Σε εποχές που οι κοινωνίες διέρχονται βαθιά κρίση αξιών, και ο άνθρωπος, συναισθηματικά ακρωτηριασμένος, νιώθει ότι αποτελεί μια απρόσωπη μονάδα ενός δαιδαλώδους διεφθαρμένου συστήματος, η τέχνη της υποκριτικής, όντας «πολύ πιο πραγματική από τη ζωή», αναδεικνύει εντονότερα τις υπαρξιακές ανησυχίες…
«Το παγκάκι» του Ρώσου θεατρικού συγγραφέα Αλεξάντερ Γκέλμαν, που γράφτηκε στο ψυχροπολεμικό κλίμα της υπό κατάρρευση Σοβιετικής Ένωσης το 1983, όπου οργίαζε η κρατική διαφθορά του κομμουνιστικού καθεστώτος, αποτελεί ίσως την επιτομή των διαχρονικών ερωτημάτων που ταλανίζουν την ανθρώπινη σκέψη. Ο φόβος της μοναξιάς, η αγάπη, η αέναη διαμάχη των δυο φύλων, είναι τα βασικά θέματα που πραγματεύεται.
Το παραπάνω έργο, πιο επίκαιρο από ποτέ, παρουσιάστηκε στην Κοζάνη την Τρίτη 5 Νοεμβρίου στην αίθουσα τέχνης υπό τη σκηνοθετική ματιά του Γιώργου Κιμούλη και σε ερμηνεία του ίδιου και της Φωτεινής Μπαξεβάνη. Ο πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης της παράστασης, προσαρμόζοντας πολύ επιτυχώς το πρωτότυπο έργο στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, μέσω της χρήσης συγκεκριμένης φρασεολογίας και συμπεριφοράς, κατάφερε να εγείρει στο θεατή ερωτήματα, όπως πόσο αληθινές και ανιδιοτελείς είναι σήμερα οι σχέσεις μεταξύ δυο ανθρώπων του αντιθέτου φύλου; Το ψέμα λειτουργεί τελικά ως μια επιτακτική ανάγκη ώστε να καταφέρει ο άνθρωπος να κερδίσει κάποια συντροφιά και να ξεφύγει από τη μοναξιά του ή είναι καταδικαστέο, εφόσον αν διαπιστωθεί μεγαλώνει ακόμα περισσότερο την απόσταση μεταξύ τους και μοιραία τους καθιστά ακόμα πιο μόνους; Μπορούν σήμερα δυο άνθρωποι να αγαπηθούν πραγματικά;
Ο Γιώργος Κιμούλης, υποδυόμενος κάποιον μοναχικό άνδρα που συχνάζει σε ένα πάρκο, αναζητώντας εφήμερες ερωτικές συντρόφους, συναντά τη Φωτεινή Μπαξεβανη, μια φαινομενικά άγνωστη σε αυτόν γυναίκα αρχικά, που τελικά αποδεικνύεται πως κάποια στιγμή την είχε γνωρίσει, περνώντας ένα βράδυ μαζί της. Και οι δυο είναι μοναχικοί άνθρωποι που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μοναξιά τους, ο καθένας όμως μετερχόμενος διαφορετικά μέσα. Αυτός, η κλασική φιγούρα ενός άνδρα που αρέσκεται στις εφήμερες σχέσεις και αυτή μια φαινομενικά αυστηρή γυναίκα άμεμπτου ηθικής που προσεγγίζει ρομαντικά τον έρωτα και την αγάπη. Ο πρωταγωνιστής προκειμένου να πλησιάσει την επίδοξη ερωτική του σύντροφο, επιστρατεύει κάποια ψέματα για να κερδίσει τη συντροφιά της και να την πείσει να περάσουν τη νύχτα στο σπίτι της, ενώ η ίδια όταν διαπιστώνει τα ψέματά του, οργίζεται, κάνοντας ωστόσο ταυτόχρονα το ίδιο. Ψεύδεται προκειμένου να ωραιοποιήσει τη ζοφερή της πραγματικότητα και να καταφέρει να πλησιάσει ερωτικά τον άνδρα του πάρκου. Ο μεν χρησιμοποιεί το ψέμα ως μια μπλόφα για να κερδίσει κάτι εφήμερο και προσωρινό, η δε όμως ψεύδεται προσδοκώντας μια σχέση μαζί του με μονιμότερη προοπτική. Εδώ έγκειται η διάκριση και διαμάχη μεταξύ των δυο φύλων μέσω της προσέγγισης του έρωτα αφενός από τον άνδρα ως μια σαρκική επιθυμία, αφετέρου από τη γυναίκα ως κάτι πιο ρομαντικό. Καταδεικνύεται κατ´ αυτόν τον τρόπο, συνεπώς, η πολυγαμικότητα του άνδρα έναντι της μονογαμικότητας της γυναίκας.
Ο κωμικοτραγικός διάλογος μεταξύ των δυο πρωταγωνιστών κινείται στα πλαίσια ενός γλυκόπικρου χιούμορ, ενίοτε από πλευράς του Γιώργου Κιμούλη στα όρια του επιτηδευμένου γκροτέσκου ώστε να καταφέρει να αποδώσει αυτή την κωμικοτραγική διάθεση δυο μοναχικών ανθρώπων που αναζητούν αγωνιωδώς τη συντροφικότητα, ενώ η πλοκή του έργου εκτυλίσσεται σε ένα σκηνικό χαρακτηριστικά λιτό. Ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της παράστασης Γιώργος Κιμούλης αποδείχθηκε άριστος γνώστης της ψυχολογίας του θεατή, καταφέρνοντας από τα πρώτα λεπτά ακόμα της παράστασης να ταυτιστεί μαζί του, μέσω της ιδιαίτερα εύστοχης προσαρμογής του έργου στο πνεύμα της σημερινής πραγματικότητας. Το ευφυές χιούμορ, η κινησιολογία και το ηχόχρωμα της φωνής, άψογα εναρμονισμένα στις ψυχολογικές κλιμακώσεις των ηρώων, απέδωσαν τέλεια την θλιβερή αλήθεια της σύγχρονης εποχής: ότι οι άνθρωποι ποτέ δεν ένιωσαν πιο μόνοι και απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλο. Το έργο κλείνει με μια αμυδρώς αποπνέουσα νατουραλιστική ίσως διάθεση, εφόσον οι δυο ήρωές του δεν κατάφεραν να βρεθούν ερωτικά, και έτσι να νικήσουν την μοναξιά τους, μένοντας έρμαια της μοίρας τους, ψυχικά και συναισθηματικά ερημωμένοι.
Θερμά συγχαρητήρια και στη Φωτεινή Μπαξεβανη, η οποία στάθηκε αντάξια στο πλευρό του Γιώργου Κιμούλη, όπως και σε όλους τους συντελεστές της παράστασης, οι οποίοι έδωσαν ένα άρτιο και πολύ αξιόλογο αποτέλεσμα, επιβεβαιώνοντας την πεποίθηση πως το θέατρο ανέκαθεν αποτελούσε μια έξοδο διαφυγής από μια ρηχή και σκληρή καθημερινότητα, περιχαρακωμένη με τα στενά καλούπια του «δήθεν καθωσπρεπισμού»…