Στη σημερινή κοινωνία που συνήθως το ατομικό συμφέρον μπαίνει πάνω από το συλλογικό και το προσωπικό όφελος επικρατεί του κοινωνικού, τείνουμε να ξεχάσουμε πολλούς σημαντικούς αγώνες του παρελθόντος… Σαν να τους έχουμε θάψει βαθιά μέσα μας κι έχουμε συμβιβαστεί σε μια καθημερινότητα που έχει κάνει εμάς τις γυναίκες, ιδιαίτερα τις γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, μαριονέτες του ίδιου μας του εαυτού. Μας έχει κάνει να ξεχάσουμε πως πριν από μας υπήρξαν γυναίκες που πάλεψαν όχι μόνο για τους εαυτούς τους αλλά και για όλες τις επόμενες γενιές γυναικών.
Ας θυμηθούμε λίγα πράγματα από την ιστορία…
Στις 8 Μάρτη 1857 οι εργάτριες της κλωστοϋφαντουργίας και του ιματισμού κατέβηκαν σε μια μαζική διαδήλωση στους δρόμους της Νέας Υόρκης, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας και ίσες αμοιβές με τους άντρες. Αυτή η εξέγερση ήταν μια από τις κορυφαίες στιγμές του εργατικού κινήματος, θέτοντας επί τα τάπητος την πάλη κατά της εκμετάλλευσης και των διακρίσεων με βάση το φύλο. Λίγα χρόνια αργότερα στην Αγγλία ένα νέο γυναικείο κίνημα δημιουργήθηκε που οι δημοσιογράφοι το ονόμασαν «σουφραζέτες». Οι σουφραζέτες προέρχονταν συνήθως από τα τμήματα της μεσαίας τάξης με επισφαλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση, οι οποίες επιθυμούσαν να βελτιώσουν τις ζωές τους. Ο αγώνας για κοινωνική αλλαγή, σε συνδυασμό με το έργο υπέρμαχων των δικαιωμάτων των γυναικών όπως ο Τζον Στιούαρτ Μιλ , προετοίμασαν την εμφάνιση ενός κινήματος, στο οποίο συσπειρώθηκαν μαζικά γυναίκες που διεκδικούσαν το δικαίωμα ψήφου. Ο Μιλ εισήγαγε πρώτη φορά την ιδέα του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες σε σχετική προκήρυξη που παρουσίασε στο βρετανικό εκλογικό σώμα το 1865. Στα τέλη του 19ου αιώνα η Μίλισεντ Φόσετ ηγήθηκε του γυναικείου κινήματος με έκδοση φυλλαδίων, οργάνωση συναντήσεων και παρουσίαση αιτημάτων. Ωστόσο, η εκστρατεία αυτή δεν απέδωσε και πολλά. Το 1903 η Έμελιν Πάνκχερστ ίδρυσε μια νέα οργάνωση, πιο ριζοσπαστική και αγωνιστική. Το 1912 οι σουφραζέτες γίνονται πιο «επιθετικές» : αλυσοδένονται σε κιγκλιδώματα, βάζουν φωτιά σε γραμματοκιβώτια, σπάνε παράθυρα και σε ορισμένες περιπτώσεις τοποθετούν εκρηκτικούς μηχανισμούς. Ο τότε πρωθυπουργός, Χ. Χ. Άσκουιθ ήταν έτοιμος να υπογράψει ένα νομοσχέδιο που εκχωρούσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες άνω των 30, με τον όρο να είναι παντρεμένες με σύζυγο που είχε περιουσιακά στοιχεία ή να έχουν οι ίδιες περιουσιακά στοιχεία. Όμως έκανε πίσω την τελευταία στιγμή, ανησυχώντας πως οι γυναίκες θα τον καταψήφιζαν στις επόμενες γενικές εκλογές και θα εμπόδιζαν το κόμμα του να μπει στη Βουλή.
Στις 5 Ιουλίου 1913 σκοτώνεται μια σουφραζέτα στην προσπάθειά της να πετάξει ένα πανό πάνω στο άλογο του βασιλιά. Σε εκείνη την κινητοποίηση πολλές από τις συντρόφισσές της συνελήφθησαν και έκαναν απεργία πείνας, σε μια προσπάθεια να ασκήσουν πίεση προς την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση αντέδρασε με τη Νομοθετική Πράξη «της Γάτας και του Ποντικιού»: επιτρεπόταν λοιπόν πλέον στις κρατούμενες να προχωρούν σε απεργία πείνας, χωρίς να τους παρέχεται τροφή διά της βίας, αλλά αφήνονταν ελεύθερες όταν η κατάσταση της υγείας τους κρινόταν κρίσιμη. Ωστόσο, λίγο καιρό μετά συλλαμβάνονταν εκ νέου για ασήμαντους λόγους. Παρ’ όλα αυτά οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν.Η «Εθνική Ένωση των Εταιρειών του Δικαιώματος Ψήφου στις Γυναίκες» συνέχισε την εκστρατεία την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και κατάφερε να έρθει σε συμφωνία με την κυβέρνηση συνασπισμού. Στις 6 Φεβρουαρίου 1918, πέρασε η Νομοθετική Πράξη της Εκπροσώπησης των Πολιτών, η οποία εκχωρούσε δικαίωμα ψήφου σε γυναίκες άνω των 30 που πληρούσαν τα ελάχιστα κριτήρια περιουσίας. 8,4 εκατ. γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου. Την ίδια χρονιά στις 8 Νοεμβρίου, πάλι με Νομοθετική Πράξη εκχωρήθηκε στις γυναίκες το δικαίωμα της εκλογής τους στη Βουλή. Το 1928 επεκτείνεται το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες άνω των 21, κι εξισώνεται οριστικά το δικαίωμα ψήφου ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες.
Στις ΗΠΑ στις 8 Μάρτη του 1909, 15000 γυναίκες διαδήλωσαν στη Νέα Υόρκη, απαιτώντας λιγότερες ώρες εργασίας, καλύτερο μισθό, δικαίωμα ψήφου και να σταματήσουν να απασχολούν παιδιά σαν εργάτες. Υιοθέτησαν το σύνθημα «Ψωμί και Τριαντάφυλλα», με το ψωμί να συμβολίζει την οικονομική ασφάλεια και τα τριαντάφυλλα μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Δυο χρόνια μετά υιοθετήθηκε ο εορτασμός αυτής της μέρας από τη Β’ Διεθνή. Στην Ουάσινγκτον η Άλις Πολ και η Λούσι Μπερνς ηγήθηκαν μιας σειράς διαμαρτυριών κατά της κυβέρνησης Γουίλσον, οργανώνοντας το 1913 τη μαζικότερη διαδήλωση που είχε γίνει ως τότε στις ΗΠΑ .
Η Νέα Ζηλανδία ήταν η πρώτη αυτοδιοικούμενη χώρα που εκχώρησε ψήφο στις γυναίκες.Το 1893 επιτράπηκε σε όλες τις γυναίκες άνω των 21 να ψηφίσουν στις κοινοβουλευτικές εκλογές.
Αξίζει να θυμίζουμε, ότι ο πιο ουσιαστικός γιορτασμός της μέρας της Γυναίκας έγινε το 1917 στη Pωσία, όταν οι διαδηλώσεις των γυναικών σηματοδότησαν την επανάσταση του Φλεβάρη. Εκείνη τη μέρα, στις 8 του Mάρτη (23 Φλεβάρη με το παλιό ημερολόγιο), οι γυναίκες της Πετρούπολης κατέβηκαν σε απεργία στις βιοτεχνίες της κλωστοϋφαντουργίας, διεκδικώντας «ψωμί και ειρήνη» και βελτίωση της ζωής των γυναικών. Μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία (1917), με τις γυναίκες εργάτριες να παίζουν καθοριστικό ρόλο, η ημέρα της Γυναίκας καθιερώθηκε για πρώτη φορά ως αργία, θεσμός που επεκτάθηκε αργότερα και στις υπόλοιπες χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ.
