Ξεκινάω από τις συγκλίσεις-αποκλίσεις
Ο οπλαρχηγός Παύλος Κύρου καταγόταν από το σλαβόφωνο Ζέλοβο (Ανταρτικό) της Φλώρινας. Από μικρή ηλικία μυήθηκε στα μυστικά του κλεφταρματολικού αγώνα στα λημέρια των Κορεστίων και της Πρέσπας κοντά στον Καπετάν Ναούμ. Τον Ιούλιο του 1881 συμμετείχε στην επιχείρηση απαγωγής του καϊμακάμη της Φλώρινας μαζί με τον Καπετάν Ναούμ, τον Καπετάν Νταβέλη και άλλους. Εργάστηκε ως οδηγός των κτιστών που πήγαιναν να εργαστούν από τα Κορέστια παράνομα στην Ελλάδα. Ο Παύλος Κύρου είχε επαφές με τον Γερμανό Καραβαγγέλη και μετείχε ως οδηγός αρχικά και αργότερα ως οπλαρχηγός στα ένοπλα σώματα που είχε συγκροτήσει ο Μητροπολίτης Καστορίας.
Ο Κώττας καταγόταν από την σλαβόφωνη Ρούλια, και το 1897 βγήκε στο βουνό ως αντάρτης, ακολουθώντας τους οπλαρχηγούς Στέφανο Νταλίπη και τον καπετάν Νταβέλη. Σε λίγο συγκρότησε το πρώτο ένοπλο σώμα. Και συνεργάστηκε με την βουλγαρική ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Οργάνωση), πολεμώντας τους Τούρκους μπέηδες που καταδυνάστευαν τον χριστιανικό πληθυσμό. Πήρε μέρος στην εξέγερση του Ίλιντεν, ενώ προηγουμένως είχε επαφές, ήδη από το 1901 με τον Πρόξενο του Μοναστηρίου, Σκιουζέ Πεζά, και τον Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος είχε στείλει τους γιους του στην Αθήνα να σπουδάσουν, με έξοδα της κόμισσας Ριανκούρ, στο Γυμνάσιο του Ιωάννη Δέλιου.
Άρα και οι δύο κατάγονταν από την ευρύτερη περιοχή των Κορεστίων. Και οι δύο πήραν μέρος στον βίο των αρματολών και συνεργάστηκαν με τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Μόνο που ο Κώττας είχε αρχηγικές φιλοδοξίες, δικό του ένοπλο σώμα και επιρροή στον χριστιανικό πληθυσμό, και αγωνίστηκε, σε αντίθεση με τον επίσης σλαβόφωνο Παύλο Κύρου, μαζί με τους εξαρχικούς Βούλγαρους της ΕΜΕΟ, ενώ πήρε μέρος και στην βουλγαρική επανάσταση του Ίλιντεν. Η ελληνική ιστοριογραφία αποδίδει τις «παρασπονδίες» του Κώττα στον «αντιτουρκισμό» του και στο ισχυρό αίσθημα δικαιοσύνης που τον διακατείχε. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά του όμως δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς, σε ότι αφορά κυρίως στα κίνητρα που την προσδιόρισαν.
