Κάπου άκουσα -και διάβασα- πως θα σταματήσουμε, λέει, να τρώμε τηγανητές πατάτες. Και μάλιστα με -ι-, δηλαδή τηγαν-ι-τές. Και τότε, δάκρυα πλημμύρισαν τα βιασμένα μάτια μου. Βοές εγκαθιδρύθησαν στα παροπλισμένα ώτα μου. Ούτε οπτικά δεν μπορούμε να τις φάμε πλέον, σκέφτηκα, αυτές τις πολυπόθητες πατάτες. Αυξήθηκε η τιμή του ηλιελαίου. Εντάξει. Δεν είναι και λίγο να μην έχεις πατάτες στο πιτόγυρό σου. Μα, για στάσου. Θυμήθηκα κάτι. Θυμήθηκα τις εποχές της δήθεν ή μη επίπλαστης ευμάρειας, τότε που παίζαμε τον πόλεμο της τηγανητής πατάτας. Ξέρω, σ’ έπιασα αδιάβαστο. Άκου λοιπόν. Μετά από κάθε λουκούλλειο γεύμα στο σκουπιδοφαγομάγαζο της γειτονιάς (ήτοι fast-food-άδικο, για τους λάτρεις της νέας ελληνικής), τα παιδιά της ηλικίας μου συνήθιζαν να το ρίχνουν στην επιβεβαίωση των συνθηκών της εποχής η οποία τους εξέθρεψε.
Με τις πατάτες που είχαν απομείνει στα πιάτα τους, και χορτάτα καθώς ήσαν, πατατοβολούσαν το ένα το άλλο. Θα μου πεις, παιδιά ήταν. Κι οι πατάτες, τί ήταν; Έτσι λοιπόν, καθώς έσκυψα να μαζέψω τις αναμνήσεις μου, αμέσως μόλις κηρύχθηκε το εθνικόν πένθος της τηγανητής πατάτας, σκέφτηκα πόσες πατάτες μαζεύτηκαν στον πάτο της ιστορίας της ανθρώπινης βλακείας.
Σκέφτηκα το προσωπικό καθαριότητας, που με πόνο ψυχής θα έσκυβε κάθε τόσο να μαζέψει από το πάτωμα τα απομεινάρια του πολέμου χιλιάδων καλοκακομαθημένων “παιδιών”. Πόσες πλαστικές σακούλες σκουπιδιών χρειάστηκαν, για να γεμίσουν οι κάδοι της μαζικής υποκουλτούρας; Σκούπιζε και γέμιζε. Γέμιζε και σκούπιζε. Δουλειά να μην σου λείπει. Δουλειά δεν είχε ο διάβολος, πατατοβολούσε τα παιδιά του, και άλλες ιστορίες πόνου των πραγμάτων στα χέρια του ανθρώπου. Έκλαψα πολύ. Δεν το αρνούμαι. Με δάκρυα στα μάτια, έτρεξα στο πατάρι και κατέβασα όλες τις παλιές φωτογραφίες, για να δω αν σε κάποια, έστω σε μία, συνυπάρχω με μια τηγανητή πατάτα. Κι αν δεν υπάρχει ούτε μία; Θα προλάβω να βγω φωτογραφία με μια τηγανητή πατάτα, κατά προτίμηση στο στόμα, ώστε να πιστεύουν κάποια μέρα τα παιδιά μου ότι κάποτε τρώγαμε τηγανητές πατάτες;
Αν δεν κινδυνεύουμε μόνο από έλλειψη ηλιελαίου, μήπως υπάρχει περίπτωση να εκλείψει και η πατάτα; Ω, θεοί της τηγανητής πατάτας, και όλων των άλλων υλικών αγαθών που λιώνουν στο στόμα! Πρέπει να προλάβω. Να πάω κομμωτήριο. Να φτιάξω τα νύχια μου. Να προβώ σε όλες τις in και must ηλεκτρονικές κατά προτίμηση και προτεραιότητα αγορές ρούχων και υποδημάτων. Να θυμηθώ να εξαργυρώσω όλο το επίδομα ανεργίας του τρέχοντος μηνός, στο πρώτο μουράτο κατάστημα μόδας που θα μου διαστρεβλώσει το ήδη και εν πολλοίς θολωμένο μου μυαλό. Να θυμηθώ, επίσης, ν’ αγοράσω μια πανάκριβη μπουκάλα ενός υπερκοστολογημένου και υπερφορολογημένου πλην glamorous κρασιού. Να πιω μέχρι να ξεράσω όλη την ζωή μου.
Και οπωσδήποτε να κάνω Insta story την στιγμή που εγώ, το κρασί και η τηγανητή πατάτα, θα γίνουμε ένα στην λεκάνη του πορσελάνινου αποχωρητηρίου μου. Όχι, δεν ζω στην Εκάλη. Ευχαρίστως όμως κάνω τον γύρο της Εκάλης, προς αναζήτηση τηγανητής πατάτας. Κοίτα να δεις λοιπόν, σκέφτηκα. Το φαΐ των φτωχών, η τηγανητή πατάτα, θα καταλήξει πανάκριβο συμπλήρωμα στα παραγεμισμένα πιάτα των φοροφυγάδων των βορείων προαστίων.
Τέλος πάντων. Οι καιροί αλλάζουν. Οι άνθρωποι, όμως; Κι επιπλέον, πόσες τηγανητές πατάτες αδειάστηκαν στις χωματερές; Κανείς δεν ξέρει. Whatever.
To έπος των Ελλήνων δεν γράφτηκε με τηγανητές πατάτες. Γράφτηκε στα σκυλάδικα, στην πίστα, στα σπασμένα πιάτα μιας παρηκμασμένης βιομηχανίας κεραμικών, στις ελπίδες της γοητευτικής λουλουδούς, στην γροθιά στο στομάχι ενός πορτιέρη. Άλλωστε, μαζί δεν τα φάγαμε;
Το σίγουρο είναι ότι όλοι φάγαμε τηγανητές πατάτες. Και τώρα, πρέπει να τις αποχαιρετήσουμε. Μαζικά, ομαδικά, οπαδικά και αλληλέγγυα. Θα μου λείψεις, λοιπόν, κίτρινη, τραγανιστή, τηγανητή πατάτα. Θα ‘χω, όμως, για παρηγοριά, κάμποσους πατατοκέφαλους. Καλημέρα, Ευρώπη. Όρμπαν στο μικρόφωνο.