Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ μια φορά καλά είμι κι η μπάμπου μ΄ κόμα κι καλύτιρα,
Όλα τα χρόνια, τουν Αη Γιάνν΄ πααίνουμι μι τ΄ μπάμπου μ΄, στου Γιάνν΄ τ΄ Σουτήρ΄ στα Καλλιάρια. Μπορεί να τουν τσιουλνώ καμμιά φορά το Γιάνν΄τα φτιά στο φέισμπουκ, αλλά τουν αγαπω γιατί μι ουμοιάζ΄ πουλύ. Μι ουμοιάζ΄ τόσο που υπροχτές ήγλιπι μια θκιά μ΄ φωτογραφία η μπάμπου κι μ΄ είπιν: «Είηδις πως γέρασι ου Γιάνντς»;
Ως τα πρόπερσ΄ απ΄ δεν ήξιρα τ΄ Γιαννούλου, αυτό γένταν κάθε χρόνο. Πέρσ΄ μι γίγκι ντάτσκα η Γιαννούλου, να μη πάου στα Καλλιάρια κι να πάου στ΄ν Αθήνα κι δεν πήγα. Τ΄ν είπα ότι δε γένητι κι μ΄είπι τουλάϊστον να πάμι στ΄ γιορτή τ΄ Θόδωρου, αλλ ιγώ όλ΄ τ΄ ζωή μ΄ πααίνου τουν Αη Θόδωρου, στου Ζαντσιώτκου του παναΰρ΄ κι δεν τ΄ αλλάζου μι τα γλέντια στα μέγαρα τς Γιαννούλους!
Φέτος έβαλι του Θόδωρου, να μι τηλεγραφήσ΄. Μ είπι ότι η Γιαννούλου χπιέτι στα πατώματα, ότι είνι βαλαντωμέν΄ κι άμα δεν πάω στ΄ γιορτή τς θα αρρωστήσ΄ κι θα τ΄ν κουσιεύουν στς γιατροί. Τουν είπα ότι γέρασι ου Ψαρρής κι δε βγάν΄ τόσ΄ στράτα κι μ΄ είπιν ότι θα στείλ΄ το αλικόφτερο.
Σα μ΄ είπι έτς, πήρα πρώτα του Γιάνν΄ κι μ΄ είπι ότι άμα είνι για μια χρονιά, ξίκι να γέν΄. Είπα τ΄ μπάμπου ότι θα πάω στ΄ν Αθήνα στ΄ Γιαννούλου κι αριτσιώθκι. Μ΄ είπι ότι άμα δε θα ρθει αυτήν, δεν έχου να πάου καν΄ πθενά. Τι να κάμου κι ιγώ; Πήρα τ΄ Γιαννούλου κι τ΄ν είπα ότι θα πάμι αντάμα μι τ΄ μπάμπου, για να κάμ΄ το κουμάντο τς.
Ήρθι το αλικόφτερο μια μέρα πρου μη απ΄ τα φώτα κι μας πήρι. Μας κατέβασι στ΄ν Αθήνα, σ΄ έναν τόπον απού ήταν σα τρανό αλών, χωρίς στρύγγιλο κι από τ΄ ικεί μας πήρι μια θηρία κούρσα, μι οδηγό μι καπέλλο κι μας πάει ίσια στου Χίλτον. Ικεί μας είχι κλείσ΄ σουΐτα η Γιαννούλου. Η μπάμπου χαίρουνταν, γιατί θα να χι να λέει στ΄ Μπασιουνάσιαινα, ότι ήταν όλ ινκλούσιβ σι σουΐτα στου Χίλτον. Πέρασάμι καλά τρεις μέρες. Ετρωγάμι, ήπναμι ότ΄ ηθιλάμι, κλωθουμλάσταν όλ΄ τ΄ν ώρα στ΄ν Αθήνα, είηδαμι τα σόϊα μας κι τμάσκαμι να πάμι το βράδ΄ τον Αη Γιάνν΄, στ΄ Γιαννούλου.
Το δειλνό τον Αη Γιάνν΄, ήρθι πάλι η τρανή η κούρσα μι τουν οδηγό μι του καπέλλο κι μας πήρι να πάμι στο μέγαρο τα Γιαννούλους. Η μπάμπου έβαλι τ΄ν καινούρια τ΄ν κοντούσια, που τ΄ν έραψι ου Θοδωράκ΄ς, έβαλι κι τα ασπροκέντια κι κίντσαμι. Μας καλοδέχκιν η Γιαννούλου, είηδαμι κι από σμα κι του Θόδωρου κι εκατσάμι να φάμι. Η μπάμπου χαίρουνταν μι τ΄αυτά απού ήγλιπι κι όλο τάχα έκαμνι πως διάβαζι μηνύματα στου άϊφον κι έβγανι φωτογραφίες στα πιάτα, για να τς δείξ΄ στ΄ Μπασιουνάσιαινα. Όλνους όσ΄ ήταν αντάμα μι τ΄ εμάς τς ηγλιπάμι στα τηλεοράσεις. Η μπάμπου μ΄ χαίρουνταν σα μκρό πιδί. Θα να χει να λέει ιστορίες στ΄ Μπασιουνάσιαινα, ως τ΄ χρόν΄ τουν Αη Γιάνν΄! Καλά περασάμι, χάρκαμι κι ημείς κι πλειότερο η μπάμπου. Σαν χήρσαν να φεύγουν οι κόσμ΄, χιρέτσαμι κι ημείς τ΄ Γιαννούλου κι του Θόδουρου, τς καλεσάμι κι στου χωριό τον Αη Κωσταντίνο, κι κίντσαμι να φύγουμι.
Ιγώ να σας πω τ΄ν αλήθεια, δε θέλου κι πουλύ να ρθούν, γιατί δε θα μπορούμι να πιούμι λίγο παραπάν΄, μι του Γούλα κι του Μίχου. Η μπάμπου όμως, μόνι που σκέφτητι ότι θα γλέπ΄ η Μπασιουνάσιαινα να κατεβαίν΄ το αλικόφτερο κι να ρουντι στου σπίτ΄ μας η Γιαννούλου μι του Θόδωρο, χήρσι απ΄ τα τώρα, να μι λέει να τς θμίζω, ότι τς καητιρούμι!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτ’ς
Ντράμστα