Με τη δύναμη της επανάστασης όλη η παλιά νομοθεσία που είχε χρησιμεύσει για την καταπίεση των γυναικών ανατράπηκε. Οι ίσες αμοιβές καθιερώθηκαν με νόμο. Kατακτήθηκε το δικαίωμα να εκλέγουν ΚΑΙ να εκλέγονται, καταργήθηκε η πατρική και ανδρική εξουσία, αναγνωρίστηκε το αυτόματο διαζύγιο, οι εκτρώσεις έγιναν ελεύθερες και δωρεάν, η παροχή αντισύλληψης ήταν δωρεάν. Ταυτόχρονα αποποινικοποιήθηκε η ομοφυλοφιλία όπως και κάθε σεξουαλική προτίμηση ή πρακτική –«εφόσον δεν βλάπτονταν κανένας». Οργανώθηκαν κοινοτικά εστιατόρια, παιδικοί σταθμοί, πλυντήρια για να μειωθεί η εξάρτηση των γυναικών από τις «οικογενειακές δουλειές» που τις καθηλώνουν στο σπίτι. Μέσα σε μήνες πάρθηκαν μέτρα και αναγνωρίστηκαν δικαιώματα και αιτήματα, που για δεκάδες χρόνια ο καπιταλισμός αρνείται –ακόμα και σήμερα- στις γυναίκες. Αυτές οι κατακτήσεις έδιναν τη δυνατότητα στη γυναίκα της εργατικής τάξης να αποβάλει τα βάρη του νοικοκυριού και να «μπορεί να κυβερνά» μέσα από τη συμμετοχή της στα εργατικά συμβούλια. Tο ζήτημα πια για τις γυναίκες δεν ήταν η κατάκτηση της ψήφου σε μια αστική κοινωνία, αλλά ήταν η απελευθέρωσή τους σε μια νέα κοινωνία χωρίς καταπίεση. Σύμφωνα με τον Βρετανό συγγραφέα Κόλιν Γουίλσον, «οι αγρότισσες τραγουδούσαν τραγούδια που μιλούσαν για το πώς θα χώριζαν τους συζύγους τους αν τις χτυπούσαν».
Το πιο σημαντικό, το 1919 ιδρύθηκε ειδικό γυναικείο τμήμα, το Τσένοτντελ, τη μεγαλύτερη γυναικεία οργάνωση στην ιστορία, που απλώθηκε σε όλη τη χώρα με σκοπό να οργανώσει και να πολιτικοποιήσει τις γυναίκες και να σπάσει τις ίδιες τις προκαταλήψεις και τις συνήθειές τους. Το έργο αυτής της οργάνωσης, ήταν να κάνει πράξη τους νόμους που είχαν ψηφιστεί από την επαναστατική κυβέρνηση αλλά δυσκολεύονταν στην εφαρμογή τους λόγω των ιδεοληψιών και των συντηρητικών αρχών του λαού, αντρών και γυναικών, την εποχή εκείνη: νόμους για πλήρη ισότητα, για ψυχαγωγία, για την απαλλαγή από τον φόρτο του νοικοκυριού, για την ενεργή συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή σε όλα τα επίπεδα. Δείχνοντας πως η πραγματική αλλαγή, ακόμα και η εφαρμογή ψηφισμένων νόμων, δεν έρχεται με τους «θεσμούς», με την ψήφο , με την ανάθεση στην καλή θέληση κάποιων τρίτων, αλλά με την επανάσταση, την κίνηση, με την ίδια την καθημερινή συμμετοχή και την οργάνωσή μας. Όταν παύουμε να πιστεύουμε στων τυράννων μας τη δύναμη και πάρουμε οι ίδιοι και οι ίδιες την ζωή μας και την κοινωνία στα χέρια μας…
Στην Ελλάδα ήταν το 1887 η χρονιά που για πρώτη φορά ακούστηκε στην Ελλάδα το σύνθημα «Ψήφος στη Γυναίκα» και η πρώτη απεργία γυναικών έγινε στις 14 Απρίλη 1892 στη κλωστοϋφαντουργία των αδελφών Ρετσίνα στον Πειραιά. Οι γυναίκες ήταν βασικό κομμάτι της επιτυχίας του αντιφασιστικού-αντικατοχικού αγώνα (1940-44) και ψήφισαν πρώτη φορά το 1944 στην αντάρτικη «Κυβέρνηση του Βουνού». Το ελληνικό κράτος έμμεσα αναγνώρισε τον πολιτικά καθοριστικό τους ρόλο στη ζωή της χώρας, παύοντας επιτέλους να τις αντιμετωπίζει ως «πρόβατα» και δίνει πρώτη φορά δικαίωμα ψήφου στις Ελληνίδες το 1952.
