2
1943. ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ

Ο μπάρμπα Γούλας, παρά τα εκατό του χρόνια, στάθηκε όρθιος για να με αποχαιρετήσει. Το χέρι του έσφιξε το δικό μου. Με κοίταξε βαθιά, με βλέμμα που είχε δει πολέμους, φωτιες, χαλάσματα και αναστάσεις.
«Να ξέρεις», μου είπε σιγανά, σαν να μου εμπιστευόταν μυστικό.
«όλα εκείνα τα παιδιά της Αντίστασης στο Καταφύγι ήταν τα καλύτερα του χωριού μας. Η πιο καλή γενιά».
«Το ξέρω», ψιθύρισα. Μα η φωνή μου έτρεμε , όχι μόνο από συγκίνηση, αλλά κι από μια παράξενη συστολή για όσους ήρθαν μετά… για ολους εμάς τους σημερινούς.
Είχα πάει να τον δω δυο μήνες νωρίτερα, στο σπίτι του, να μου μιλήσει για πρόσωπα και γεγονότα του προπολεμικού Καταφυγίου. Για ανθρώπους ξεχασμένους, για στιγμές θαμμένες κάτω από τη σκόνη της λήθης.
Κι όπως έφευγα , μια απόφαση είχε ήδη χαραχτεί μέσα μου σαν υπόσχεση:
«Θα γράψω γι’ αυτήν την αγνοημένη ,την περιφρονημένη και συκοφαντημενη, μα περήφανη και αξια γενιά των Καταφυγιωτών αγωνιστών της Αντιστασης. Για τη μεγάλη μάχη και τη λαμπρή νίκη των ανταρτών. Για την πυρπόληση και την καταστροφή του χωριού. Θα γράψω την Αλήθεια».
Και έγραψα.
Σαράντα εννέα νύχτες, με το φως του λαμπτήρα να παλεύει με τα σκοτάδια, έγραφα χωρίς ανάσα.
Και γράφοντας, μάθαινα.
Και μαθαίνοντας, ένιωθα πως τα λόγια του μπάρμπα Γούλα Μαραζη έπαιρναν μορφή, σάρκα και αίμα.
Η γενιά εκείνη είχε υφάνει σελίδες τιμής και δόξας με τον ιδρώτα, τη θυσία και το αίμα της.
Ύψωσε το τρόπαιο της Νίκης στο αλωνάκι του νεκροταφείου του Αγίου Δημητρίου, εκείνον τον παγωμένο Δεκέμβρη του ’43, όταν οι ανάσες έκαιγαν την παγωνιά και τα βουνά αντηχούσαν από τη δαιμονισμένη βουή της μάχης.
Και μέσα από τις γραμμές μου αποκαλύφθηκε κάτι που παλιότερα ούτε καν είχα φανταστεί:
ότι η γενιά της Καταφυγιώτικης Αντίστασης δεν ήταν απλώς η καλύτερη από τις προηγούμενες — ήταν η κορυφαία σε ολόκληρα τα Πιέρια.
Το Καταφύγι, αυτό το περήφανο βουνοχώρι των Πιερίων, πριν πλημμυρίσει από τη φωτιά και το μίσος του εχθρού, πρόλαβε να δώσει στους φασίστες ένα από τα πιο λαμπρά μαθήματα ανδρείας και ηρωισμού.
Εκεί, στα ιερά του χώματα, τα παιδιά του Λαϊκού Στρατού νίκησαν τις ορδές του Χίτλερ, κι ας ήξεραν πως η νίκη τους θα πλήρωνε βαρύ τίμημα.
Και με τη θυσία των είκοσι δύο πατριωτών, το χωριό κέρδισε μια θέση στο αθάνατο βιβλίο της Ιστορίας — εκείνο που δεν σηκώνει παραποιήσεις, ούτε λησμονιά.
Κι έτσι, κάθε φορά που σκέφτομαι τα σαράντα εννέα ξενύχτια, νιώθω μια μικρή, κρυφή περηφάνεια.
Ίσως, λέω μέσα μου, ίσως να βοήθησαν κι αυτά, έστω λίγο, να φωτιστεί επιτέλους η Αλήθεια.
Το βιβλίο μου με τίτλο
” Το Καταφύγι στις φλόγες της Αντίστασης.
(1943.Η μάχη,η φωτια και η μνήμη”)
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Μάτι”.
Μέσα στις αμέσως προσεχείς ημέρες θα διατίθεται σε όλα τα βιβλιοπωλεία.









