Ξύπνησαν οι μνήμες, μάτωσαν οι καρδιές και ανατρίχιασαν οι ψυχές στο μνημόσυνο που τελέσθηκε, όπως κάθε χρόνο, στα Μελίσσια Κοζάνης, για τους σφαγιασθέντες προγόνους των κατοίκων από τους βάρβαρους Τσέτες του κεμαλικού στρατού το 1920.
Η αποφράδα μέρα 24 Ιουνίου του 1920 δεν πρόκειται να ξεχασθεί ποτέ, καθώς καταγράφηκε ανεξίτηλα και βαθιά χαραγμένα στις ψυχές των απογόνων Ελλήνων της Μικράς Ασίας, που ξεριζωμένοι από τις πατρογονικές εστίες αιώνων και καθημαγμένοι έφθασαν στη Μητέρα Πατρίδα και εργατικοί, τίμιοι και Ελληνόψυχοι καθώς ήταν, πείσμωσαν, πρόκοψαν και όχι μόνον στάθηκαν στα πόδια τους, διέπρεψαν και καθιερώθηκαν. Δεν ξέχασαν όμως ποτέ τους προγόνους τους που μακελεύτηκαν από τους αιμοσταγείς Τούρκους Τσέτες και έμειναν εκεί, τα κοκαλάκια τους, έτσι για να θυμίζουν πάντα την τραγικότητα κάθε βιαίως ξεριζωμένου.
Οι κάτοικοι των Μελισσίων Κοζάνης, κι αυτοί που φύγανε κι αυτοί που μένουν, δεν ξέχασαν και δεν ξεχνούν ποτέ και ακολουθώντας τα ίχνη των μαρτύρων προγόνων τους πάντα τους μνημόνευαν και πάντα οι σημερινοί και οι αυριανοί θα τους μνημονεύουν.
Το πρωί της Κυριακής 24 Ιουνίου στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Μελισσίων, όπως κι εκεί στις αλησμόνητες (και όχι χαμένες) πατρίδες ο ομώνυμος Ναός, τελέσθηκε Θεία Λειτουργία, δέηση και τρισάγιο στο χώρο του κενοταφίου και όλοι μαζί έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο. Ο δε τοπικός πολιτιστικός σύλλογος παρέθεσε δεξίωση στους παρευρισκομένους.
Ένα ποίημά της εκφώνησε η Μελισσία Δεληγιαννίδου, η οποία έλκει την καταγωγή της από τα Μελίσσια και συγκίνησε.
Η ομιλία του συνταξιούχου καθηγητή Γιώργου Τουλουμενίδη, από τη Νέα Χαραυγή Κοζάνης, πρώην προέδρου της κοινότητας, ήταν που συγκλόνισε τους πάντες. Ο κ. Τουλουμενίδης με τον γλαφυρό του λόγο, με απλότητα, μεστότητα και ουσία, ηλέκτρισε συγκινησιακά την όλη ατμόσφαιρα και σκόρπισε ρίγη συγκίνησης σε όλους. Άριστος χειριστής λόγου και μεταδοτικός, εντυπωσίασε και συνεπήρε τους ακροατές. Αλλά ας παραθέσουμε αυτούσια το λόγο του, καθώς τόσο πολύ αξίζει!:
Η ομιλία αυτή αφιερώνεται στη μνήμη των σφαγιασθέντων στα Φουντουκλιά της Μικράς Ασίας και στους απογόνους που ήρθαν στην Ελλάδα, στα Μελίσσια και στα Κοίλα Κοζάνης. Σε εκείνους τους πρόσφυγες που τήρησαν τις αρχές και τα πιστεύω τους με θρησκευτική ευλάβεια και παρέμειναν ελεύθεροι στη σκέψη, εργατικοί, έντιμοι, αποτελεσματικοί, λάτρεις της παιδείας, πατριώτες.
Σε εκείνους που έζησαν πάντα με τη σκέψη και το όνειρο της επιστροφής στα άγια χώματα των χαμένων πατρίδων τους. Στα σπίτια που κλείδωσαν, στα χωράφια, αμπέλια, εργαστήρια, περιβόλια και κοπάδια που άφησαν πίσω τους, στα αγαπημένα προσωπικά τους αντικείμενα.
Το Φουντουκλή ή τα Φουντουκλιά αποτελούνταν από τρία χωριά. Το Λεβέντκιοϊ, το Καντάρκιοϊ και το Ασάκιοϊ. Ένα μικρό ποτάμι χώριζε τα δύο χωριά που βρίσκονταν στην πλαγιά του βουνού και το τρίτο χωριό βρισκόταν 2 χιλιόμετρα πιο μακριά στον γόνιμο κάμπο. Σύνολο 410 οικογένειες με 3.000 κατοίκους.
