6. Μαρτίου 2022 σήμερα. Ημέρα μνήμης για τα Σέρβια. Μνήμης οδυνηρής, μνήμης τραγικής, μνήμης που θα ευχόμασταν όλοι να μην υπήρχε και που θα θέλαμε ίσως να τη σβήσουμε από το μυαλό μας.
Όμως που δε θα πρέπει να τη λησμονήσουμε ποτέ… Η επέτειος της 6ης Μαρτίου του 1943, η πιο οδυνηρή και πιο άσχημη επέτειος της πόλης μας, δε θα πρέπει να λησμονηθεί ποτέ και ποτέ δε θα πρέπει να παύσει να στέλνει τα αληθινά μηνύματά της.
6 Μαρτίου 1943. H ημέρα που άρχισε το ολέθριο ολοκαύτωμα των Σερβίων, το οποίο μέσα σε μια εβδομάδα μετέτρεψε μία ακμάζουσα και σφύζουσα από ζωή και δραστηριότητα πόλη, το κόσμημα της περιοχής, όπως χαρακτηρίστηκε, μία πόλη που πλήρωσε πολλές φορές τη στρατηγικότητα της θέσης της και τον ηρωϊσμό των κατοίκων της, σε σωρό ερειπίων, και σε ένα σύνολο απογοητευμένων και απελπισμένων ανθρώπων. Η καταστροφή της, ολοκληρωτική, καθόρισε ή καλύτερα κατέστρεψε το μέλλον της. 79 χρόνια πέρασαν από το ολοκαύτωμα των Σερβίων. Η πόλη μας, η βυζαντινή πόλη των Σερβίων, έγινε από τις πλέον μαρτυρικές πόλεις της Ελλάδος.
Τα Σέρβια ήταν μια όμορφη κωμόπολη με 4 χιλιάδες κατοίκους. Ήταν μια πόλη που είχε άφθονο εκλεκτό πνευματικό υλικό, το οποίο ανέβασε σε υψηλή στάθμη το πολιτιστικό της επίπεδο. «…τα Σέρβια είχαν πολύ καλή φήμη και προχωρούσαν στην κατάκτηση του πολιτισμού.»
«…Tο επίπεδον ζωής ήτο υψηλότερον εις την περιοχήν εκείνην…», γράφει επιτελάρχης του στρατηγού Μοντγκόμερυ που επισκέφθηκε την περιοχή το 1940-41
Ξένοι άνθρωποι μας τη χαρακτήρισαν «πόλη με αρχοντιά» που δεν είχε καμία άλλη πόλη στην περιοχή, πόλη με ακτινοβολία, «θαυμασίων απίστων» πόλη, σημαντικό κάστρο στη Βυζαντινή εποχή, κέντρο διοικητικό στην περίοδο της τουρκοκρατίας, πόλη με πολιτισμό ακόμη από την προϊστορική περίοδο, όταν δεν ήταν καν γνωστό, αν κατοικούνταν άλλη περιοχή στη Μακεδονία.
Μία περιγραφή στην εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα, Αθήνα, 18 Μαΐου 1937 από τον Σπύρο Μελά μας δίνει μία χαρακτηριστική εικόνα:.
«… Όταν όμως μπήκα στη μικρά πόλη, τι διαφορά! … Μια ημερότης, μια καλλιέργεια εντατική, ένας αέρας προκοπής κι αυταρκείας…. Κι έπειτα, όσο ανεβαίνω προς το κέντρο της μικρής πολιτείας, τόσο βλέπω μεγαλύτερη τη διαφορά στο περιποιημένο ύφος των σπιτιών και τον πολιτισμένο αέρα των ανθρώπων. … Τα σημερινά Σέρβια είναι τόσο ανώτερα από τότε!. …
… Τα Σέρβια έχουν ενδιαφέρουσα ιστορία… Για την ώρα όμως μ’ ενδιαφέρει περισσότερο η σημερινή ζωή τους. Οι εικοσιμία μεγάλες κοινότητες, κυψέλες εργασίας και προκοπής, που βομβούν χαρμόσυνα γύρω από τη μικρή πολιτεία πού ΄χει να καυχηθεί για δυο λαμπρά έργα, μετά την απελευθέρωσή της: τον ηλεκτρισμό και το νέο υδραγωγείο…»
Να σημειώσουμε ότι τα Σέρβια είχαν αποκτήσει ηλεκτρισμό όταν ούτε η Κοζάνη είχε ακόμη…
Όπως περιγράφει ο Μηνάς Μαλούτας «Η ζωή των Σερβίων μέχρι του 1940 ήταν ευχάριστη, οι κάτοικοι ευημερούσαν, έχοντας πνεύμα οικοκυρευμένο…Και γενικώς «εξεδηλούτο τάσις προοδευτικότητος ουχί η τυχούσα»
Όμως η γερμανοϊταλική κατοχή ανέκοψε την πρόοδο και όχι μόνο. Πήγε να εξαφανίσει εντελώς την ιστορική-βυζαντινή πόλη των Σερβίων.