Σε ότι αφορά τώρα στην φωτογραφία που δημοσιεύτηκε από τον ιατρό Σπύρο Κύρου στο Ελεύθερο Βήμα της Φλώρινας, στις 13 Νοεμβρίου του 2020, πιστεύω ότι αυτή τεκμηριώνει την καταγεγραμμένη από τον Γιώργο Δικωνυμο Μακρή, στο έργο του «Ο Μακεδονικός αγών. Απομνημονεύματα», μετάβαση το 1904 στην Αθήνα της ομάδας των Μακεδόνων οπλαρχηγών, που συνεργάζονταν με τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Αναφέρονται οι Π. Κύρου (Ζέλοβο) , Κώττας (Ρούλια) , Λάκης Πύρζας (Φλώρινα), Γ. Κολίτσης, Ηλ. Γκαδούτσης (Ζέλοβο), Σ. Ιωαννίδης (Άρμεντσκο ), Β. Ράμμος (Όστιμα ), Σ. Δούμας, μεγαλέμπορος από το Μοναστήρι και ιδρυτής της Εσωτερικής Οργανώσεως Μοναστηρίου. Στόχος της μετάβασης αυτής φαίνεται πως ήταν η παρουσίαση στην ελληνική κυβέρνηση της κατάστασης που επικρατούσε στη Μακεδονία. Την συνάντηση της Επιτροπής των Μακεδόνων με τον Παύλο Μελά στο σπίτι των Δραγούμηδων, τον Φεβρουάριο του 1904, επιβεβαιώνει η Περσεφόνη Καραμπάτη στο βιβλίο της «Η Μακεδονία του Παύλου Μελά μέσα από τα σημειωματάριά του». Η συνάντηση έγινε μετά το Ίλιντεν. Θεωρώ λοιπόν πιθανόν να ήταν επικεφαλής της Αντιπροσωπείας που πήγε στην Αθήνα ο Παύλος Κύρου, αφού ήταν την περίοδο εκείνη, σε σύγκριση με τον Κώττα, εκείνος του οποίου η σχέση με τον Γερμανό Καραβαγγέλη μπορούσε να θεωρηθεί ουσιαστική και ανέφελη.
. Στη συνέχεια, ο Παύλος Κύρου ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα ως οδηγός των πρώτων ενόπλων ανταρτικών σωμάτων, αφού η εξαιρετική γνώση της περιοχής τον έκανε περιζήτητο μεταξύ των Μακεδονομάχων οπλαρχηγών, ικανότητα που υπογραμμίζει αργότερα και ο Γεώργιος Μόδης. ,Και σε αυτό το πλαίσιο όμως η συμπόρευση Παύλου Κύρου και Κώττα ήταν εκ των πραγμάτων δεδομένη.
Συγκεκριμένα, η δεύτερη συνάντηση του Κώττα, του Λάκη Πύρζα και του Παύλου Κύρου με τον Μελά έγινε στο τέλος Φεβρουαρίου 1904, στα ελληνοτουρκικά σύνορα, στο Βελεμίστι. Από εκεί στις 15 με 16 Μαρτίου 1904 ξεκίνησε το «επικίνδυνον έργον της περιοδείας ανά την περιφέρειαν Κορεστίων » όπως έγραψε ο Αλέξανδρος Κοντούλης στο κείμενό του «Η κατά το έτος 1904 στρατιωτική αποστολή εν Μακεδονία». Μάλιστα στις 23 Μαρτίου1904 ο Μελάς βρέθηκε στο Ζέλοβο (Ανταρτικό). Αξίζει να επισημάνουμε ότι το συγκεκριμένο χωριό χαρακτηρίζεται ακόμα και από την μεριά των ιστορικών που είναι αντίπαλοι προς την ελληνική ιδέα «ως προπύργιο των πατριαρχικών στη ζώνη Πρέσπας – Κορεστίων». Στο Ζέλοβο ο Μελάς και το σώμα του φιλοξενήθηκε από τον Παύλο Κύρου. Τελικά, σύμφωνα με τον Δικώνυμο Μακρή, ο Μελάς ειδοποιήθηκε από τον Δραγούμη να επιστρέψει στην Ελλάδα στις 29 Μαρτίου 1904.
Ωστόσο φαίνεται, σύμφωνα με τον Γιάννη Κολιόπουλο, πως ο Μελάς είχε ξεχωρίσει και τον Κώττα και είχε αρχίσει να επηρεάζεται από αυτόν, μια και τον θεωρούσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της παράδοσης των κλεφτών και αδιαμφισβήτητο αρχηγό των ατάκτων της περιοχής. Από την φράση που επιστρατεύει ο Κολιόπουλος για να χαρακτηρίσει το είδος της επιρροής που ασκούσε ο Κώττας στον Μελά βγάζουμε το συμπέρασμα πως ο Μελάς είδε τον Κώττα ως την προσωποποίηση του κλεφταρματολισμού, με την ρομαντική αντίληψη που επικρατούσε την περίοδο του νεοελληνικού εθνικισμού και της Μεγάλης Ιδέας σχετικά με την συμβολή των κλεφταρματολών ή των εν γένει ατάκτων στην απελευθέρωση του έθνους.
Σε αυτή την επίδραση του Κώττα θα μπορούσαμε ίσως να αποδώσουμε την άποψη του Μελά, αλλά και του Κοντούλη, πως η λύση του Μακεδονικού υπέρ της Ελλάδος θα προερχόταν από την οργάνωση μισθοφορικών στρατευμάτων εντοπίων, θέση που έφερε και τους δύο σε σύγκρουση με την εκδοχή του Κολοκοτρώνη και του Παπούλα οι οποίοι προέκριναν ως λύση την επιθετική επέμβαση στην Μακεδονία με δυνάμεις του εθνικού κράτους.
Στην επόμενη είσοδο του Παύλου Μελά στην Μακεδονία, ο Παύλος Κύρου, διεύρυνε την σχέση του με τον Μελά. Σύμφωνα μάλιστα με τον ανώνυμο που έγραψε στο ανέκδοτο Μητρώο των μαχητών του Μακεδονικού Αγώνα, το οποίο ανακάλυψε και δημοσίευσε ο Απόστολος Βακαλόπουλος στο ΙΜΧΑ η σχέση αυτή προσδιορίζεται ως εξής:
«Ό Κύρου Παύλος έκ Ζελόβου (’Αντάρτικου), υπήρξε πρωτοπαλλήκαρον τοϋ Παύλου Μελά καν πολυτιμότατος οδηγός ώς γνώστης τών μερών εκείνων.
Ο όρος «Πρωτοπαλλίκαρον» αναδεικνύει τον Παύλο Κύρου ως ένα από τα προβεβλημένα στελέχη το Παύλου Μελά
Σε αντίθεση με τον Παύλο Κύρου η καχυποψία απέναντι στον Κώττα αποτυπώνεται στο σύνολο σχεδόν των αναφορών των Ελλήνων Προξένων που τηρούν απέναντί του στάση εφεκτική.
Ο Βακαλόπουλος, δημοσιεύοντας το ανέκδοτο Μητρώο των μαχητών του Μακεδονικού Αγώνα, που γράφτηκε από κάποιον ανώνυμο, κάνει την εξής μνεία αυτή τη φορά για τον Κώττα:
Ό Καπετάν Κώττας εκ Ρούλιας (Κατωχωρίου) τών Κορεστίων όρέων, μή άνεχόμενος τήν τουρκικήν τυραννίαν, έτράπη είς τά όρη ώς κλέφτης μετά τοΰ Νταβέλη καί Νταλίπη. ‘Όταν τό 1898 ενεφανίσθησαν οί κομιτατζήδες ύπό τού βοεβόδα Πετρώφ, έσπευσε νά συναντηθή μετ’ αυτού, ό όποιος ύπεσχέθη ότι θά συνεργαστούν ώς Μακεδόνες διά τήν Μακεδονίαν. Επειδή όμως ήτο έμπόδιον είς τήν προπαγάνδαν των, δι’ ένέδρας τόν έτραυμάτισαν μέ σκοπόν /νά τόν δολοφονήσουν. Διασωθείς έσχημάτισε σώμα καί εδρασε κατά τών Τούρκων κεχωρισμένως. Τό 1903 ελαβε μέρος είς τήν ύποκινηθεΐσαν υπό τών Βουλγάρων έπανάστασιν τών Χριστιανών, κατά τήν όποιαν έκάησαν πολλά χωρία καί έσφάγησαν πολλοί Χριστιανοί. Είργάσθη δράστηρίως διά τήν άποστολήν ενόπλου βοήθειας έξ Ελλάδος. Είς έκδίκησιν έφόνευσε πολλούς Βουλγάρους. Διά προδοσίας περικυκλώθη είς τήν οικίαν του υπό τουρκικού στρατού. Κατόπιν τρομερός μάχης συνελήφθη αιχμάλωτος καί άπηγχονίσθη είς τό Μοναστήριον τήν 27.9.1905.
Η παράθεση των δύο κειμένων αποτυπώνει με ανάγλυφο τρόπο πως ο Κώττας, σε αντίθεση με τον πατριαρχικό μακεδονομάχο Παύλο Κύρου, ήταν ένα πρόσωπο που την 10ετία του 1930, στην οποία τοποθετεί ο Απόστολος Βακαλόπουλος την συγγραφή του «Μητρώου» από τον ανώνυμο συγγραφέα του, θεωρούνταν μάλλον «αμφιλεγόμενο πρόσωπο» καθώς οι επιλογές του μεταξύ Εξαρχίας και Γερμανού Καραβαγγέλη έμοιαζαν αντιφατικές.
