιεροτελεστίας λέγει:
«Βάλε οκνά στα χέρια σου,
στα πέντε δάχτυλά σου,
να πάρεις και τον τσελεπή
μέσα στ’ αρχοντικά σου.
Έβγαζε πρώτα οκνά η νύφη στα δάχτυλά της κι ύστερα έβαζε και στα κορίτσια. Το χρώμα αυτό της οκνάς το βάζανε σε μια κούπα χωμάτινη ή μέσα σε ένα «λιγγέρο» (μπακιρένιο πιάτο), την παραμονή του γάμου.
Οκνάς -> σκόνη χρώματος καφέ – Ξανθή την οποία διέλυαν μέσα σε κρασί και με αυτή οι φιλενάδες της νύφης έβαφαν τα δάχτυλα, τα νύχια και έβρεχαν τα μαλλιά τους. Και οι κοπέλες τότε έλεγαν στη νύφη το παρακάτω τραγούδι:
Έβγα παιδούλα μου
να δεις το τι σου φέρνουμε
σου φέρνουμε λουλούδια
και καλούδια.
Η όλη αυτή ιεροτελεστία γίνονταν το βράδυ της Παρασκευής στο σπίτι της νύφης.
Μετά το γάμο σε μια εβδομάδα, οι γονείς της νύφης καλούσαν τα νιόπαντρα στα «πιστρόφια». Ήταν μια γιορτινή τελετή. Ένα επίσημο τραπέζι.
Εδώ, το ταξίδι του γάμου τελειώνει . Οι παιδικές μου αναμνήσεις και τα προσωπικά μου βιώματα θα θυμίσουν σε πολλούς πιστεύω, ευχάριστες στιγμές.
«Αλλοτινές μου εποχές, αλλοτεινοί μου χρόνοι» !!!
Η ζωή προχωράει και μετεξελίσσεται και συνέχεια αλλάζει.
«Τα πάντα ρει, τα πάντα χωρεί και ουδέν μένει», κατά τον αρχαίο φιλόσοφο Ηράκλειτο.
Πάντα λοιπόν χαρές να έχουμε και καλά να περνάμε !
Παναγιώτης Μπασιάς
(Συνταξιούχος δάσκαλος)