Η Βιθυνία, η περιοχή που βρίσκονταν τα χωριά αυτά μνημονεύεται από τους ιστορικούς χρόνους για την στρατηγική της θέση, το γόνιμο έδαφος και τα πολλά νερά. Για τον λόγο αυτό οι γηγενείς αυτόχθονες κάτοικοι ήταν σε συνεχείς έριδες με άλλους λαούς οι οποίοι ήθελαν αυτά τα εδάφη.
Στις αρχές του 18ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στα μέρη αυτά πολλές οικογένειες Χριστιανών, οι οποίες προέρχονταν από τα βάθη της Μικράς Ασίας και από τον Πόντο.
Η μητρόπολη Χαλκηδόνας αναφέρει τα Φουντουκλιά στο αρχείο της το 1762, ως χριστιανικά χωριά με μητρική γλώσσα τα αρμένικα, με Ελληνική συνείδηση. Οι προσευχές γίνονταν στα Ελληνικά, τα τραγούδια και τα μοιρολόγια στα αρμένικα. Το 1914-15 έγινε η γενοκτονία των Αρμενίων από τους Νεότουρκους. Από τότε στα σχολεία των τριών χωριών διδάσκονταν μόνο τα Ελληνικά.
Να αναφέρουμε πώς λειτουργούσαν αυτά τα χωριά. Κάθε χωριό είχε τον μουχτάρη του, που ήταν άμισθος και με την εκκλησιαστική επιτροπή ρύθμιζαν τις υποθέσεις του χωριού.
Οι εκκλησίες του Αϊ-Γιώργη και του Αϊ-Δημήτρη ήταν ξακουστές σε όλη την περιοχή. Στο ετήσιο πανηγύρι μαζεύονταν χιλιάδες κόσμος.
Οι Φουντουκλιώτες ήταν αγρότες, κτηνοτρόφοι, έμποροι, επαγγελματίες.
Κάθε χρόνο παρήγαγαν μεγάλες ποσότητες και άριστης ποιότητας φουντούκια, μούρα, καπνά, σιτηρά, λινάρι, σταφύλια και κτηνοτροφικά προϊόντα. Η κτηνοτροφία ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Τον χειμώνα οι κτηνοτρόφοι οδηγούσαν τα κοπάδια τους στη Μαύρη Θάλασσα κοντά στο Ερεγλή.
Καθώς ήξεραν γράμματα, έκαναν οι ίδιοι το εμπόριο των προϊόντων της δικής τους παραγωγής με μεγάλα οφέλη.
Οι Φουντουκλιώτες είχαν οικονομικές συναλλαγές με το Αντάπαζαρ που απέχει 19 χιλιόμετρα και από την Κωνσταντινούπολη απέχει 110 χιλιόμετρα. Είχαν άμεση επαφή με τις εξελίξεις, με τον πολιτισμό. Συνεχώς βελτίωναν τη ζωή τους. Τα σπίτια τους ήταν μεγάλα διώροφα με πολλά δωμάτια και βοηθητικούς χώρους. Ο πατέρας και οι γιοί του με τις οικογένειές τους, συνήθως ζούσαν στο ίδιο σπίτι. Η γυναίκα ήταν ισότιμη με τον άνδρα.
Οι Τούρκοι από τα διπλανά χωριά τους ζήλευαν. Όμως επωφελούνταν και αυτοί από την ευημερία των Φουντουκλιωτών γιατί δούλευαν στα κοπάδια, εργαστήρια, περιβόλια και ψώνιζαν από τα μαγαζιά των Χριστιανών.
Όμως με την εμφάνιση των Νεότουρκων όλα αλλάζουν προς το χειρότερο με ταχύτατο ρυθμό. Ο Χριστιανικός πληθυσμός υποφέρει. Όταν ο Ελληνικός στρατός ελευθερώνει τη Σμύρνη οι Φουντουκλιώτες πανηγυρίζουν. Αμέσως συγκεντρώνουν ρούχα, τρόφιμα και χρήματα και τα στέλνουν στον Ελληνικό στρατό. Την περίοδο αυτή ο Λεωνίδας ήταν ο αρχηγός των Χριστιανών ανταρτών οι οποίοι καταδίωκαν τους Τσέτες που τρομοκρατούσαν και λεηλατούσαν τα Χριστιανικά χωριά.