Η άνοδος του φεμινιστικού κινήματος στη Δύση τη δεκαετία του ’60 αναζωογόνησε την Ημέρα της Γυναίκας, που από το 1975 διεξάγεται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με σκοπό την ανάδειξη των γυναικείων προβλημάτων και δικαιωμάτων. Σε πολλές δυτικές χώρες, μετά το διεθνές κίνημα του «Μάη του 68» με τους αγώνες των εργατών, της νεολαίας, των γυναικών και των μαύρων, τη δεκαετία του ’70 -’80 κατακτήθηκαν σημαντικά πράγματα από το γυναικείο κίνημα, και έγινε εφικτό να μειωθούν σημαντικά (χωρίς βεβαίως ποτέ να εξαλειφθούν) οι ανισότητες , φτάνοντας στα επίπεδα που γνωρίσαμε πριν μπει η κρίση του 2008 στη ζωή μας.
Και σήμερα; Έχει νόημα η 8 Μάρτη;
Τις τελευταίες δεκαετίες κυριάρχησε μια επανάπαυση , ατόνησαν οι αγώνες για τα γυναικεία δικαιώματα και την ισότητα των δυο φύλων και παράλληλα η πολιτική και ιστορική σημασία του εορτασμού ξεθώριασε και έγινε απλά μια ημέρα με προσφορά λουλουδιών και δώρων από τις γυναίκες στους άντρες. Τα προτάγματα όμως των γυναικών της Νέας Υόρκης 160 χρόνια μετά είναι ξανά επίκαιρα, προσαρμοσμένα βέβαια στις σύγχρονες ανάγκες.
Σε πολλά μέρη της γης ακόμα και σήμερα οι γυναίκες και τα κορίτσια δέχονται σκληρή καταπίεση και στέρηση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της εκπαίδευσης, της φροντίδας για τη μητρότητα και την υγεία, εξαναγκάζονται σε σκληρή εργασία που δεν αμείβεται.
Ακόμα και στις πιο σύγχρονες κοινωνίες, υπάρχει οι καταπιεστικοί κώδικες εμφάνισης και συμπεριφοράς «μόνο για γυναίκες», η σεξουαλική καταπίεση και παρενόχληση, ο εξαναγκασμός στην πορνεία και το “εμπόριο σαρκός”, η εργαλειοποίηση του γυναικείου σώματος για εμπορικούς σκοπούς , φαινόμενα που δεν γνωρίζουν σύνορα.
Στην Ελλάδα των μνημονίων, η ανεργία στις γυναίκες έφτασε σε πολύ πιο υψηλά ποσοστά από ό,τι στους άνδρες. Παράλληλα εξασθένισαν τα μέτρα προστασίας της μητρότητας. Οι εργαζόμενες γυναίκες στην Ελλάδα της λιτότητας πλήττονται διπλά καθώς, πέρα από την επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών, επιβαρύνονται με τη διάλυση του κοινωνικού κράτους. Έτσι το επιπλέον βάρος που συνήθως πέφτει όλο πάνω στις πλάτες τους (δουλειές του σπιτιού, ανατροφή και φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, ψυχολογική υποστήριξη όλης της οικογένειας) γίνεται ακόμα πιο δυσβάσταχτο.
Η 8 Μάρτη λοιπόν είναι μια ημέρα με μεγάλη σημασία για τις γυναίκες όλης της υφηλίου, για ισότητα, αξιοπρέπεια, σεβασμό στη διαφορετικότητα και την ελευθερία. Γι αυτό σήμερα είναι πιο επιτακτική η ανάγκη να σταματήσουμε να τη δεχόμαστε σαν μια ημέρα προσφοράς δώρων και λουλουδιών και να επιστρέψουμε στο πραγματικό νόημά της, αρχίζοντας να διεκδικούμε πάλι τα δικαιώματά μας όπως έκαναν πριν από εμάς όλες εκείνες οι γυναίκες. Πρέπει να ξαναβγούμε στους δρόμους και να διεκδικήσουμε αυτά που δικαιωματικά μας ανήκουν, αυτά που οι «από πάνω» μας κλέβουν μέρα με τη μέρα . Μαζί με όλους τους εργαζόμενους, φτωχούς και καταπιεσμένους απέναντι στους κοινούς εκμεταλλευτές και καταπιεστές μας, αλλά και με το γυναικείο κίνημα και τα ιδιαίτερα δικά μας αιτήματα. Μόνο έτσι, με σκληρούς αγώνες, μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα στο παρόν και στο μέλλον, να βελτιώσουμε τον κόσμο και τη θέση των γυναικών σε αυτόν.