Περιφερειακή Ενότητα Κοζάνης βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της
Δυτικής Μακεδονίας και περιβάλλεται από μεγάλους ασβεστολιθικούς
όγκους, οι οποίοι είναι κατάλληλοι για την ανάπτυξη σπηλαίων και άλλων
γεωλογικών σχηματισμών. Παράλληλα, η έντονη παρουσία του υγρού στοιχείου
στην περιοχή, με τον Αλιάκμονα και τις διάφορες –σήμερα είτε ενεργές
είτε αποξηραμένες– λίμνες, συνέβαλε τόσο στη δημιουργία των παραπάνω
σχηματισμών όσο και στη συστηματική παρουσία του ανθρώπου στο
χώρο.
Επίσης, εκτεταμένη έρευνα στις αποθέσεις του ποταμού έφερε στο
φως πλήθος παλαιοντολογικών καταλοίπων.
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν επιφανειακές έρευνες
στην Περιφερειακή Ενότητα Κοζάνης με στόχο την εξερεύνηση γνωστών
από το αρχείο της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας
(τέως ΕΠΣΒΕ) σπηλαίων αλλά και τον εντοπισμό νέων, κατόπιν σχετικών
πληροφοριών από τους κατοίκους, τις Κοινότητες και τους Δήμους, η συμβολή
των οποίων ήταν καθοριστική σε αυτή την προσπάθεια. Κύριος σκοπός
της έρευνας ήταν να διαπιστωθεί πιθανή χρήση των χώρων αυτών κατά
την αρχαιότητα. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι πρόκειται για προκαταρκτική έρευνα, η οποία θα πρέπει να συνεχιστεί με νέες επισκέψεις στα σπήλαια για
την εξαγωγή σαφέστερων συμπερασμάτων.
Ξεκινώντας την περιήγηση στην Περιφερειακή Ενότητα της Κοζάνης
από ανατολικά προς δυτικά συναντούμε τους παρακάτω Δήμους και Κοινότητες:
Ο Δήμος Εορδαίας βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα της Περιφερειακής Ενότητας
Κοζάνης και περιλαμβάνει τις Δημοτικές Ενότητες Αγίας Παρασκευής,
Βερμίου, Βλάστης, Μουρικίου και Πτολεμαΐδας, όπου και η έδρα του. Στη
Δημοτική Ενότητα Αγίας Παρασκευής και συγκεκριμένα στην Τοπική Κοινότητα
Ερμακιάς, εντοπίζεται σπήλαιο, γνωστό ως Σπήλαιο Ερμακιάς. Αναπτύσσεται
σε ασβεστολιθικά πετρώματα, έχει βαραθρώδη είσοδο, φραγμένη
με σιδερένιο κιγκλίδωμα για προστασία, και φτωχό λιθωματικό διάκοσμο
(εικ. 1). Αποτελείται από δύο αίθουσες, η πρώτη με μορφή επιμήκη θαλάμου
και βάθους 15 μ. που καταλήγει στη δεύτερη μεγαλύτερη αίθουσα. Το αρχαιολογικό
ενδιαφέρον του σπηλαίου περιορίζεται στον εντοπισμό μικρού
αριθμού τροχήλατων οστράκων ιστορικών χρόνων, πιθανόν φερτών, ορισμένα
από αυτά με εφυάλωση στο εσωτερικό τους.
Ο Δήμος Κοζάνης, νοτίως του Δήμου Εορδαίας, περιλαμβάνει τις Δημοτικές
Ενότητες Αιανής, Δημητρίου Υψηλάντη, Ελιμείας, Ελλησπόντου
και Κοζάνης. Στην περιοχή του Χρωμίου, στη Δημοτική Ενότητα Αιανής,
παρατηρείται συγκέντρωση εγκοίλων, χωρίς όμως περαιτέρω στοιχεία για τη
χρήση τους κατά την αρχαιότητα. Συγκεκριμένα συστάδες εγκοίλων εντοπίζονται
στις θέσεις Ράχη Πέντεση, Μαγκούτες, Παλιάμπελα, Κοπάνες, Μεγάλη
Μπιστηριά, καθώς και σπηλαιοβάραθρο, γνωστό ως Σπηλιά των Χρυσοθήρων,
στον λόφο του Παλαιομονάστηρου στο όρος Βούρινος. Σε ορισμένα
από αυτά παρατηρήθηκε σύγχρονη χρήση από βοσκούς της περιοχής
με τον εντοπισμό καύσεων.