Το πρώτο πλήγμα το δέχθηκε η πόλη τον Απρίλιο του 1941, όταν τα γερμανικά στρατεύματα βομβάρδισαν τα Σέρβια για να πλήξουν τις συμμαχικές δυνάμεις που φρουρούσαν τη δεύτερη Γραμμή Άμυνας στις κορυφογραμμές νοτίως των Σερβίων. Η αντίσταση των Συμμάχων στα Σέρβια προκάλεσε πολλά προβλήματα στους Γερμανούς και αυτό το πλήρωσε η πόλη μας με τους βομβαρδισμούς που κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος του οικισμού, κατέστρεψαν ένα μέρος των βυζαντινών μας μνημείων και εφόνευσαν όσους δεν είχαν προλάβει να περάσουν στα κρυσφύγετα.
Όμως και πάλι ανέκαμψαν οι Σερβιώτες. Εργατικοί, προσπάθησαν να επουλώσουν τις πληγές τους και να ξαναφτιάξουν την πόλη και τη ζωή τους.
Στο διάστημα της Κατοχής φιλήσυχοι οι κάτοικοι όχι μόνο φρόντιζαν την οικογένειά τους αλλά βοηθούσαν και όπου μπορούσαν. Πολλά παιδιά από την Αθήνα φιλοξενήθηκαν στα Σέρβια, με τη φροντίδα του Ερυθρού Σταυρού.
Όμως η 6η Μαρτίου 1943 άλλα επεφύλασσε για την πόλη μας. Ιταλικά στρατεύματα συνεπικουρούμενα από τους Γερμανούς κατακτητές αποτέφρωσαν μέσα σε μία εβδομάδα χίλια εκατό σπίτια και άφησαν πολλούς νεκρούς μέσα στα αποκαΐδια που για διαφορετικό λόγο ο καθένας δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους.
Τα γεγονότα εν πολλοίς είναι γνωστά. Απλά να υπενθυμίσουμε και να τονίσουμε ότι μετά την ολοκληρωτική αυτή καταστροφή, τον Ιούλιο του 1943, αφού οι αντάρτες έκαψαν μια γερμανική φάλαγγα στο Σαραντάπορο, οι Γερμανοί κήρυξαν Νεκρά ζώνη στα Σέρβια και τη γύρω περιοχή και έτσι οι δύστυχοι Σερβιώτες δεν μπορούσαν ούτε καν να πλησιάσουν στα ερείπια, ούτε και στα κτήματά τους.
Είναι χαρακτηριστική η εικόνα που μας δίνει η Εφημερίδα Νίκη, της Κοζάνης, 30 Σεπτ. 1943 «Σε μια άκρη του Κοζανίτικου κάμπου προς τη Σιάπκα, κοντά στα στενά της Πόρτας, βρίσκονταν άλλοτε η όμορφη πολιτειούλα Σέρβια. …
… Περήφανα την καμάρωναν τα Πιέρια, καμάρι την είχαν τα Καμβούνια, της χαμογελούσε το ηλιόλουστο Βέρμιο, κι ο Αλιάκμονας πιο πέρα τη χαιρετούσε με το θολό και ήρεμο ρέμα του. Τώρα μια πένθιμη σιωπή τη σκεπάζει. Δίνει τον πένθιμο τόνο σ` όλη την άπλα του Κοζανίτικου κάμπου. Νεκρούπολη σωστή.»
Κανείς Σερβιώτης δεν μπορούσε να πλησιάσει όχι μόνο στα ερείπια του σπιτιού του αλλά ουδέ καν στην περιοχή γύρω από τα Σέρβια. Όσοι το αποτόλμησαν, το πλήρωσαν με τη ζωή τους. Ειδικά οι Σερβιώτες είχαν πολλές συνέπειες για ό,τι και αν γινόταν στους Γερμανούς.
Η ταλαιπωρία για τους Σερβιώτες συνεχίζεται όλο και πιο οδυνηρή: Δεν είναι όλοι ανεκτοί στα χωριά, διότι προκαλούν δυσβάστακτο βάρος:
«Ανεβήκαμε πιο πάνω μέσα στο δάσος όπου και μείναμε σε πρόχειρες καλύβες που κάναμε σκεπασμένες με φτέρες για δύο μήνες στερούμενοι τροφής- νερού και άλλα», αφηγείται κάποιος «Ζούσαμε σε μια σπηλιά μέσα στο βράχο», λέει άλλος
«Τρώγαμε λίγες πατάτες που βρίσκαμε σε κάποια χωράφια, κάναμε μικρά φουρνάκια και πάνω σε πέτρινες πλάκες ψήναμε λίγο ψωμί, με αλεύρι το οποίο προλάβαμε να πάρουμε μαζί μας με τα άλογα φεύγοντας»…
Oι ταλαιπωρίες και οι κακουχίες ήταν σε τέτοιο βαθμό, που πολλούς που γλίτωσαν από τη γερμανική ή την ιταλική θηριωδία τους οδήγησαν στο θάνατο. Σχετικές μαρτυρίες:
«Ο αδελφός μου 22 χρόνων, λέει μία κυρία, πέθανε από την πείνα και τις κακουχίες, μαζί με άλλους τέσσερις συνομηλίκους.»
«Η συνεχής υγρασία και η μπούντα δίπλα στο ποτάμι και το δάσος καθώς και τα κουνούπια μας αρρώστησαν όλους. Ο μικρότερος γιος του Θ. Χ. δεν άντεξε και τον θάψανε εκεί στην ποταμιά, όπως και την αγαπημένη μας γιαγιά Μαρία.»
«Ήταν τόσο τραγική η διαβίωσή τους, ώστε παρατηρήθηκαν περιπτώσεις, γονείς να σκάβουν με τα χέρια τους λάκκους για να θάψουν τα παιδιά τους, που δεν άντεξαν στις κακουχίες, τις στερήσεις και την πείνα… Πολλοί στο βουνό ζούσαν σε τρώγλες και σπήλαια.»
«Οι δυστυχείς κάτοικοι ηναγκάσθησαν να καταφύγουν εις τα πλησιέστερα δάση, όπου περιάγουν γυμνά και ισχνά τα σώματά των υπό τα δένδρα υπό τα οποία αναγκάζονται να θάπτουν τα αποθνήσκοντα τέκνα των και να κοιμώνται τα εν τη ζωή ακόμη διατηρούμενα», μας διασώζει η περιγραφή ενός εγγράφου της Υπηρεσιακής επιτροπής περιθάλψεως πυροπαθών και παθόντων Δυτικής Μακεδονίας.
Θα μπορούσαμε να ομιλούμε όχι ώρες αλλά ημέρες ολόκληρες για τα δεινοπαθήματα των Σερβιωτών σ’ αυτή την περίοδο. Θα περιοριστούμε να παρουσιάσουμε μερικά αποσπάσματα από γραπτά κείμενα εκείνης της εποχής:
Χαρακτηριστική η επιστολή της αυτοδιοίκησης Σερβίων, προς τους ομολόγους της Κοζάνης, το Φεβρουάριο του 1945.
