Στην πρόσφατη σημαντική μελέτη τους με τίτλο «Πώς πεθαίνουν οι Δημοκρατίες» –που συγκέντρωσε μάλιστα την προσοχή του ελληνικού κοινού πριν καν μεταφραστεί στα ελληνικά (κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, στη νέα σειρά, «Ιδέες & Πολιτική»)– οι δύο καθηγητές του Χάρβαρντ, Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Zίμπλατ, κάνουν μία επισήμανση που πρέπει να προσεχθεί. Επισημαίνουν, δηλαδή, ότι μία από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις επιβίωσης της Δημοκρατίας είναι η θεσμική αυτοσυγκράτηση που (οφείλουν να) δείχνουν οι εκάστοτε κυβερνώντες. Με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο οι τυπικοί κανόνες τους οποίους είναι υποχρεωμένοι να σέβονται οι άνθρωποι της εξουσίας αλλά και οι άγραφοι. Πρόκειται για άρρητους ή εθιμικούς κανόνες που έχουν καθιερωθεί μέσα από δεκαετίες ή και αιώνες θεσμικής λειτουργίας μιας Δημοκρατίας, οι οποίοι δεσμεύουν όσο και οι τυπικοί έναν πολιτικό.
Κανένα σύνταγμα, άλλωστε, δεν μπορεί να μεριμνήσει για τα πάντα. Αντιθέτως, είναι τα άτομα εκείνα που πρέπει, με την εσωτερική τους συγκρότηση και αυτοπειθαρχία, να αποφύγουν όσα με τη στάση τους θα έθεταν σε κίνδυνο τις βάσεις του πολιτεύματος. Για παράδειγμα, ενώ τυπικά το σύνταγμα του 1787 του νεότευκτου αμερικανικού κράτους δεν απαγόρευε την τρίτη θητεία του προέδρου Τζορτζ Ουάσινγκτον, και παρότι πολλοί τού ζητούσαν να παραμείνει στη θέση του ακόμη και ισοβίως, ο ίδιος θεώρησε ότι μια τέτοια κίνηση θα έθετε τα πρόσωπα υπεράνω του αξιώματος. Εκτοτε, με την εξαίρεση του Φραγκλίνου Ρούζβελτ, ουδείς τόλμησε να αγνοήσει τον (έως το 1951) άτυπο κανόνα που όριζε ότι ο εκάστοτε πρόεδρος των ΗΠΑ μπορούσε να επανεκλεγεί το πολύ μία φορά ακόμη.
Σήμερα, είναι η πρώτη φορά –με την τρανταχτή εξαίρεση του Μεσοπολέμου και της ανόδου των ολοκληρωτισμών– που ο βασικός κίνδυνος για τις δημοκρατίες μας δεν προέρχεται από κάποια αστοχία των τυπικών κανόνων αλλά από τον τρόπο που οι ίδιοι οι φορείς της εξουσίας αντιλαμβάνονται τα όρια που θέτουν αυτοί οι κανόνες. Οι Δημοκρατίες δεν πεθαίνουν πλέον στημένες στο απόσπασμα από αιμοσταγείς δικτάτορες. Πεθαίνουν, μέρα με τη μέρα, δηλητηριασμένες από κατά τ’ άλλα δημοκρατικά εκλεγμένους πολιτικούς οι οποίοι έρχονται στην εξουσία υποτίθεται για να «σώσουν» τη Δημοκρατία. Ωσάν να έχεις βάλει τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Ετσι, η διεθνής των εθνικολαϊκιστών της Αριστεράς ή της Δεξιάς αποδεικνύεται σήμερα ο μεγαλύτερος εχθρός των Ρεμπουμπλίκ μας. Ανθρωποι που αν αφαιρέσουμε το πλουμιστό πουκάμισο του αντισυστημισμού τους είναι κυρίως διψασμένοι για εξουσία, και μάλιστα για απόλυτη εξουσία εάν ήταν δυνατόν, δεν μοιάζουν να (αυτο)περιορίζονται από τίποτε. Πρώτα και κύρια, η ρητορική τους είναι διαποτισμένη από μίσος προς τους πολιτικούς τους αντιπάλους, τους οποίους αντιμετωπίζουν ως υπαρξιακούς εχθρούς που καλό θα ήταν να εξοντωθούν με κάθε τρόπο.
Καθημερινώς, στα ΜΜΕ ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χυδαιολογούν, διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις ή απειλούν με τρόπο που ταιριάζει μόνο σε περιθωριακούς. Ολόκληροι πρόεδροι, πρωθυπουργοί και υπουργοί μπορεί να τσακώνονται με ελεεινό τρόπο στο Twitter με εντελώς αγνώστους, σαν κακομαθημένοι έφηβοι. Μισόν αιώνα μετά τον Μάη του ’68, η χυδαιότητα έχει αντικαταστήσει τη φαντασία στην εξουσία.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι, ενώ αυτοπαρουσιάζονται ως αντι-ελίτ και αυθεντικοί εκπρόσωποι του «λαού» που είναι έτοιμοι να συγκρουστούν, υποτίθεται, με το «κατεστημένο», οι άνθρωποι αυτοί είναι συχνότατα πολύ πλούσιοι, με ισχυρές διασυνδέσεις με επιχειρηματικά συμφέροντα, διαπλεκόμενοι και εξαρτημένοι ακόμη και από σκοτεινά κέντρα. Στις ΗΠΑ ζούμε σήμερα την απόλυτη αντιστροφή της λογικής: ο άνθρωπος που εξελέγη πρόεδρος θεωρητικά για να χτυπήσει το διεφθαρμένο σύστημα της Ουάσιγκτον αποδεικνύεται πιθανόν εξαρτημένος από τη… Ρωσία του Πούτιν. Για να μη μιλήσουμε για τη Βενεζουέλα του Τσάβες και του Μαδούρο, όπου η κυβερνώσα ελίτ ζει μια ζωή προκλητικής πολυτέλειας, την ώρα που η κοινωνία βιώνει την απόλυτη ένδεια.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της μπιραρίας, το 1923, ο Χίτλερ πέρασε λίγους μήνες στη φυλακή. Εκεί συνειδητοποίησε ότι ο καλύτερος τρόπος άλωσης μιας Δημοκρατίας είναι από μέσα. Ετσι, ακολούθησε την οδό των εκλογών και, δέκα χρόνια αργότερα, ήταν καγκελάριος της Γερμανίας, ενώ σε ελάχιστο διάστημα είχε επιβάλει δικτατορία και πογκρόμ κατά των Εβραίων, σέρνοντας τη χώρα στην ολοκληρωτική καταστροφή. Το ερώτημα, συνεπώς, είναι πώς οι Δημοκρατίες μπορούν να προφυλαχτούν από εκείνους που την καταστρέφουν στο όνομά της. Οι συγγραφείς επιμένουν ότι το μόνο όπλο είναι η ακόμη μεγαλύτερη προσήλωση στη Δημοκρατία. Εχουν δίκιο, αρκεί οι πολίτες να εκπαιδευτούν κι εκείνοι να μην υποκύπτουν σε όσους τους κολακεύουν, ενώ ουσιαστικά τους παραπλανούν και υπονομεύουν το μέλλον τους.
* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας».