Μπορώ να βρω το δίκιο μου αν προσφύγω στη Δικαιοσύνη ή είναι χαμένος χρόνος και χρήμα;
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον έχει απασχολήσει το ερώτημα αυτό. Δεν είναι λίγες οι φορές που είμαστε ή αισθανόμαστε ότι είμαστε αδικημένοι και θέλουμε να βρούμε το δίκιο μας. Από την άλλη μεριά όμως, άλλοι παράγοντες και «δεύτερες σκέψεις» μας κάνουν να διστάζουμε να πάρουμε την σχετική απόφαση.
Αλήθεια όμως, αξίζει ή όχι τον κόπο να ξεκινήσουμε τη δικαστική διαδικασία;
Ας ξεκινήσουμε από τη βασική αρχή, που εκφράζει ο πάνσοφος λαός μας, ο οποίος εκτιμώντας όλα τα «υπέρ» και τα «κατά» μιας προσφυγής στα Δικαστήρια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο χειρότερος συμβιβασμός, είναι προτιμότερος από την καλύτερη δικαστική απόφαση». Αυτό φυσικά στηρίζεται στο ότι, εκτός από τις δαπάνες και την ψυχική φθορά, κερδίζεις χρόνο, αυτό το αναντικατάστατο και σε ανεπαρκεία αγαθό, για το οποίο ο Γκαίτε έλεγε «οι χειρότεροι κλέφτες, είναι αυτοί που σου κλέβουν το χρόνο».
Τι γίνεται όμως αν, παρά το ότι συνεκτίμησες όλα αυτά, δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου;
Αξίζει τον κόπο να ξεκινήσεις μια χρονοβόρα και ψυχοφθόρα διαδικασία, αν μάλιστα έχεις την ατυχία να αντιμετωπίσεις κοινωνικά και οικονομικά μεγαλύτερους αντιπάλους; Ισχύει πράγματι αυτό που αιωρείται στο λαό «που να τα βάλω εγώ μ’ αυτόν, που έχει όλη την εξουσία στα χέρια του!»;
Εδώ πρέπει με σθένος να υποστηρίξουμε: «Ναι να προχωρήσεις και θα βρείς το δίκιο σου». Ένα πράγμα θα πρέπει να έχουμε κατά νου και το οποίο έχει γίνει πεποίθηση κάθε έμπειρου δικηγόρου που υπηρετεί τη Θέμιδα. Εάν ένας πολιτειακός θεσμός έχει μείνει αλώβητος μέσα στην εποχή του παραλόγου, της διαφθοράς και της ηθικής απαξίας των πραγμάτων που ζούμε, αυτός είναι η Δικαιοσύνη! Είναι ο μόνος θεσμός που μέσα στους αιώνες κατέκτησε την καλή άποψη του ευρύτερου κοινού, έχοντας σαν γνώμονα του τη νηφαλιότητα, την αμερόληπτη κρίση, παρ’ όλες τις παρεμβάσεις και πιέσεις, που επιχειρούνται. Και βεβαίως, αφού οι λειτουργοί της είναι άνθρωποι, ενδεχομένως να παρεισφρύουν και λάθη ή παραλείψεις στις κρίσεις τους, και αν θέλετε, μπορεί να υπάρχουν και μεμονωμένες περιπτώσεις κακών λειτουργών της που ξεχνούν τα καθήκοντα τους, πράγμα όμως που εξ αντιδιαστολής αποδεικνύει, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Δικαστών είναι αδέκαστοι και ανεπηρέαστοι στην κρίση τους.
Το μεγαλείο και η δύναμη της Δικαιοσύνης, είναι η αυτοκάθαρση και το ότι σε αντίθεση με όσα σε στιγμές δόξας διακήρυττε ο Otto von Bismarck «Η δύναμη υπερισχύει του Δικαίου», τελικά αυτός που επικρατεί είναι το Δίκαιο, αφού η δύναμη και η εξουσία μόνο προσωρινά μπορεί να κερδίζουν μάχες, αλλά ο τελικός νικητής του πολέμου είναι το Δίκαιο. Και αυτό οφείλεται στις συνταγματικά κατοχυρωμένες εγγυήσεις της ανεξαρτησίας των Δικαστών, στην επιστημονική τους κατάρτιση και το άμεμπτο ήθος τους, αφού το να υπηρετείς τη Δικαιοσύνη είναι απόφαση ζωής. Ας επανέλθουμε όμως στο αρχικό μας ερώτημα-δίλημμα, στα πιο «πεζά».
Σαν γενική τοποθέτηση και πριν αποφασίσει κάποιος μια δικαστική διαδικασία, καλό θα είναι να έχει κατά νου τα εξής:
Ότι η σχετική απόφαση πρέπει να είναι προϊόν ώριμης σκέψης και όχι παρορμητικής απόφασης. Κι αυτό γιατί είναι σαν να πετάμε πέτρα πάνω σε μια τζαμαρία, αφού και να μετανιώσουμε είναι ήδη αργά όταν η πέτρα ήδη ταξιδεύει προς την τζαμαρία, χωρίς να μπορούμε να τη σταματήσουμε. Θα πρέπει με άλλα λόγια να λάβουμε υπόψη:
α) τα δικηγορικά έξοδα που θα απαιτηθούν, τα οποία δεν είναι πάντα εύκολο να υπολογιστούν από την αρχή, καθώς και τις συνέπειες μιας τέτοιας απόφασής μας, γιατί από ένα σημείο και μετά δεν εξαρτάται μόνο από εμάς, και αν και πότε θα τελειώσει μια υπόθεση, αφού λόγο πλέον θα έχει και η αντίδικη πλευρά, για το αν αυτή θα εξαντλήσει ή όχι τα δικαιώματα, που της παρέχει ο νόμος.
β) το χρόνο που θα καταναλώσει κάποιος σε συναντήσεις με το δικηγόρο του, σε προθαλάμους ανακριτικών γραφείων, σε πολύωρες αναμονές στις αίθουσες των Δικαστηρίων, όπου δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις των αναβολών.
γ) την ψυχική φθορά, που συνεπάγεται η αναμονή των δικών και η ακροαματική διαδικασία στα Δικαστήρια. Σ’ αυτά θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η αντίστοιχη σπατάλη χρόνου των μαρτύρων, των οποίων η ενεργητικότητα, η αποφασιστικότητα, αλλά και ο αριθμός μειώνεται σε κάθε αναβολή δίκης.
Αυτά δεν αναφέρονται για να αποτρέψουν κάποιον, που θέλει να διεκδικήσει το δίκιο του δικαστικά, αλλά να γνωρίζει τι θα αντιμετωπίσει και να προετοιμαστεί ανάλογα. Αν παρ’ όλα αυτά αποφασίσει κάποιος να ξεκινήσει τη δικαστική διαδικασία, να είναι απόλυτα βέβαιος, ότι τελικά θα βρει το δίκιο του, όσο ισχυρός και αν είναι ο αντίδικός του. Θα πρέπει να είναι σίγουρος, ότι υπάρχουν αδέκαστοι και αμερόληπτοι άνθρωποι, που θα σκύψουν με σοβαρότητα στο πρόβλημά του. Και αν κάποιος ισχυρός προσπαθήσει να τον φοβίσει, θα μπορεί να τον αντιμετωπίσει με σιγουριά.