Στην Τοπική Κοινότητα Ακρινής, της Δημοτικής Ενότητας Ελλησπόντου,
βρίσκεται η βραχοσκεπή του Αγίου Γεωργίου. Τόσο ο εσωτερικός όσο
και ο περιβάλλον χώρος της έχει υποστεί μεγάλες επεμβάσεις και διαμορφώσεις,
προκειμένου να μετατραπεί σε χώρο σύγχρονης λατρείας, καταστρέφοντας
ωστόσο οποιοδήποτε στοιχείο πιθανής χρήσης του χώρου κατά
το παρελθόν.
Νοτίως της βραχοσκεπής και σε απόσταση περίπου 500 μ., εντοπίζεται
αντίστοιχος σχηματισμός, ο οποίος στη συνέχεια αναπτύσσεται σε σπήλαιο.
Και εδώ παρατηρούνται εξίσου μεγάλες επεμβάσεις, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί
ως εκκλησία. Οι κάτοικοι το αποκαλούν Σκοτεινό και θεωρούν
ότι οι δύο αυτοί σχηματισμοί επικοινωνούν. Η είσοδος της ανωτέρω βραχοσκεπής
είναι διαμορφωμένη με χαμηλά σκαλιά και το μέτωπό της προς το
δρόμο ορίζεται από τοίχο με πόρτα και παράθυρα. Εσωτερικά το δάπεδο
έχει καλυφθεί με τσιμέντο και το μεγαλύτερο μέρος των τοιχωμάτων έχει
ασβεστωθεί. Σε όλη την έκτασή της βρίσκονται λατρευτικές εικόνες καθώς
και Αγία Τράπεζα. Σε σημείο παρατηρείται σταγονορροή, νερό το
οποίο συλλέγεται σε δύο ορθογώνιες τσιμεντένιες κατασκευές, πιθανόν ως
αγίασμα. Στο βάθος διανοίγεται διάδρομος που καταλήγει σε μικρή αίθουσα.
Η μορφή τού σπηλαίου παραπέμπει σε καρστικό αγωγό. Από την επιφανειακή
έρευνα εντοπίστηκε στρώμα εκτεταμένης καύσης κάτω από το σύγχρονο
στρώμα χαλικιού που εκτείνεται σχεδόν σε όλο το διάδρομο. Δεδομένης της
έκτασής του, δε μπορεί να αποδοθεί στην κατά τόπους σύγχρονη χρήση κεριών.
Με εξαίρεση όμως αυτού του στοιχείου, που θα μπορούσε να σχετίζεται
με προγενέστερη χρήση του σπηλαίου, δεν ήταν δυνατός ο εντοπισμός
αρχαιοτήτων, γεγονός που οφείλεται και στις μεγάλες επεμβάσεις στο χώρο.
Μεταξύ της κεντρικής εισόδου και του βόρειου φραγμένου τμήματος της
βραχοσκεπής, παρεμβάλλεται μία μικρότερη με βάθος μόλις 2 μ., επικαλυμμένη,
επίσης, με κονίαμα εσωτερικά. Η επίχωση που διατηρεί είναι πολύ
μικρή χωρίς αρχαιότητες.
Στην περιοχή της Ζωοδόχου Πηγής βρίσκεται σπήλαιο στο κέντρο του
χωριού, το οποίο και χρησιμοποιείται για την υδροδότηση της περιοχής. Βόρεια
και σε μικρή απόσταση από το χωριό εντοπίζονται ανοίγματα μικρών
διαστάσεων σε τραβερτινικό πέτρωμα, χωρίς ωστόσο αρχαιολογικό ενδιαφέρον.
