Για τη γενέτειρά μας η 11η Οκτωβρίου 1912 είναι ο σημαντικότερος σταθμός της νεότερης ιστορίας της, γιατί είναι η μέρα που απελευθερώθηκε από τους Τούρκους, μετά από περίπου 520 χρόνια σκλαβιάς.
Εκείνο το απόγευμα της Πέμπτης, 11 Οκτωβρίου, ήταν τελείως ξεχωριστό κι αλλιώτικο για την Κοζάνη. Από μέρες οι κάτοικοι είχαν ένα θαυμάσιο προαίσθημα για κάτι ευχάριστο και μοναδικό, κάτι που το περίμεναν γενιές και γενιές για χρόνια. Οι κανονιοβολισμοί από το Σαραντάπορο, που έφταναν στα αφτιά τους σαν χαρούμενη μουσική, είχαν πριν λίγο καταλαγιάσει, σημάδι πως κάτι καλό θα ακολουθούσε. Μια αναστάτωση και μια προσμονή επικρατούσε παντού. Και πράγματι, σε λίγο, στις τέσσερις το απόγευμα, η χαρμόσυνη είδηση έφτασε και γέμισε χαρά τους Κοζανίτες, που ξεχύθηκαν στους δρόμους πανηγυρίζοντας. Το όνειρο εκατοντάδων χρόνων έγινε επιτέλους πραγματικότητα. Απελευθέρωση! Ο ελληνικός στρατός έμπαινε στην πόλη θριαμβευτής.
Πού βρέθηκαν ξαφνικά τόσες σημαίες στα παράθυρα και στα μπαλκόνια, που κρυμμένες περίμεναν την ώρα που θα κυμάτιζαν ελεύθερες στην υπερήφανη και αδούλωτη Κοζάνη, στην πόλη που “δεν στήθηκε μιναρές”;
Πού ήταν κρυμμένη όλη αυτή η χαρά που σαν ορμητικός χείμαρρος ξεχύθηκε από τα στήθη των καταπιεσμένων συμπατριωτών μας; “Δυσπερίγραπτοι αποβαίνουν αι στιγμαί της χαράς και του ενθουσιασμού του πλήθους, αλλά και των στρατιωτών δακρυόντων εκ συγκινήσεως επί τη θέα των δακρυόντων εκ συγκινήσεως τέως υποδούλων…” περιγράφει ο Π. Λιούφης στην “Ιστορία της Κοζάνης”.
Σύσσωμοι οι κάτοικοι, γέροι, νέοι και παιδιά, με επικεφαλής τον μητροπολίτη Φώτιο Μανιάτη και τον δήμαρχο Νικόλαο Αρμενούλη, υποδέχτηκαν εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα τον στρατό μας μέσα σε ενθουσιώδη και γεμάτη πατριωτισμό ατμόσφαιρα και τον οδήγησαν στον Άγιο Νικόλαο, όπου εψάλει ευχαριστήρια κατανυκτική δοξολογία. Την επομένη το απόγευμα, το ίδιο ενθουσιώδες πλήθος υποδέχτηκε τον αρχιστράτηγο διάδοχο Κωνσταντίνο, στον οποίο η ενδεκάχρονη κόρη του δημάρχου Μαρίκα Αρμενούλη πρόσφερε ανθοδέσμη.Την Κυριακή το απόγευμα, 14 Οκτωβρίου, έφτασε στην πόλη με συνοδεία επισήμων και ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ που παρέστη σε δοξολογία και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Κων. Δρίζη.
Όμως, η πολυπόθητη ελευθερία δεν ήρθε σαν χάρισμα, αλλά μέσα από ατέλειωτες θυσίες και δοκιμασίες των κατοίκων,μαζικές λεηλασίες, φόνους διωγμούς και αρπαγές.
Η Κοζάνη σώθηκε επανειλημμένα χάρη στη γενναιοψυχία και στην υπομονή των κατοίκων της, αλλά και στη διπλωματικότητα που έδειξαν άξιοι προύχοντές της, όπως οι Χαρίσιος Τράντας, Νικόλαος Χαλκιάς, Νικόλαος Αρμενούλης, Νικόλαος Παύλου κ.ά., καθώς και οι επίσκοποι Βενιαμίν, Ευγένιος, Κωνστάντιος. Ακόμη, στις παραμονές της απελευθέρωσης, η πρόνοια των προκρίτων και η αυτοθυσία του δημάρχου της Νικολάου Γ. Αρμενούλη, ήταν αυτά που απέτρεψαν και απέπεμψαν τα κανόνια του Ομέρ μπέη και του Ταχσίν πασά από το να καταστρέψουν την πόλη.
Έτσι λοιπόν, όπως λιτά και μεστά αναφέρει ο Λιούφης “Επί μητροπολίτου Φωτίου Μανιάτη, δημάρχου Νικολάου Αρμενούλη και γυμνασιάρχου Παναγιώτη Λιούφη, η πόλις μετά δουλείαν 520 περίπου ετών είδε το φως της ελευθερίας και έλαχε της ποθητής ενώσεως με τη μητέρα Ελλάδα, διατηρήσασα καθ’ όλας τας προηγουμένας γενεάς άσβεστον τον πόθον της γλυκείας αυτής ψυχώσεως και ελπίδος, ην ηυδόκησε να ίδη τέλος πραγματοποιηθήσαν”.
Η απελευθέρωση της Κοζάνης από την τουρκική κυριαρχία το 1912, μας συγκινεί και μας εμπνέει αποτελώντας παράλληλα ισχυρή πρόκληση για την αυτογνωσία και τη μελλοντική της πορεία. Για μένα και την οικογένειά μου, η τόσο σπουδαία αυτή επέτειος έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό, γιατί ο δήμαρχος Αρμενούλης ήταν ο παππούς μου, πατέρας της μητέρας μου. Υπήρξε ο τελευταίος δήμαρχος της υπόδουλης και ο πρώτος δήμαρχος της ελεύθερης Κοζάνης.
