Από μικρός άκουγα τους χωριανούς να μιλούν ότι στο Μπούρινο υπήρχε ανεμόμυλος. Δεν τον είχαν δει εν λειτουργία. Κι αυτοί το είχαν ακούσει από τους παππούδες. ΄Έτσι έφτασε ως τα σήμερα.
Μέσα μου η επιθυμία για ανάβαση, εύρεση φούντωνε όλο και περισσότερο με το διάβα του χρόνου. Τι έχει εκεί πάνω; Φαίνονται τοίχοι; Αν ανέβω μπορώ να τον βρω; Ερωτηματικά πολλά, πόθοι ευσεβείς. Από μέρες είχαμε κανονίσει με το Στέλιο την πραγματοποίηση της αποστολής.
Παρασκευή 13 Αυγούστου 2004. Τότε που όλα τα μάτια του κόσμου ήταν στραμμένα στην Ελλάδα, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Στις 5 η ώρα σηκώθηκα, ετοιμάστηκα, έκανα καφέ. Η ανυπομονησία είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Στις 6 η ώρα βγαίνω έξω από το σπίτι. Ο Στέλιος έχει αναμμένα τα φώτα του σπιτιού. Το χωριό κοιμάται ήσυχα. Από τον απέναντι δρόμο ένα αυτοκίνητο μ’ αναμμένα τα φώτα ανηφορίζει προς τις αχυρώνες. Παρατηρώ τη διαδρομή. Είναι ο Σκόδρας συνταξιούχος ελεγκτής των συγκοινωνιών, πηγαίνει να περιποιηθεί το κτήμα του κοντά στην Αγια –Τριάδα.
Περιμένω ν’ ανοίξει ο Στέλιος. Μετά από 15 λεπτά του φωνάζω. Αμέσως ανταποκρίνεται. Είναι πανέτοιμος. Στις 6 .15 ξεκινάμε. Με χαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπα ανεβαίνουμε προς τα δέντρα του Αγίου Αθανασίου.
Μετά από είκοσι πέντε λεπτά φτάνουμε στους πρόποδες του Μπούρινου. Μπροστά μας η βρύση με τις πολλές λεκάνες. Η ξηρασία μεγάλη. Από τη βρύση δεν τρέχει ούτε στάλα.
Στις 6.45 κάνουμε την πρώτη πεντάλεπτη στάση. Τα αιωνόβια γέρικα δέντρα του Αγίου Αθανασίου μας βάζουν σε σκέψεις. Οι κορμοί θεόρατοι, τα ίδια επιβλητικά. Τα φύλλα λιγοστά. Οι πρόγονοί μας ευγενείς και ευσεβείς τα προστάτευαν από τα ποίμνιά των. Σήμερα τα λιγοστά ζώα δεν αφήνουν τα νεόφυτα να ορθοποδήσουν, να μεγαλώσουν, να αντικαταστήσουν τα παλιά.
Ξεκινάμε την ανηφόρα ανάμεσα από καταπράσινα κέδρα και πυξάρια. Χόρτα και αγριολούλουδα πάμπολλα. Δεν υπάρχουν πια κοπάδια. Ωστόσο οι γιδόστρατες δεν έχουν ακόμα χαθεί.
Πιο πάνω τα πράγματα δυσκολεύουν. Τα πόδια κουράζονται. Ο ίδρως τρέχει ποτάμι. Ο Στέλιος δεν αποχωρίζεται το τσεκούρι. Το στειλιάρι το ’χω γεμάτο με καρφιά. Το έκανε ο συχωρεμένος ο νουνός μου (Γ.Δ. Αποστόλου) από δρύινο ξύλο. Σε μια συστάδα δέντρων το τσεκούρι πιάνει δουλειά. Το θράψο μετασχηματίζεται σε ραβδί απαραίτητο για την ανάβαση.