Στη Δημοτική Ενότητα Κοζάνης, 6 χλμ. βορείως της Τοπικής Κοινότητας
Ξηρολίμνης, εντοπίζεται βραχοσκεπή στο όρος Άσκιο, σε υψόμετρο
1.087 μ., γνωστή ως Σπήλαιο ή Τρύπα του Αράπη. Πρόκειται για
βραχοσκεπή μεγάλων διαστάσεων με μικρή κόγχη στο εσωτερικό της. Στην
είσοδο και στον χώρο μπροστά από τη βραχοσκεπή εντοπίζονται βαθύτερες
επιχώσεις, λόγω της κατωφέρειας του εδάφους. Από επιφανειακή έρευνα
προέκυψε μικρή ποσότητα χειροποίητης κεραμικής, πιθανόν προϊστορικών
χρόνων. Οι μεγάλες διαστάσεις και η θέση της βραχοσκεπής, η οποία βλέπει
στον επαρχιακό δρόμο Σιάτιστα-Κοζάνη, σε συνδυασμό με την ύπαρξη αρ
χαιολογικών καταλοίπων, οδηγούν στην υπόθεση της χρήσης του χώρου
κατά την αρχαιότητα, ενώ θα μπορούσε μελλοντικά να ερευνηθεί πιθανή
σχέση με θέσεις της Ξηρολίμνης (θέση Πόρτα ή Πόρτες και θέση Άγονα)
που εντοπίζονται σε σχετικά κοντινή απόσταση από το σπήλαιο.
Ο Δήμος Βελβεντού-Σερβίων, στα ΝΔ της Περιφερειακής Ενότητας
Κοζάνης, περιλαμβάνει τις Δημοτικές Ενότητες Βελβεντού, Σερβίων, Καμβουνίων
και Λιβαδερού. Συγκεκριμένα στη Δημοτική Ενότητα Καμβουνίων
εντοπίστηκαν δύο σπηλαιομορφές. Πρόκειται για ένα σπηλαιοβάραθρο στην
περιοχή «Κάκαινα», νοτίως της Τοπικής Κοινότητας Ελάτης, στο όρος Βουνάσα.
Η είσοδός του είναι στενή βαραθρώδης. Το σπήλαιο συνεχίζει σε βάθος,
ωστόσο το χαμηλό πέρασμα είναι φραγμένο μετά τα 6 μ. με φερτά υλικά,
με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η πρόσβαση. Σύμφωνα με τους ντόπιους,
στο σπήλαιο αναπτύσσονται δύο μεγάλες αίθουσες με πλούσιο διάκοσμο.
Από την επιφανειακή έρευνα στο ορατό τμήμα του σπηλαίου δε διαπιστώθηκε
αρχαιολογικό ενδιαφέρον, ενώ και ο διάκοσμός του είναι ιδιαίτερα
φτωχός.
Σπήλαιο εντοπίστηκε και στην περιοχή «Προσήλιο», δυτικά του οικισμού
των Λαζαράδων. Η είσοδός του είναι ιδιαίτερα στενή. Το σπήλαιο αποτελείται
από μία κύρια αίθουσα, ενώ στη δεξιά πλευρά του αναπτύσσεται
στενός διάδρομος, μήκους 10 μ. περίπου και πλάτους μόλις 1 μ., ο οποίος
καταλήγει σε μικρή και στενή αίθουσα. Το δάπεδο της μεγάλης αίθουσας
καλύπτεται σε όλη την έκτασή του από φερτό υλικό, ενώ εντοπίστηκε πλήθος
εφυαλωμένων οστράκων μεταβυζαντινής περιόδου. Τα χαρακτηριστικότερα
περιλαμβάνουν τμήματα σώματος μεγάλου αγγείου, δύο δακτυλιόσχημες
βάσεις και τμήμα χείλους . Επίσης, εντοπίστηκε όστρακο μεγάλου
αγγείου με εμπίεστη διακόσμηση. Κεραμική εντοπίζεται και
στον διάδρομο, όπου συλλέχθηκε ταινιωτή λαβή, ωστόσο απουσιάζουν τα
φερτά υλικά (μικρή παρουσία λίθων), ενώ το δάπεδό του καλύπτεται από
την αμμώδη επίχωση του σύγχρονου δαπέδου του σπηλαίου. Στο σπήλαιο
παρατηρήθηκε σταγονοροή και λιθωματικός διάκοσμος με σταλακτίτες.