Δεν ξέρουν ίσως πολλοί τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο δήμαρχος εκείνες τις μέρες για να μην υποστεί η Κοζάνη τις οδυνηρές συνέπειες από την υποχώρηση του τουρκικού στρατού, κατά τη νικηφόρο προέλαση του στρατού μας, γιατί οι Τούρκοι, μετά την ήττα τους στο Σαραντάπορο είχαν υποχωρήσει άτακτα προς το Τζιτζιλέρ (Πετρανά) και Κιτσιλέρ (Βαθύλακκο), μια ανάσα απ’ την Κοζάνη, με τα κανόνια τους στραμμένα προς αυτήν, έτοιμοι να την καταστρέψουν.
Για ένα μεγάλο διάστημα, στις παραμονές της απελευθέρωσης, ο δήμαρχος της πόλης ήταν άρρωστος σοβαρά, παρέμενε κλινήρης στο σπίτι του, γιατί η ζωή του διέτρεχε άμεσο κίνδυνο. Μετά από σύσκεψη των προυχόντων και επίσκεψή τους στο σπίτι του, αποφασίστηκε ότι ως άρχοντας του τόπου και ο κυρίως υπεύθυνος για την τύχη της πόλης, έπρεπε να επισκεφθεί τους επικεφαλής του τουρκικού στρατού και να τους πείσει να μην καταστρέψουν την πόλη στην υποχώρησή τους. Οι δραματικές εξελίξεις που είχαν προηγηθεί στα Σέρβια και οι σφαγές των 117 προκρίτων και κατοίκων της κωμόπολης από τους Τούρκους που υποχωρούσαν, προμήνυαν κάτι αντίστοιχο και για την Κοζάνη.
Έτσι, λοιπόν, όπως διηγούνταν με καμάρι η μητέρα μου και οι θείες μας, το βράδυ της 10ης προς 11η Οκτωβρίου, πιστός στο καθήκον και στα πιστεύω του, ο πατέρας τους έπραξε στο ακέραιο το χρέος του προς την πατρίδα. Εις βάρος της υγείας του και χωρίς να λογαριάσει τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή του, πήγε μέσα στη νύχτα να συναντήσει τον επικεφαλής Τούρκο στρατηγό με τον οποίο συζήτησε για ώρα πολλή και του ζήτησε να αποτρέψει πιθανή λεηλασία και καταστροφή της Κοζάνης, πράγμα που έγινε. Όταν την επομένη το πρωί, 11 Οκτωβρίου, συνεδρίασε το τουρκικό επιτελείο και ο Ομέρ μπέης με δύο άλλους αξιωματούχους πρότειναν να βομβαρδιστεί η Κοζάνη και να καταστραφεί η πόλη για να συναντήσει δυσκολίες ο ελληνικός στρατός στην προέλασή του, ο συνετός αρχιστράτηγος Ταχσίν πασάς και ο αλβανικής καταγωγής Μουνίρ μπέης διεφώνησαν. Τα λόγια του δημάρχου, που ως νομικός γνώριζε να προβάλλει τα επιχειρήματά του, είχαν πιάσει τόπο και έτσι σώθηκε η Κοζάνη. Ο τουρκικός στρατός έφυγε χωρίς να κάνει κακό στην πόλη. Τις αμέσως επόμενες μέρες ο δήμαρχος φρόντισε να εξασφαλίσει με τον καλύτερο τρόπο τη διαμονή των Ελλήνων στρατιωτών, που κατά χιλιάδες είχαν καταλύσει στην πόλη (πάνω από 30.000), ενώ παράλληλα φρόντισε για τη δημιουργία του “Λόχου Κοζανιτών εθελοντών” για ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων. Όμως η μεγάλη ταλαιπωρία που υπέστη είχε σαν αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η υγεία του και σε λίγο καιρό να φύγει από τη ζωή σε ηλικία μόλις 38 χρονών, “καταλιπών χήραν σύζυγον, γραίαν μητέραν και τέσσερα ανήλικα θήλεα ορφανά”, όπως καταγράφει με λεπτομέρειες στο πιστοποιητικό που εξέδωσε ο μητροπολίτης Φώτιος και παρέδωσε στη χήρα Κατίνα Νικ. Αρμενούλη.
Γιορτάζοντας και φέτος αυτή την ιστορική για την πατρίδα μας επέτειο δεν μπορώ παρά να θυμηθώ για μια ακόμη φορά αυτή τη γενναία μορφή, τον παππού μου, που ο αδελφός μου κι εγώ γνωρίσαμε μόνον από φωτογραφίες, αλλά μάθαμε να τον αγαπούμε και να τον θαυμάζουμε για όλα όσα πρόσφερε στην πατρίδα μας, αγνοώντας τις επιπτώσεις και τις συνέπειες που θα είχαν στον ίδιο και στην οικογένειά του οι αποφάσεις του αυτές. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες τον βλέπω μπροστά μου ήρεμο και αποφασιστικό, ξαναμμένο όχι από τον πυρετό που τον έλειωνε, αλλά από την εσωτερική φλόγα που του κατέκαιε το στήθος, να προχωρεί μέσα στην κρύα φθινοπωρινή νύχτα με βήματα αργά αλλά σταθερά για να συναντήσει τη μοίρα του.
Το κείμενο είναι μέρος της εργασίας μου “Οφειλόμενη τιμή”, που δημοσιεύτηκε στα Ελιμειακά, τ. 68-69, 2012, στα πλαίσια του εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Κοζάνης.
Δήμητρα Παπαναστασίου