«… Η πόλη των Σερβίων είναι ολότελα κατεστραμμένη παρουσιάζουσα φρικτή εικόνα ερειπίων, ομοιάζουσα με νεκρούπολιν … Θα αρκούσε μία και μόνη επίσκεψή σας να ιδείτε επιτοπίως την κατάστασιν και να εκτιμήσετε την καταστροφήν και την διαβίωση των Σερβιωτών…» Και ζητούν «να έρθει αρωγός» η Κοζάνη…
Σε έκθεσή του προς το Υγειονομικό Κέντρο Κοζάνης, στις 22 Απριλίου του 1945 ο ιατρός Αριστείδης Χρηστάκης γράφει: «Επανακάμψας εις τα ελεύθερα μεν Σέρβια, αλλά κυρίως ειπείν εις άμορφους σωρούς ερειπίων, εις τα Σέρβια τα εμφανίζοντα την απαίσιαν όψιν αγρίως παραμορφωμένου πτώματος με τα χαίνοντα εισέτι τραύματα, με τα καπνίζοντα μόλις εκ των τελευταίων πυρκαϊών κτίρια δια των οποίων οι βάρβαροι φεύγοντες συνεπλήρωσαν το καταστροφικόν των έργον, με τους δρόμους αγνώριστους όπου “λίθος και πλίνθος και κέραμος ατάκτως ειπείν ερριμμένα” και γενικώς τα παρουσιάζοντα εικόνα φρικτοτέραν της αρχαίας Πομπηίας, αισθάνομαι ιεράν την υποχρέωσιν και επιτακτικόν το καθήκον να επικοινωνήσω μεθ’ υμών, να διεκτραγωδήσω την οικτράν κατάστασιν εις ην ευρίσκονται οι κάτοικοι -Σκιαί- μετά τας τόσας επί διετίαν καταπονήσεις, κακουχίας και παντοειδείς στερήσεις – και να βροντοφωνήσω με φωνήν που ίσως θα έπρεπε να διακόπτηται υπό λυγμών ότι ιερόν προβάλλει το καθήκον εις το Κράτος, τους ιθύνοντας και γενικώς εις τους πονούντας δια την ανθρωπίνην δυστυχίαν και τραγικότητα, όπως στρέψωσι οπωσδήποτε παρήγορον αλλά προπαντός γενναιόδωρον το βλέμμα και την προσοχήν των προς την γωνίαν ταύτην της γης…»
«Περιόδευσα ολόκληρον την Δυτικήν Μακεδονίαν δήλωνε σε συνέντευξή του το 1953 ο υπουργός Βορ. Ελλάδος Ανδρέας Ν. Στράτος … και διεπίστωσα προσωπικώς την υφισταμένην κατάστασιν και ιδίως την τραγικότητα εις δύο περιοχάς. Ήτοι της ορεινής περιοχής της Καστοριάς … και εις την εγκαταλελειμμένη περιοχή των Σερβίων, όπου … μόνον 72 (οικίαι) ανηγέρθησαν, οι δε υπόλοιποι κάτοικοι ζουν εις παραπήγματα και εις πρόχειρα στέγαστρα Ομολογώ ότι ουδέποτε ανέμενον εγκατάλειψιν τοιαύτης εκτάσεως…»
Η εγκατάλειψη της πόλης φαίνεται και στην επιστολή του Βουλευτή Κοζάνης Διονύσιου Μανέντη προς τον Ιταλό πρεσβευτή στην Αθήνα, το Δεκέμβρη του 1951 στον οποίο λέει ότι έχουν υποχρέωση να ξαναχτίσουν τα Σέρβια, την ιστορικήν πόλιν που «χωρίς αιτίαν, χωρίς καν το κατακτητικόν δικαίωμα μιας και τα Σέρβια υπήγοντο στη Γερμανική ζώνη Κατοχής, άρχισε με πρωτοφανή λύσσα να πυρπολεί τα σπίτια,τα σχολεία, τις εκκλησίες, τα πάντα. Απηνθρακώθησαν γέροντες, εκάησαν μικρά βρέφη και εν συντομία η άλλοτε όμορφη πολιτειούλα των Πιερίων με τα ξακουστά αρχοντόσπιτα μετεβλήθη εις καπνίζοντα ερείπια.