Διάσπαρτα όστρακα εντοπίστηκαν και σε όλη την περιοχή εξωτερικά του σπηλαίου.
Στη Δημοτική Ενότητα Λιβαδερού και κατά μήκος της τεχνητής λίμνης
Πολυφύτου, ανατολικά του χωριού Νεράιδα, εντοπίζεται σειρά εγκοίλων και
βραχοσκεπτών με ενδείξεις σύγχρονης χρήσης από βοσκούς της περιοχής,
χωρίς όμως αρχαιολογικά κατάλοιπα. Οι σχηματισμοί αυτοί αναπτύσσονται
σε πρανή ρέματος, το οποίο καταλήγει στην τεχνητή λίμνη Πολυφύτου. Οι
διαστάσεις τους ποικίλουν.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ανώνυμο σπήλαιο νοτίως της Τοπικής Κοινότητας
Νεράιδας (Δημοτική Ενότητα Σερβίων), με μέτωπο στην τεχνητή λίμνη
Πολυφύτου, στο οποίο οδηγεί διαμορφωμένο περιπατητικό μονοπάτι.
Το σπήλαιο αναπτύσσεται σε ασβεστολιθικά πετρώματα και χρησιμοποιείται
για σταβλισμό ζώων. Η είσοδός του έχει διαμορφωθεί από βοσκούς
(εικ. 7), ενώ το δάπεδο στο εσωτερικό του είναι καλυμμένο από μεγάλη ποσότητα
κοπριάς. Στο σπήλαιο αναπτύσσονται δύο μεγάλες αίθουσες με φτωχό
λιθωματικό διάκοσμο. Η πρώτη αίθουσα σχηματίζει δύο κόγχες στο ανατολικό
τμήμα της, στη μία εκ των οποίων εντοπίστηκε μικρή λαθρανασκαφική
τομή. Η δεύτερη αίθουσα είναι μεγαλύτερου μεγέθους. Στον χώρο αυτό
εισέρχεται φυσικό φως από άνοιγμα στην οροφή, ενώ παρατηρήθηκε και
μεγάλος αριθμός νυχτερίδων. Από την επιφανειακή έρευνα στον περιβάλλοντα
χώρο του σπηλαίου εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός οστράκων, ενώ στο
εσωτερικό του βρέθηκε μόνο ένα όστρακο επιφανειακά, ιδιαίτερα φθαρμένο.
Η θέση του σπηλαίου, έναντι του προϊστορικού οικισμού των Σερβίων,
καθώς και η ύπαρξη διάσπαρτων οστράκων εξωτερικά του σπηλαίου προϊδεάζουν
για τη χρήση του χώρου κατά την αρχαιότητα. Η μεγάλη ποσότητα
κοπριάς στο εσωτερικό του δεν επέτρεψε τον εντοπισμό επιπλέον στοιχείων
ή καταλοίπων στο πλαίσιο της επιφανειακής έρευνας, ενώ και ο βαθμός
φθοράς αυτών δε βοήθησε στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Ωστόσο, παλαιότερες
έρευνες έχουν τοποθετήσει τη χρήση του σπηλαίου στην Τελική Νεολιθική.