Όσο ανεβαίνουμε, τα βουνίσια χόρτα όλο και γίνονται περισσότερα. Οι κοκκινότουφες, τροφή των μικρών ζώων δε στεγνώνουν ποτέ. Αυτά μαζεύανε οι Εξαρχιώτες στο βουνό, «στις βουρτόπες», τα συγκεντρώνανε στα δίχτυα, τα κατεβάζανε σε ομαλότερο έδαφος και τα φορτώνανε στα γαϊδουράκια. Το χορτάρι το πουλούσαν στη Σιάτιστα ή το αποθήκευαν στις αχυρώνες για τις δύσκολες μέρες του χειμώνα.
Στα ανθισμένα αγριολούλουδα πλήθος εντόμων ρουφούν το νέκταρ. Τη χλωρίδα της περιοχής τη συμπληρώνουν τα θράψα, τα κέδρα, τα γαύρα.
8.45. Φτάνουμε στην περιοχή του ανεμόμυλου. Σταματάμε. Παίρνουμε μια ανάσα. Πίνουμε καφέ. Βγαίνουμε φωτογραφίες. Αντικρίζουμε από πάνω τον Έξαρχο, με τα πράσινα καλαμποκοχώραφα. Εδώ το τοπίο αλλάζει. Ο αέρας δυνατός. Η περιοχή ειδικά επιλεγμένη για τη λειτουργία του αερόμυλου. Τα χόρτα πλούσια. Η φτέρη οργιάζει. Ένδειξη ότι υπάρχει νερό. Πλησιάζουμε στον ανεμόμυλο. Τα ερείπια ορατά. Οι πέτρες τοπικές αλλά διαλεχτές. Σχηματίζουν κύκλο σ’ ένα χώρο τριάντα τετραγωνικών μέτρων. Δίπλα υπάρχουν αγριοκορομηλιές που μόλις διατηρούνται στη ζωή. Πιο πάνω σε απόσταση τριάντα μέτρων ένας τοίχος σε ευθεία γραμμή 15 μέτρων. Πιο κάτω ερείπια σπιτιών. Σίγουρα εκεί ήταν οικισμός. Από κει ξεκίνησε ο Έξαρχος. Εκεί κατοικήσανε οι πρώτοι Εξαρχιώτες. Δυτικά και σε απόσταση σαράντα μέτρων βγαίνεις στο σέλωμα στην κορυφογραμμή. Από δω αντικρίζεις την Παλιοκαρυά, το Βλαχοχώρι με τις αέναες υδατοπηγές, ως επίσης και το Παλιομανάστηρο της Τσιποτούρας.
Ανεβαίνουμε διακόσια μέτρα πιο πάνω. Φτάνουμε στην τοποθεσία Κρόκος. Ένα πεδινό τοπίο. Εδώ φαίνεται να καλλιεργούσαν το ομώνυμο φυτό.
Καθίσαμε στον αερόμυλο αρκετά. Αποκαλύψαμε τις λιθοδομές αφαιρώντας τα πανύψηλα χόρτα. Περιπλανηθήκαμε στα ακατοίκητα σπίτια. Δεν είμασταν μόνοι. Μαζί μας ήταν οι πρόγονοί μας. Οι άνθρωποι ενός ανώτερου πολιτισμού. Στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν ήταν και τόσο διαδεδομένη η χρήση του ανεμόμυλου. Όχι, ανεμόμυλο, αερόμυλο να τον λες μου ’λεγε η Σιούλου (Αθανασία Αποστόλου Ζαχαράκη).
Γεμάτοι ικανοποίηση παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Όλα είχαν πάει καλά. Ξαφνικά ένα θεόρατο γεράκι περνά από τα κεφάλια μας. Αιφνιδιάστηκα. Δεν πρόλαβα να το φωτογραφίσω.
Κατευθυνόμαστε προς το δικό μας άγιο, στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Πάμε ν’ ανάψουμε τα καντήλια. Να προσευχηθούμε. Ο Στέλιος νοικοκύρης όπως πάντα, στενοχωριέται που βρίσκει τη λεκάνη της βρύσης γεμάτη με ζιαμπνάκια. Την καθαρίζει. Η αποχέτευση αποκαθίσταται.