Η απάντηση είναι ΝΑΙ και μάλιστα πολύ μεγάλη, τόσο για την ίδια την ποντιακή διάλεκτο, όσο και για την επίσημη δημοτική νεοελληνική μας γλώσσα. Εντελώς επιγραμματικά:
α. Είναι γνωστό ότι η Αττική διάλεκτος ήταν στενά δεμένη με την Ιωνική και ότι επ’ αυτής, κυρίως, στηρίχτηκε η κοινή των ελληνιστικών χρόνων. Είναι, συνεπώς, ολοφάνερη η συμβολή της ποντιακής διαλέκτου, λόγω της μορφοποίησης της σε χώρο με ιωνικό υπόστρωμα, για την πληρέστερη εκμάθηση τόσο της κοινής νεοελληνικής μας γλώσσας, όσο και της αρχαιοελληνικής. Μπορεί να αποτελέσει τη διδακτική γέφυρα υπαγωγής από τη νεοελληνική κοινή στην αρχαία ελληνική και αντιστρόφως αναγωγής από την αρχαιοελληνική στη νεοελληνική. Είναι, κατά τη γνώμη μου η πιο πειστική απόδειξη του ενιαίου της ελληνικής γλώσσας, από το δίσκο της Φαιστού (βλέπε εργασίες Χαμιζίδη) μέχρι σήμερα, η πληρέστερη πιστοποίηση της διαχρονίας και συγχρονίας της .
β. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η λατινική γλώσσα, τόσο η λογοτεχνία, όσο και ο πεζός επιστημονικός λόγος, δομήθηκε σε αρχαιοελληνικό υπόβαθρο. Σύμφωνα, λοιπόν, με το μαθηματικό αξίωμα: τα προς τρίτον ίσα και μεταξύ τους ίσα, η ποντιακή διάλεκτος, δομικά κυρίως, είναι πολύ κοντά και στη λατινική γλώσσα. Μπορεί συνακόλουθα να αποτελέσει θαυμάσιο διδακτικό εργαλείο και για την εκμάθηση της λατινικής και κατ’ επέκταση και των σύγχρονων λατινογενών γλωσσών. Ενδεικτικά αναφέρω τη μετάφραση από το γράφοντα δύο ποντιακών τραγουδιών: του θρηνητικού άσματος του αείμνηστου Χρήστου Αντωνιάδη: την πατρίδα μ’ έχασα…. και του ακριτικού δημοτικού τραγουδιού: Αϊτέντς επαραπέτανεν…. στα αρχαία ελληνικά και στα λατινικά, την ακριβή μελοποίησή τους στον ίδιο ρυθμό από τον έξοχο λυράρη, Νίκο Κοτταρίδη, και εκτέλεση από το λαμπρό καλλιτέχνη, Τάσο Παρχαρίδη, και στις τρεις γλώσσες, που δηλώνει έμπρακτα τη στενή συγγένεια και συνάφειά τους.
γ. Στην ποντιακή διάλεκτο διαχέεται ο ποντιακός Ανθρωπισμός, απότοκος του κλασικού Ανθρωπισμού. Στοιχεία αυτού του ανθρωπισμού αποτελούν: 1. η πρόταξη του ρήματος του αδύναμου τύπου της προσωπικής Αντωνυμίας; είδα τον, λέγω σε, έμαθα το (βλέπε: εώρακά σε, ω Δερκυλίδα) , ενώ η κοινή νεοελληνική προτάσσει το αντικείμενο: σε είδα, σου είπα το έμαθα. Αυτό δείχνει ένα λαό εργατικό και φιλόπονο. Ενδεικτικά αναφέρω την πρώτη στροφή του θρηνώδους άσματος: την πατρίδα μ’ έχασα, έκλαψα κι επόνεσα, λιγούμαι και αναστορώ, να ανασπάλω κι επορώ. Μια στροφή μόνο ρήματα. 2. Η συμφιλίωση ανθρώπου και φύσης, οικολογική συνείδηση. Η φύση δεν είναι εχθρός που πρέπει να κατακυριευθεί, αλλά φίλος, τόπος διαβίωσης και συμβίωσης του ανθρώπου: Ακρίτας κάστρον έκτιζεν… εκεί του κόσμου τα πουλια όλα φέρ και σωρεύει.. εκεί του κόσμου τα φυτά, όλα πάει και φυτεύει.
3. Το πιο σημαντικό: στη διάλεκτό μας παρατηρεί κανείς με τρόπο απόλυτα ευδιάκριτο τη συμμετρική σύνθεση της υπακοής του αφτιού με την ελευθερία της επιθετικότητας του οφθαλμού, έτσι που να γίνεται ικανός ο άνθρωπος να βλέπει γνωστικά και να ακούει κατανοητά. Πρόκειται για έναν χωρίς δέσμευση αυτοπεριορισμό του λόγου που ανάγεται από μόνος του σε σύμβολο μιας ασκητικής πορείας, που δε φτάνει ποτέ στο τέλος της. Η ελευθερία του λόγου, ως σύμβολο δημοκρατίας, πολυφωνία, καθίσταται από μόνη της ατελέσφορη και μη λειτουργική, χωρίς τον περιορισμό της ευπειθούς υπακοής (πολυακουστία). Ο επιθετικός λόγος, ως απ’ ευθείας δεμένος με το “ιδειν” του Πλάτωνα βλάπτει και δεν ωφελεί τη δημοκρατία, χωρίς τον περιορισμό της υπακοής, που παραπέμπει άμεσα στο “νοείν” του Παρμανίδη. Αν η πολυφωνία διευρύνει τη δημοκρατία, η πολυακουστία τη βαθαίνει, της δίνει ουσία και ποιότητα. Στην ουσία πρόκειται για μια αρμονική σύνθεση της αθηναϊκής παρρησίας με τη λακωνική ευπείθεια και υπακοή. Παραδειγματικά αναφέρω την αντικατοπτρίζουσα αττική σύνθεση της ποντιακής παροιμίας: που καλατσεύ σπέρ, π’ ακούει θερίζ.. Ο αντικατοπτρισμός έγκειται στην ισότιμη αντιπαράθεση των ρημάτων: σπερ – θερίζ, το ένα ρήμα καταξιώνει το άλλο, με την πλάστιγγα να γέρνει ελαφρώς προς τη μεριά του δεύτερου ρήματος: θερίζ. Χωρίς πολυφωνία δεν υπάρχει δημοκρατία, αλλά και χωρίς την πολυακουστία δεν έχει νόημα η πολυφωνία.
Φτάνει ήδη στα αφτιά μου το ερώτημα, που παραμένει ακόμα ανοιχτό. Σωστά όλα αυτά, αλλά ο μεταγλωττισμός τι σχέση έχει; Πρέπει να δεχτούμε ότι παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Γιώτας και όλων των υπολοίπων διδασκόντων, η μοίρα της διαλέκτου μας ως ομιλουμένης γλώσσας είναι προδιαγεγραμμένη. Μοιραία θα εξομοιωθεί ή θα αφομοιωθεί πλήρως με την πάροδο του χρόνου από την κοινή ελληνική. Αυτό δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Θα εξομοιωθεί, θα αφομοιωθεί, αλλά δε θα πεθάνει, όσο θα υπάρχουν γραπτά κείμενα προς μελέτη. Εδώ, ακριβώς, εστιάζεται η σημασία και των μεταγλωττισμών. Τα Αρχαία ελληνικά δεν ομιλούνται πλέον, υπάρχουν, όμως, γραπτά κείμενα και αυτά την κρατούν αιώνια ζωντανή. Η ποντιακή δεν πρόκειται να πεθάνει, αν δημιουργήσουμε μια αξιόλογη γραπτή παράδοση. Αυτό ισχύει, βέβαια, και για κάθε άλλη διάλεκτο.
12