Θα περνούσαν αρκετά χρόνια, μέχρις ότου αυτές εναρμονιστούν με το εθνικό μας αφήγημα. Πραγματικά, μόλις την δεκαετία του 60-70 ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση του Κώττα ως εθνικού ήρωα. Το γεγονός αυτό μπορεί να αιτιολογηθεί εύκολα γιατί ο Κώττας εκπροσωπούσε ό,τι είχε ανάγκη η ελληνική μετεμφυλιακή κοινωνία. Επρόκειτο για την ένταξη στο εθνικό μαρτυρολόγιο ενός σλαβόφωνου τοπικού ήρωα, με ελληνικά φρονήματα, που εξαγνίστηκε με την θυσία του πολεμώντας για την Ελλάδα. Η επιλογή μιας μερίδας των σλαβοφώνων, την περίοδο της Κατοχής, να προσχωρήσει στο «μακεδονικό» αφήγημα του Τίτο, είχε τραυματίσει την συνοχή του Ελληνισμού. Ο Κώττας ως εθνικός ήρωας, ως σύμβολο της εθνικής συμφιλίωσης μετά την δίνη του εμφυλίου ήταν περισσότερο από ποτέ αναγκαίος για την εθνική μας ιστορία. Τόσο αναγκαίος, ώστε ο φακός, εστιάζοντας σε αυτόν, άφησε στην σκιά όλους τους άλλους σλαβόφωνους Έλληνες, μάρτυρες της εθνικής μας υπόθεσης , όπως ο Παύλος Κύρου. Η ζωή είναι άδικη όπως και η επίσημη ιστορία. Και ως τέτοιος ο Κώττας προβλήθηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο σλαβόφωνο οπλαρχηγό του Μακεδονικού Αγώνα. Συνεπώς δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ήδη από την δεκαετία του 80-90 διαθέτουμε ένα πλήθος μονογραφιών που αφηγούνται τον ηρωισμό του. \
Τελειώνω με την σύγκρουση. Ο Κώττας και ο Παύλος Κύρου, ή ο Παύλος Κύρου και ο Κώττας, μένουν στην συλλογική μνήμη, όχι της δημόσιας, αλλά της ακαδημαϊκής ιστορίας, ως δυο πρόσωπα που συγκρούστηκαν, με αφορμή την άρνηση του Κώττα να σκοτώσει τον Μήτρο Βλάχο, με τον οποίο μάλιστα συναντήθηκε στην Όστιμα (Τρίγωνο), κινώντας υποψίες για την αμφιλεγόμενη στάση του. Πραγματικά στις 9 Ιουνίου του 1904, ένα οθωμανικό απόσπασμα συνέλαβε τον καπετάν Κώττα στο κρησφύγετό του στην Ρούλια. Για το κάρφωμα του κρησφύγετου οι απόψεις, τόσο της δημόσιας ιστορίας όσο και των ιστορικών διίστανται: Ο Καθηγητής Ανδρέας Ανδρέου, στο βιβλίο του «Κώττας», αναφερόμενος στον θάνατο του Κώττα δημιουργεί με τον ακαδημαϊκό του λόγο τις προϋποθέσεις μιας συγκρουσιακής πορείας των δύο αντρών. Και τέλος τεκμηριώνει με συνέπεια αυτό που αποδέχονται και άλλοι ιστορικοί: ότι ηθικός αυτουργός όσων διαδραματίστηκαν περί τον Κώττα ήταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης.
Εντέλει η αποτίμηση δύο προσώπων, του Παύλου Κύρου και του Κώττα, τα οποία διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα εθνικά μας πράγματα, είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση για τον ιστορικό, που καλείται να ισορροπήσει, επιστρατεύοντας ταον «ορθολογισμό» και τον «έγκριτο λόγο» του, ανάμεσα στις πολλές αλήθειες της ιστορίας.
* Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας, Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας