Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου, 2024

Του ζ’μάρ’ – (Ου Μήκας, η μάνα τ’ και γυναίκα τ’). Γράφει ο Γιάνν’ς τ’ς Λέγκους απ΄τα Κατσάθ’κα

0 comment 4 minutes read

 

 

Ο Μήκας κάθεται στο τραπέζι. Η μάνα του έχει για πρωινό, ελιές και ψωμί και όρθια δίπλα του, του μιλάει συνέχεια για τη γυναίκα του.

–          Μάκα: Ακόμα να σ’κουθεί η άλλην. Ξιπατώθ’κα απ’ τ’ χαραή να φκιάνου δ’λειες. Αχ πιδί μ’! Καλά σ’ ήλιγα ιγώ να μην ν’ πάρ’ς. Είνι σουρτούκου αυτήν, είναι βιρανιά, είναι άχρηστ’. Μα  ισύ ζήλιψις τα νιάτα τ’ς κι τα τρανά τα β’ζιά τ’ς. Μήκα μου, Μήκα μου, Μήκα μου, όλου καμώματα σ’ έχ’. Καμιά άλλ’ δ’λεια δεν ξέρ’ να φκιάν΄η τσιόλτου. Μούγκι να τιριάζιτι κι να κινάει.

–          Μήκας: Ε μαρ’ μάνα μ’ έφαγις. Ακόμα δεν παντρέφκαμι, τα στρώσ’. Ιπρουχτές ίδις πως τηγάντσιν τ’ αβγά;

–          Μάκα: Ναι, ναι είδα. Γι’ αυτό μ’ έφκιασιν μπλιόντα του μαειριό απού λαδιές κι για τ’ αυτό τ’ν είχαμι όλ’ τ’ μέρα τιντουμέν’ στου μιντριρλίκ’ σα λιχώνα.

–          Μήκας: Ε μαρ’ μάνα πάρτην μι του μαλακό. Αφού ξέρ’ς, είνι άβγαλτου του κουρίτσ’ κι απού σπίτ’.

–          Μάκα: Γιατί μπρε, ιμείς απού τζιαντίρ’ είμασταν; Τι παραπάν’ έχ’ η μάνα τ’ς απ’ τ’ ιμένα;

–          Μήκας: Ε όσου νάνι… Ου μπαμπάς τ’ς ήταν τρανός αξιουματικός.

–          Μάκα: Γιατί μπρε… ου θ’κός κατώτιρους ήταν; Άμα δεν ήταν ου μπαμπάκας στου δημαρχείου, ποιος μπρέ τα μάζουνιν τα σκουπίδια απ’ τ’ς μαχαλάδις; Αλλά έτσ’ είναι. Του ξένου του ζ’λέβουμι. Ακ’σι να σι πω. Δεν αντέχου άλλο, δεν μπορώ, μπιζέρ’σα να φκιάνου δ’λειές. Μι σφάζ’ν τα χέρια κι τα πουδάρια. Σήμιρα τα ζ΄μώσου. Πε την να ’ρθει να τ’ δείξου, πώς να ζ’μών, πώς να φκιάν’ πίτα.

–          Μήκας: Ιντάξ μάρ’. Πάρ’ την ψίχα μι του μαλακό κι συ παλι. Μην τ’ν αγρέβ’ς. Ιά τώρα π’ τα ξυπνήσ’ τα ν πω.

–          Μάκα: Αυτήν τα ξυπνήσ’ τ’ς έντικα μπρε. Τα να ’νι έτοιμου του ψουμί κι ψημένου.

–          Μήκας: Ε ιτότις να τ’ν ξυπνήσουμε λίγου μαλακότιρα.

–          Μάκα: (πολύ φωναχτά) Ζηνουβία, Ζηνουβία, έλα ψίχα, σε χαλέβ’ ου Μήκας.

Η Ζηνοβία μπαίνει μέσα ταραγμένη κι αναμαλλιασμένη μ’ ένα μπέιμπι-ντολ αγουροξυπνημένη.

–          Ζηνοβία: Τι συμβαίνει καλέ; Τι φωνάζετε έτσι; Φωτιά πήραμε;

–          Μάκα: Φουτιά στα μπατζιάκια μας. Να σ’κώνισι νουρίς, να κινούμι τ’ς δ’λειές μι τ’ν ώρα μας. Μ’ έχασιν ου μαχαλάς απ’ τ’ ιτότις π’ παντρέφτκατι. Δεν μπουρώ να πααίνου ούτε για έναν καφέ.

–          Ζηνοβία: (με σκέρτσο) Μήκα μου η μαμά σου με μαλώνει, δεν την μπορώ, αχ θα λιποθυμήσω, χάνομαι (και κάνει πως πέφτει).