Και τώρα οι άνθρωποι ζουν σε πανάθλιες καλύβες όπου ετρύπωσαν σαν αρουραίοι, τα σχολεία στεγάζονται μέσα σε παραπήγματα και του ωραίου Διοικητηρίου παραμένουν μόνον οι καψαλισμένοι τοίχοι όρθιοι για να θυμίζουν σε κάθε διαβάτη την Νερώνειον τραγωδίαν που έγραψε το Ιταλικό εκείνο Σύνταγμα.»…
Όμως και αυτή η επιστολή πήγε εις «ώτα μη ακουώντων». Αλήθεια, μήπως τέτοια αιτήματα δεν πρέπει να παραγράφονται;
Ακόμη και ο αείμνηστος Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος λίγο μετά την ενθρόνισή του, το Σεπτέμβριο του 1958, απευθύνοντας «Εμπιστευτικόν Υπόμνημα προς το Βασιλικόν Εθνικόν Ίδρυμα», δεκαπέντε χρόνια μετά το ολοκαύτωμα παρατηρεί
«Η παλαιά βυζαντινή και ιστορική πόλις των Σερβίων, η πρώτη πόλις της Μακεδονίας την οποίαν συναντά τις ερχόμενος από της παλαιάς Ελλάδος κατεστράφη ολοσχερώς κατά τον πόλεμον υπό των Ιταλών. Έκτοτε διά διαφόρους λόγους η πόλις αύτη δεν κατέστη δυνατόν να ανοικοδομηθή και να επανεύρη τον προπολεμικόν ρυθμόν της ζωής της. Παρά την αναπτυχθείσαν καθ’ όλην την χώραν μεταπολεμικήν ανοικοδομητικήν δραστηριότητα, ώστε μικροί συνοικισμοί και χωρία να αποκατασταθούν πλήρως και μάλιστα εις καλυτέραν κατάστασιν ή πρότερον, τα Σέρβια παρέμειναν ηρειπωμένα, προκαλούντα αλγεινήν εντύπωσιν εις τον το πρώτον επισκεπτόμενον την ελληνικήν Μακεδονίαν, εις την είσοδον αυτής…»
‘Όμως στα κατεστραμμένα και ερημωμένα Σέρβια οι κάτοικοι, όσοι κατάφεραν να επιστρέψουν, μόνοι, εργάστηκαν με αγάπη για τον τόπο τους και πείσμα και ανέστησαν ως ένα βαθμό την έρημη νεκρούπολη.
Σε αμερικανικό περιοδικό του 1945 διαβάζουμε
«…Ωστόσο οι άνθρωποι στα Σέρβια έχουν δείξει “ένα υπέροχο πνεύμα κοινοτισμού.” Ζώντας σε λιτές πέτρινες καλύβες που έχουν φτιάξει από τους κατεστραμμένους τείχους των σπιτιών τους, συνεργάζονται για την κατασκευή των κοινοτικών τους κτιρίων… »
Παρόμοια εικόνα μας δίνει και η Αμερικανίδα διαιτολόγος και στέλεχος της UNRRA Φράνσις Φλορ, που επισκέφθηκε τα Σέρβια το φθινόπωρο του 1945 :
…Το ταξίδι μας από την Καστοριά στην Κοζάνη ήταν το χειρότερο απ όλα.
… Τα Σέρβια, ωστόσο, τα οποία επισκεφθήκαμε την επόμενη μέρα ήταν κάτι διαφορετικό από όσα είχαμε έως τώρα δει…
…προ τριών μηνών οι άνθρωποι αυτοί ήταν σε μια αξιολύπητη κατάσταση, ανιδιοτελείς μεν αλλά αποκαρδιωμένοι και απαθείς…
(τώρα) οι κάτοικοι έχτισαν 300 μικρά σπίτια, που το καθένα αποτελείται από ένα δωμάτιο και μια κόκκινη-κεραμοσκεπή, για τα οποία και ήταν δικαιολογημένα υπερήφανοι. …»
Οι Σερβιώτες στάθηκαν με αξιοπρέπεια στην απρόσμενη συμφορά. Πρέπει να νιώθουν υπερήφανοι που παρά την ολοκληρωτική καταστροφή της, παρά τη φυγή πολλών διακεκριμένων και δραστήριων κατοίκων της, παρά τις πολλές μεταπολεμικές δυσκολίες, όσοι κατάφεραν να επιστρέψουν, εργάστηκαν με αγάπη για τον τόπο τους και πείσμα και ανέστησαν μόνοι τους ως ένα βαθμό την έρημη νεκρούπολη.
Δυστυχώς η πόλη μας δεν αποκαταστάθηκε στην προηγούμενη θέση της και ούτε φυσικά πρόκειται πλέον να συνέλθει ολοκληρωτικά και να επανέλθει. Ας γνωρίζουμε τουλάχιστον το παρελθόν της με τους αγώνες και τις θυσίες της, με την απαράμιλλη «αρχοντιά» και τον πολιτισμό της και ας το προβάλλουμε. Το οφείλουμε στην πατρίδα μας, το οφείλουμε στους προγόνους μας, το οφείλουμε στα παιδιά μας.
Και ας τη σεβόμαστε, διότι η θυσία των Σερβίων εξασφάλισε την ευζωΐα άλλων πόλεων.
Ίσως κάποιοι από τις επόμενες γενιές κατορθώσουν να αναστήσουν τα παλιά Σέρβια. Ποιος ξέρει; …