Γειά σας πιδιά μ΄καλά! Τι γενησέστι;
Ιγώ πήγα υπροχτές στο παναΰρ, στ΄ν αη Μαρίνα, στο Τσουτύλ. Κλώσκα, ανέφκα κατά σιαπάν, κατέφκα κατά σιακάτ΄ κι είηδα όλο το παναΰρ΄ κι θιαμάχκα. Βόιδια, γελάδες, δαμάλια, μσκάρια, λοϊούν τ΄ λοϊούν. Γίδια, πρόβατα κι νταμαρλίσια κριάρια κι τραϊά, μπλάρια, γουμάρια, άλογα, κι πουλλά πλάρια, γκουτζιούνια μαύρα κι άσπρα κι από γεννήματα, ότ΄ βγάν΄ ου καθ΄ ένας, τα φέρν στο παζάρ΄ κι τα πλάει.
Άλλ είχαν φακές από τ΄ Βρόντριζα κι από τ΄ Σιρότσιαν, μπατζιάδια κι τυριά από το Κουστάντσκο κι από τ΄ Μπόρσιαν, μέλια από το Σουρντάν΄, ρακή από τ΄ Λατόρστα κι από μπαξεβανλίκια, έχουν οι Σελτσιώτες ότ΄ θέλτς. Μόνι ο Γιάντς ο Γκλαβίνας κι Πίττας, μι τ΄αυτά που κουβαλούν, φτάνουν να ταΐσουν μια επαρχία. Είχι κι ο Αντρέας από τ΄ Μερασάν΄ πεπόνια κι ο Τζιουβάρας από το Ρέζν΄ καρπούζια. Είχι ρθει κι ικείνους ου μπάρμπας από τ΄ν κουζιάν΄ κι πλούσι τα μαλακούτσκα τα σαντουΐτσια. Κάθε χρόνο έρητι στ΄ν Αη Μαρίνα. Ήταν κι ο Ιταλός που μαζών τα μαντάρια. Τον πήγα δυό τρουβάδες κι μι τς παράδες απού μ΄ έδωκι, ψούντσα το λάδ΄ τς χρονιάς. Είχα κι τέσσερα τομάρια κι τα ΄δωκα το Λάμπρο τον Πλατέντα κι μι τς παράδες έκαμα το ζιαφέτ΄στο Ζήσ΄ τον Πράππα. Ότ΄ βγάν΄ ου κάθι ένας, το βγάν΄ στο παζάρ΄ κι το πλάει κι μι τς παράδες ψνήζ΄ ότ΄ τον χρειάζ΄.
Το Χ΄νώπορο θα να νι πλειότερα τα γεννήματα. Άλλ΄ θα να χουν κάχτες, άλλ΄ μύγδαλα, άλλ΄ φακές, άλλ΄ φασούλια, άλλ΄ ρουβήθια, άλλ΄ στεγνά δαμάσκνα, άλλ΄ κρασί.
Τα θμούμαν όλα αυτά το βράδ΄ απού γύρσα κι όλο ικεί γυρνούσι ο νους μ΄. Ικεί σκέφκα ότι η Αη Μαρίνα είνι τρανό οικονομικό γεγονός. Ο κάθε ένας πλάει ότ΄ τον περισσεύ΄ κι μι τς παράδες απού παίρν΄, ψνήζ΄ ότ΄ τον λείπ΄.
Ικεί που τα σκέφτομαν, τζίβωσα τα μάτια κι αποκοιμήθκα. Είηδα κι όνειρο, αλλά δεν ΄ταν καλό όνειρο. Είηδα ότι τάχα ήμαν στ΄ν Αη Μαρίνα, ύστιρα από 50 χρόνια κι δεν ΄ταν σαν το παζάρ΄ απού ξέρουμι. Τίποτα από τα θκά μας δεν πλούσι καένας κι οι κόσμ΄ πάηναν μόνι να αγοράσουν άχρηστα πράματα εισαγόμενα. Άλλ΄ πλούσαν ωρολόια που έκαμναν σαν πετναρέοι, άλλ΄πλούσαν μπιλιτζίκια, άλλ΄ πλούσαν ράδια κι άλλ΄ γυαλιά από τ΄ αυτά που τα βάντς στα μάτια για να μη σι γλέπουν οι άλλ΄ κατά που τηράς. Κόμα κι σκουλαρίκια για άντρ΄ είχαν κι τα πλειότερα ήταν πλαστικά κι ψεύτκα (κλεψίτυπα, όπους λέει ου Μπαμπινιώτς τς μαϊμούδις). Αυτοί απού πλούσαν ήταν οι πλειότερ΄ από τ΄ν Αφρική κι από τ΄ν Κίνα. Καένας από όσνους πήγαν στ΄ν Αη Μαρίνα δεν πάηνι να πλήσ΄, γιατί τάχα οι ανθρώπ΄ είχαν απαρατήσ΄ τα κηπώματα, τα χωράφια κι τα γίδια. Τάχαμ΄ τα πλειότερα τα χουράφια ήταν χέρσα κι κόμα κι στα κηπώματα, αμπροστα από τς αυλές, δεν είχαν μπαχτσεβανλίκια, αλλά γκαζόνια. Σι χουριά ολόκληρα δεν είχαν ούτι ένα γκουτζιούν, ούτι ένα γιδ΄ κι ούτι μια κότα κι τάχα στα χουριά είχαν απομείν΄ μόνι πεντέξ΄παππούδις.
Σκιάχκα κι ξύπνησα! Χάρ΄κα απού ήταν όνειρο, μόνι παρακαλώ τέτοια χρόνια να μη ρθουν καν΄ καμμιά φορά, γιατί αυτό το πράμα, δε θέλου να του ζήσου!
Κωνσταντίνος Τσιαμίτης