–          Μάκα: Άστα αυτά τα καμώματα παλιουσουρτούκου. Τα ’φκιάνα ιγώ χρόνια αυτάια. Ιμένα τα μι πεις; Αγλήγουρα τράβα ντύσ’ κι έλα μι τ’ μισάλα.

–          Μήκας: Άιντι μαρ’ μάκα. Φεύγα τώρα ισύ απ’ τ’ ιδώ. Τα ν’ πω ιγώ μι τρόπουν.

(Η μάνα φεύγει. Η Ζηνοβία συνέρχεται).

–          Ζηνοβία: Αχ, έφυγε Μήκα μου η μαμά σου; Πολύ με φοβίζει.  Και να της πεις σε παρακαλω ότι με λένε Ζιζή κι όχι Ζηνοβία. Έτσι με φωνάζανε από μικρή, Ζιζή.

–          Μήκας: Ακ’σι τώρα να σι πω. Σι παντρέφκα να φκιάσουμε σπίτ’, να φκιάσουμι  φαμπλιά. Μα ισύ δε φκιάν’ς καντίπουτα. Τσακώνισι όλ’ τ’ μέρα μι τ’ μάνα μ’ κι τ’ απόγιμα τσακών’ς τουν καναπέ κι γλέπ’ς όλα τα σίριαλ.

–          Ζηνοβία: Γιατί Μήκα μου; Άσχημα περάσαμε χθες το βράδυ; Εσύ δεν μου ’λεγες ότι θα ζούμε σαν δυο περιστεράκια; Τζουτζούκο μου εσύ!! Αχ τί μου ’κανες πάλι χθες.

–          Μήκας: Άστα μαρ’ τώρα αυτάια. Πρέπ’ να μάθ’ς να χουσμιτέβ’ς του σπίτ’. Ιμένα ξέρ’ς μ’ αρέζ’ η πίτα. Σήμιρα η μάνα μ’ τα ζ’μώσ’. Κάτσι ψίχα κι συ ικεί σ’μα να σι δείξ’. Πάρ’ την τ’ μάνα μ’ μι του μαλακό. Είνι καλή αυτήν.

–          Ζηνοβία: Μα γιατί Μήκα μου να μάθω να ζυμώνω; Δίπλα είναι ο φούρνος.

–          Μήκας: Άκ’σις τι σ’ είπα; Τα κάτσ’ς να σι δείξ’ η μάνα μ’. Ιγώ χαλέβου ζυμουτό. Κι τήρα, όταν τα ρθω του μισμέρ’ χαλέβου η μάνα μ’ να μι πει «μπράβου τ’ Ζηνουβία». Άκ’σις; Αλλιώς τα χιρίσου τ’ς παταρές.

–          Ζηνοβία: Ότι πεις Μήκα μου, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ πολύ.

–          Μήκας: (σηκώνεται και φωνάζει τη μάνα του). Πού ’σι μάκα; Έλα, τ’ν είπα, ιντάξ’ τα τ’ δειξ’ς. Άντι φεύγου τώρα. Χαλέβτι τίπουτα απ’ σιαπάν;

–          Μάνα: Ναι, να πααίν’ς στου μπακάλκου τ’ Μόσχ’ κι να πάρ’ς ψίχα μπακαλιάρουν αραθίμ’σα, να φκιάσουμι αύριου.

–          Μήκας: Ιντάξ’ φεύγου

–          Μάνα: (στη Ζηνοβία). Άϊντι βάλι κάτ’ ουπανουθό σ’ κι έλα να σι δείξου. Μας τσάκουσαν τα μισ’μέρια. Έχουμι να φκιάσουμι κι πίτα. Κι σμάζουξι κι τα κουλιά σ’, π’ τα ’χ’ς όξου σαν π’τάνα.

Τέλος Α μέρους (συνεχίζεται)

 

Ου Γιάνν’ς τ’ς Λέγκους απ’ τα Κατσκάθκα

Leave a Comment

Ταυτότητα Ιστοσελίδας:
Σαλακίδης Ιωάννης – Ατομική Επιχείρηση

ΑΦΜ: 046450157, ΔΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

Δ/νση Έδρας: Ζαφειράκη 3, ΤΚ 0100 Κοζάνη

Email: info@efkozani.gr

Τηλ. 24610-25112

Ιδιοκτήτης, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθυντής: Σαλακίδης Ιωάννης

Διευθύντρια Σύνταξης: Μαρία Τσακνάκη

Διαχειριστής: Σαλακίδης: Ιωάννης

Δικαιούχος του ονόματος τομέα (domain name): Σαλακίδης Ιωάννης

Efkozani logo

@2024 – All Right Reserved. Hosted and Supported by Webtouch.gr

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00