Ο Δήμος Βοΐου είναι ο ανατολικότερος Δήμος της Π.Ε. Κοζάνης και
αποτελείται από τις Δημοτικές Ενότητες Ασκίου, Νεάπολης, Πενταλόφου,
Σιάτιστας και Τσοτυλίου. Στα ανατολικά της Τοπικής Κοινότητας Δαμασκηνιάς, Δημοτική Ενότητα Τσοτυλίου, βρίσκεται σπήλαιο γνωστό με το
όνομα Ντιμνίτσα. Η είσοδος του σπηλαίου έχει ανατολικό προσανατολισμό
και βρίσκεται σε κοίτη ρέματος. Λίγα μέτρα από την είσοδο του σπηλαίου
εντοπίζονται υπολείμματα τοιχίου, ένδειξη χρήσης του χώρου για σταβλισμό
ζώων. Το υπολογιζόμενο μήκος του σπηλαίου φτάνει τα 70 μ. περίπου . Στο τέλος του διαδρόμου χαμηλώνει έντονα η οροφή. Ωστόσο, το
σπήλαιο φαίνεται να συνεχίζει τουλάχιστον για ακόμη 15 μ. με την ίδια
μορφολογία. Σύμφωνα με πληροφορίες από κατοίκους της περιοχής στο βάθος
ανοίγονται ξανά μεγάλες αίθουσες. Το εσωτερικό του χαρακτηρίζεται
από αρκετές καταπτώσεις, ενώ ο διάκοσμος είναι λιγοστός.
Στην είσοδό του το σπήλαιο διατηρεί επίχωση τουλάχιστον 20 εκ., χωρίς
ωστόσο να εντοπίζονται, από επιφανειακή έρευνα, αρχαιολογικά κατάλοιπα.
Προχωρώντας, όμως, προς το εσωτερικό του και κατά μήκος της διαδρομής
διαπιστώθηκε η ύπαρξη πλήθους κεραμικής και οστών, κυρίως μικρών
σαρκοβόρων ζώων και τρωκτικών, ενώ στο τέλος του διαδρόμου και
μετά από έλεγχο των επιχώσεων εντοπίστηκαν ίχνη καύσης (διάσπαρτα
καρβουνάκια). Η κεραμική είναι στο μεγαλύτερο μέρος της χειροποίητη και
ανάγεται στη Νεώτερη Νεολιθική περίοδο. Τα όστρακα ως προς το χρώμα
τους διακρίνονται σε ωχρά, καστανά και με κόκκινο επίχρισμα. Σχεδόν όλα
έχουν καλά στιλβωμένη επιφάνεια εσωτερική κι εξωτερική, με κάθετα ή
οριζόντια ίχνη στίλβωσης. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκε χείλος μικρής κωνικής
φιάλης καθώς και τμήμα χείλους κλειστού αγγείου με λαιμό. Η κεραμική
ύλη είναι χοντρή ή μεσαία. Επιπλέον, εντοπίστηκε όστρακο μεγάλου αγγείου,
με έντονο κόκκινο επίχρισμα, στίλβωση εσωτερικά και εξωτερικά και
γραπτή γραμμική διακόσμηση στην εξωτερική επιφάνεια. Πιθανόν πρόκειται
για διακόσμηση μαύρου σε ερυθρό. Εκτός από την κεραμική της νεολιθικής περιόδου, εντοπίστηκε και τμήμα χείλους από
σκυφίδιο ελληνιστικών χρόνων.
Στο όρος του Αγίου Μηνά, δυτικά της Τοπικής Κοινότητας Δραγασιάς,
Δ.Ε. Τσοτυλίου, σε υψόμετρο περίπου 1.100 μ., εντοπίζεται ομώνυμο σπήλαιο, το οποίο αποτελείται από δύο καρστικούς αγωγούς και αναπτύσσεται
σε δύο επίπεδα με υψομετρική διαφορά περίπου 8,5 μ. Η κύρια
είσοδος του σπηλαίου έχει οξυκόρυφη διαμόρφωση και κατεύθυνση ΒΒΑ.
Δεξιά της εισόδου υπάρχει μικρό εικονοστάσι του Αγίου Μηνά, με τη λατρεία
του οποίου συνδέεται το σπήλαιο. Το δάπεδο είναι σχεδόν οριζόντιο
με μικρό πάχος επιχώσεων. Σε μεγάλο μέρος του έχουν τοποθετηθεί διάσπαρτες
λίθινες πλάκες, πιθανόν για την ομαλότερη διάβαση προς το εσωτερικό
του σπηλαίου. Σε αυτό το τμήμα του διαπιστώθηκαν και ίχνη σύγχρονης
καύσης. Στο τέλος της πρώτης αίθουσας έχουν διαμορφωθεί σκαλοπάτια
σχεδόν κάθετα λαξευμένα στο βράχο που οδηγούν στο δεύτερο επίπεδο. Ο
χώρος αυτός επιβεβαιώνει τη σύγχρονη χρήση του σπηλαίου με την παρουσία
πολλών θρησκευτικών εικόνων, κεριών και άλλων τελετουργικών αντικειμένων.
Το δάπεδό του είναι, επίσης, διαμορφωμένο με πλίνθους, κεραμίδες
και αργιλικό επίχρισμα, ενώ παρατηρήθηκε η ύπαρξη μικρών λαθρανασκαφών.
Σε απόσταση 1-1,5 χλμ. περίπου από την Τοπική Κοινότητα Παλαιοκάστρου
(Δ.Ε. Σιάτιστας), βρίσκεται σπήλαιο γνωστό ως Τρύπα της Δέσπως. Χαρακτηριστικό του αποτελεί η οξυκόρυφη διαμόρφωση και το
μεγάλο μέγεθος της εισόδου, διαστάσεων 2,9Χ2,5 μ. Δυτικά της αναπτύσσεται
η κύρια αίθουσα του σπηλαίου. Το μεγαλύτερο μέρος του δαπέδου καταλαμβάνει
μία μεγάλη λαθρανασκαφική τομή. Κατά τη συγκεκριμένη επιφανειακή
έρευνα δεν προέκυψαν στοιχεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, τα
οποία πιθανόν να έχουν καταστραφεί και από την εκτεταμένη λαθρανασκαφική
δραστηριότητα στο εσωτερικό του, ωστόσο στην περιοχή του Παλαιοκάστρου
είχε κατά το παρελθόν εντοπιστεί και παραδοθεί στην αρχαιολογική
υπηρεσία λίθινος αμυγδαλόσχημος πέλεκυς,
ενώ έχει γίνει και περισυλλογή
διαβρωμένων οστράκων εξωτερικά της εισόδου του.
Συνοψίζοντας, η Περιφέρεια της Κοζάνης χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό
σπηλαιομορφών που αναπτύσσονται στους ορεινούς όγκους που την περιβάλλουν.
Από την προκαταρκτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε καταγράφηκε
ένας μικρός αριθμός αυτών, ενώ έγινε και προσπάθεια εντοπισμού
αρχαιολογικών καταλοίπων. Η συνέχιση της έρευνας αυτής τόσο στην περιοχή
της Περιφερειακής Ενότητας Κοζάνης όσο και γενικότερα στη Δυτική
Μακεδονία μπορεί να δώσει σημαντικά στοιχεία για τη χρήση των σπηλαίων
κατά την αρχαιότητα, που σε συνδυασμό με τους ήδη ανασκαμμένους σημαντικούς
οικισμούς της Δυτικής Μακεδονίας θα βοηθήσει στην εξαγωγή
σαφέστερων συμπερασμάτων και στη συμπλήρωση της εικόνας που μέχρι
στιγμής έχουμε για την περιοχή αυτή στο παρελθόν.
Από το βιβλίο “Αλιάκμονος Ρους”
της Εταιρείας Δυτικομακεδ0νικών Μελετών