Αφιερωμένο σε όλες εκείνες τις μάνες που ίσως κάποιες να ζούνε ακόμα. Του Πασχάλη Τσολάκη
Ακούς;
Μεγάλωσες και δεν θυμάσαι
σαν τ΄ ακούς το παίρνεις για παραμύθι
τότε που η μάνα σου
σε έδενε στην πλάτης της
κι εκείνη γονατιστή άρμεγε την αγελάδα
για να σε ταΐσει
τότε που σε έπαιρνε μαζί της στο χωράφι
σε έκανε φωλίτσα με τις πέτρες
κάτω στον ίσκιο του δέντρου
να μην πέφτεις και «αρκουδεύεις»
κι εκείνη σκάλιζε το χώμα
που ήταν σαν πέτρα από την ξηρασία
κι εσύ άπλωνες το χεράκι
να πιάσεις ένα φιδάκι
που σέρνονταν στις πέτρες
θαρρώντας το ίσως για παιχνίδι
τότε που σαν αρρώσταινες
σε γιάτρευε με γιατροσόφια της γιαγιάς
τότε που όλη νύχτα ξαγρυπνούσε
στο προσκέφαλο σου
με ένα βρεγμένο πανί
χάιδευε το μέτωπο σου
να ρίξει τον πυρετό που σε έκαιγε
τώρα μεγάλωσες
σου δώσανε αξιώματα
τώρα υπογράφεις κι εσύ
τις διαταγές που σου δίνουν
αυτοί που μεγάλωσαν σε πούπουλα
να στερήσεις το γάλο από μια μάνα
με μικρά παιδιά
και δεν ακούς το ουρλιαχτό της μάνας σου
που έρχεται σχίζοντας τα πέρατα του σύμπαντος
κατάρα θεού να πέσει
σε εκείνους που στερούν
το γάλα στα μικρά αγγελάκια