Όμως για διάφορους λόγους ο Ελληνικός στρατός δεν έφθασε στα Φουντουκλιά. Και στις 24 Ιουνίου του 1920 έγινε η μεγάλη σφαγή. Παραθέτω αυτούσια την αφήγηση του αείμνηστου συμπατριώτη σας Αναστασίου Μαυρόπουλου: «Ήμουν 7 ετών όταν έγινε η σφαγή. Άγριοι Τούρκοι Τσέτες είχανε ζώσει και τα τρία χωριά από νωρίς το απόγευμα. Αρκετοί δικοί μας φοβήθηκαν και το βράδυ κατέφυγαν στο διπλανό δάσος. Το πρωί η μητέρα μου συγκέντρωσε όλα τα παιδάκια της γειτονιάς και μας έκρυψε στο χαγιάτι του σπιτιού μας με την αυστηρή εντολή «μην μιλάτε». Όταν βράδιασε, βγήκαμε από το σπίτι και μέσα από τους μπαξέδες με τις μουριές κινήσαμε προς το δάσος. Όμως πέσαμε σε ενέδρα. Μας δείρανε και μας κλείσανε σε μια αχυρώνα. Μείναμε εκεί νηστικοί πολλές ημέρες. Ένας γνωστός μας Τούρκος είπε στην μητέρα μου «πάρε τα παιδιά και φύγε και κρύψου σε τουρκικό χωριό». Όμως η μητέρα μου μας πήγε στο βουνό όπου συναντήσαμε πολλούς χωριανούς μας οι οποίοι θρηνούσαν γιατί είχαν χάσει αγαπημένα πρόσωπα. Από αυτούς μάθαμε ότι οι Τσέτες φυλάκισαν τους άνδρες στην εκκλησία του Αϊ-Γιώργη και ανά πέντε τους έδεναν στα δένδρα, στο ύψωμα απέναντι από την εκκλησία και τους τουφέκιζαν. Δολοφονήθηκαν περίπου 400 Φουντουκλιώτες. Επίσης οι Τσέτες λεηλάτησαν τα σπίτια και έκαψαν πολλά από αυτά. Ήμασταν στο βουνό περίπου 3 μήνες. Τρώγαμε τα βλαστάρια από τα δένδρα, χόρτα και το βράδυ κατεβαίναμε στον κάμπο να μαζέψουμε πατάτες και καλαμπόκια. Όταν οι Τσέτες φοβούμενοι τον Ελληνικό στρατό που πλησίαζε έφυγαν, τότε κάπως ησυχάσαμε. Οι συγγενείς μας στο απέναντι βουνό είχανε τα μαντριά με τα πρόβατά τους. Πήγαμε εκεί και επιτέλους φάγαμε, αισθανθήκαμε πάλι άνθρωποι. Ύστερα από αρκετές ημέρες ο αντάρτης Λεωνίδας μας μάζεψε και με κάρα μας πήγε στο Αντάπαζαρ και ύστερα στη Νικομήδεια, όπου εγκατασταθήκαμε σε ένα μεγάλο κτίριο και στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Πολλοί δικοί μας πέθαναν από διάφορες αρρώστιες και κυρίως από τύφο. Εμείς τα μικρά παιδιά κάθε μέρα με κουτιά πηγαίναμε στο στρατόπεδο των Εγγλέζων για να μας δώσουν λίγο φαγητό. Αν κάτι περίσσευε το πηγαίναμε στους γονείς μας. Χαιρόμασταν για τις νίκες του Ελληνικού στρατού και πιστεύαμε πως πολύ σύντομα θα επιστρέψουμε στο αγαπημένο μας χωριό. Όταν άρχισε η οπισθοχώρηση του Ελληνικού στρατού, μας έβαλαν στο πλοίο «Πατρίς» και περάσαμε στη Χίο και άλλοι χωριανοί μας στη Σάμο. Ύστερα από δύο χρόνια η Ελληνική κυβέρνηση μας εγκατέστησε στα Μελίσσια και στα Κοίλα Κοζάνης. Πολλά τα βάσανα στην καινούργια πατρίδα μας και το φτωχό κράτος δεν μπορούσε να μας βοηθήσει. Όμως με το πέρασμα του χρόνου, τα καταφέραμε.
Το 1981 πήγα ως τουρίστας στο χωριό μου, στο Φουντουκλή. Είδα χορταριασμένη την εκκλησία του Αϊ-Γιώργη. Κάθισα απέναντι ώρα πολλή και έκλαιγα. Τα χωριά μας είχανε 3.000 κόσμο. Στην Ελλάδα ήρθαμε περίπου 800. Τι απέγιναν οι υπόλοιποι;
Τι απέγιναν άραγε οι χωριανοί μας οι οποίοι εκείνες τις ημέρες του τρόμου πέρασαν τον Σαγγάριο ποταμό και κατευθύνθηκαν ανατολικά; Δεν μπορώ να ξεχάσω»!!
Η παράδοση πρέπει να διδάσκει και να ενώνει τους ανθρώπους…