Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Τα σούρβα. Ήξιράμι απ’ τα κόλιαντα που δίν’ πιντάρις, που δίν’ δικάρις κι που πιντούλια.

0 comment 3 minutes read

 

 

Μπουρί τα κόλιαντα να πάεινάμι όπ’ να ’νι, να μάζουνάμι κάστανα, φιρίκια κι κόλιαντα που ’ταν σαν τούβουλα, αλλά στα σούρβα ξιδιάλιγάμι τ’ δ’λειά.

Ήξιράμι που δίν’ πιντάρις, που δίν’ δικάρις κι που πιντούλια.

Αλλά κι που φκιάν’ καλά σαλιάρια κι ζιουματ’στά.

Αδουκιούμι ιτότις σ’μά στου σπίτι μ’ κάθουνταν η κυρά Βαλασία τ’ Αμοιρίδη. Θ’ός σχουρέστην κι αυτήν έφκιανιν κάτ’ ζιουματ’στά, χώνιβαν μόλις τα ’βανις στου στόμα.

Αλλά κι οι παράδις ήταν παραπάν’ τα σούρβα.

Μια χρουνιά αδουκιούμι είχα έξ’ χρόνια. Του κρύου όξου ήταν τόσου, που χ’πούσαν τα κατσιαούλια. Ξύπνησα απ’ του τσιουκάλτσμα τ’ς θύρας.

Χίρσα να πουδαρίζουμι, γιατί ου τρανίτιρους ου αδιρφός μ’ έφυγιν κι δεν μι πήριν.

–          Χαλέβου να πααίνου κι ’γω. Ντύσι μι τώραϊά.

–          Μπρε που τα πααίν’ς όξου; Δε γλέπ’ς τα σιουτζιούκια π’ κρέμουντι στ’ς αστρέχις. Κάτσι ψίχα να ξιαρχάν’ ου κιρός.

–          Όχι, τώρα χαλέβου.

Μ’ έντ’σαν μι παταρές κι μι κλιάματα. Μι μπαμπάρουσαν τόσου, π’ δεν μπορούσα να σπαραχτώ. Φανέλου, δυο μπλούζις, γιλέκου, παλτό, γάντια, κασκόλ, σκούφουν. Μι χτύπ’σαν κι απ’ απχάτ απ’ του πανταλόν’ τ’ς μπιτζιάμις. Πιρπατούσα κι θαρρούσα ότ’ έσιρνα ικατό ουκάδις. Χάλιψα στου δρόμου να κατουρήσου αλλά δεν μπουρούσα να τ’ βγάλου όξου.

Πήγα σι πουλλά σπίτια γνουστά κι άγνουστα.

Γυρνιούντας σπίτ’ γλέπου στ’ Αρμινούλ’ πουλλά φώτα. Είπα του «γέρο χρόνε φύγε τώρα» κι σέφκα  απού μέσα.

Ώσπου να μι φέρ’ν τα σούρβα κι τ’ς παράδις, γλέπου λάβα στου σαλόν’, καπνός πουλύς κι απ’ αλόιρα σ’ ένα τραπέζ’ να κάθουντι καμιά δικαρά άντρις, βαρά συλλουισμέν’. Χάλιψα να ιδώ τι φκιάν’. Πήγα σ’μά κι είδα έπιζαν χαρτιά. Είχαν όλ’ γουρλουμένα τα μάτια απ’ του ξινύχτ’. Μι γλέπ’ ένας μπάρμπας κι μι λιέει.

–          Έλα ’δω ρα, πώς σι λιέν’;

–          Γιαννάκου, τουν λιέου.

–          Τίνους είσι ρά;

–          Τ’ Θανάσ’ τ’ Πλόσκα.

–          Πάρι αφτέσια τ’ς παράδις κι κάτσι λίγου ιδώια, να σ’ εχου για γούρ’.

Κάθι φουρά π’ αρίμαζιν, μ’ έδουνιν κι καμόσις δραχμές. Ήταν ένας άλλους όμους μπάρμπας π’ μ’ άγριβιν.

–          Άι στ’ μάνα σ’ τώρα ρα, κουπιλόπλου. Απού τότις που ’ρθις δεν αρίμαξα ούτι μιάφρας.

–          Όχι, ήλιγιν ου άλλους. Κάτσι ιδώια. Τσάκου ψίχα τα χαρτιά.

Απέρασαν κι γω δεν ξέρου πόσις ώρις. Όταν έσουσαν του χαρτί, κίντσα κι γω για του σπίτ’.

Πρώτ’ αντάμουσα τ’ Μαυρουβίτινα μι του σ’νι ν’ πίτα στα χέρια.

–          Πού είσι μπρε Γιαννάκου; Ξέρ’ς πόσις ώρις σ’ αραδάει η μάνα σ’ κι τ’ αδέρφια σ’; Έφαγαν τουν τόπου.

Δεν πρόφτασα να βάλου του πουδάρι μ’ στου νουβουρό απ’ του σπίτι’ κι οι παταρές χίρσαν να πέφ’ν ουπανουτές. Όχι μούγκι απ’ τ’ μάνα μ’ κι τουν πατέρα μ’ αλλά κι απ’ τ’ αδέρφια μ’.

–          Γκαβουμένου, ξιαστουχμένου, άχρηστου. Καλά είπα ιγώ να μη σι στείλου. Πού ήσαν μπρε κι μι κουβαλήθ’κις τέτοιαν ώρα;

Δεν προυλάβινα να ουμιλήσου γιατί οι παταρές έπιφταν αράδα. Όσου πρόφτασα κι πχιάλτσα κι κρύφκα στ’ μισάντρα. Κι απού τότι κάθι χρόνου τέτοια μέρα βουίζ’ν τα ’φτια μ’. Αδουκιούμι του πλιάφουμα.

Εύχουμι σ’ ολ’ τ’ς Κουζανιώτδις, ου Αϊ Βασίλ’ς να τ’ς φέρ’ όλα τα καλά κι η κινούρια χρουνιά να είνι όλου υγεία κι χαρά.

 

Ου Γιάνν’ς τ’ς Λέγκους απ’ τα Κατσκάθκα

 

 

Leave a Comment

Ταυτότητα Ιστοσελίδας:
Σαλακίδης Ιωάννης – Ατομική Επιχείρηση

ΑΦΜ: 046450157, ΔΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

Δ/νση Έδρας: Ζαφειράκη 3, ΤΚ 0100 Κοζάνη

Email: info@efkozani.gr

Τηλ. 24610-25112

Ιδιοκτήτης, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθυντής: Σαλακίδης Ιωάννης

Διευθύντρια Σύνταξης: Μαρία Τσακνάκη

Διαχειριστής: Σαλακίδης: Ιωάννης

Δικαιούχος του ονόματος τομέα (domain name): Σαλακίδης Ιωάννης

Efkozani logo

@2024 – All Right Reserved. Hosted and Supported by Webtouch.gr

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00